Μια «αρχαία ιστορία» με πολλούς μετα-αφηγητές

Print Friendly, PDF & Email

20 Αύγουστος 2017, 18:02

Του Μιχάλη Παπαδόπουλου

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: ΟΙ ΟΜΟΦΩΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989 ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΟΥ 2009

ΠΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΕΙΜΑΣΤΕ, ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΤΟ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΟΦΩΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΠΟΙΕΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΣΥΜΒΕΙ ΕΚΤΟΤΕ; ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ, ΤΕΛΟΣ, Η ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΜΑΣ;

Μέρος το ίδιο των αμφισημιών της πολιτικής μας ζωής, πολλά ειπώθηκαν, προϊόντος του χρόνου, μέσα σε κλίμα έριδος και διαφιλονικίας, για τον ρόλο και την αποστολή του ΕΣ, για την ανάγκη αναβάθμισης και αξιοποίησής του ως οργάνου διαβουλευτικής ορθολογικότητας στο πλαίσιο της προσπάθειας για διαμόρφωση μιας κοινά αποδεκτής στρατηγικής όσον αφορά τη διαχείριση του εθνικού μας προβλήματος

Ως θεσμός το Εθνικό Συμβούλιο διαχρονικώς διαπερνάται από τις ομοβροντίες των πολιτικών αντιπαραθέσεων, καθιστάμενο, ενίοτε, τόπος μείζονος πολιτικής αμφιλογίας και όχι πεδίο διαβουλευτικών συναινέσεων, όπως, υποτίθεται, εκ της αποστολής του εντέλλεται.

Μέρος το ίδιο των αμφισημιών της πολιτικής μας ζωής, πολλά ειπώθηκαν, προϊόντος του χρόνου, μέσα σε κλίμα έριδος και διαφιλονικίας, για τον ρόλο και την αποστολή του, για την ανάγκη αναβάθμισης και αξιοποίησής του ως οργάνου διαβουλευτικής ορθολογικότητας στο πλαίσιο της προσπάθειας για διαμόρφωση μιας κοινά αποδεκτής στρατηγικής όσον αφορά τη διαχείριση του εθνικού μας προβλήματος. Όμως, φευ, πλειστάκις αποτέλεσε αντικείμενο μιας αμφίπλευρα χρησιμοθηρικής σκοποθεσίας, τόσο από την πλευρά των εκάστοτε Προέδρων όσο και από την πλευρά της εκάστοτε αντιπολίτευσης, που επιχείρησαν να το εργαλειοποιήσουν, προς την κατεύθυνση ενός άγονου πολιτικού ανταγωνισμού, υπαγόμενου στη μερικευτική λογική μικροκομματικών ή και μικροπολιτικών προταγμάτων.

Ως αποτέλεσμα, είδαμε και ακούσαμε πολιτικές δυνάμεις να επιχειρούν ν’ αποδιαρθρώσουν τη λειτουργία του σ’ έναν επιτατικά αποδημητικό λόγο, να καταμηνύσουν τις υποθαλπόμενες χειραγωγήσεις του, να ζητούν την πλήρη μεταρρύθμιση και τον ολοσχερή «εκσυγχρονισμό» του, ως μέσο θεραπείας και επανευθυγράμμισής του στις γραμμές των «όρων εντολής» του, ακόμη και να εγκαταλείπουν τη διασκεπτική του λογόσφαιρα, διατεινόμενες ότι, με τον τρόπο που λειτουργεί, ουδόλως προσφέρει στην εκπλήρωση των στόχων τους οποίος ενετάλθη να υπηρετεί.

Παρά, ωστόσο, τις αμφιλογίες, τις αντιπαραθέσεις και τα «ασύμβλητα» χάσματα των εκατέρωθεν διαφορετικών προσεγγίσεων, υπήρξαν κάποιες στιγμές – ορόσημα στη διαβουλευτική του λειτουργία, όπου κατέστη εφικτό να εξευρεθεί ένας κοινός αποφαντικός τόπος, που, παρά τη μη δεσμευτικότητά του, αποτέλεσε, εν δυνάμει τουλάχιστον, τον γνώμονα μιας συλλογικής πλεύσης όσον αφορά τις αρχές και τη στρατηγική επίλυσης του Κυπριακού.

Έστω εντός των περιοριστικών όρων και ορίων ενός σαφώς καθορισμένου ιστορικού και πολιτικού συγκειμένου, έκθετου στη δραστική επισώρευση των γεγονότων και των ποικιλώνυμων αλλαγών που επισυνέβησαν στη διαπλεκόμενη αλληλουχία του κυπριακού προβλήματος με το ευρύτερο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό γίγνεσθαι.

Δύο ήταν τα κύρια αυτά ορόσημα, την επίκληση των οποίων, αν και, «παραδόξως», μέσα σ’ ένα εξόχως αντιπαραθετικό κλίμα εκάστοτε, μετέρχονται οι πολιτικές δυνάμεις, προκειμένου να υπογραμμίσουν την ανάγκη ομογνωμίας και ενότητας.

Αυτές είναι οι ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου του 1989 και το Κοινό Ανακοινωθέν του 2009, παρά τις διαφορετικές ερμηνείες στις οποίες προβαίνουν, μέχρι και σήμερα, τα πολιτικά κόμματα, ως προς το περιεχόμενο και την καθοδηγητική λειτουργία τους.

Το ερώτημα, ωστόσο, για την τελεστικότητα των εν λόγω αποφάσεων δεν παύει αδιαλείπτως να εγείρεται, καθώς από τη χρονική στιγμή της λήψης τους έχει διαρρεύσει πυκνότατος σε γεγονότα και εξελίξεις διαπραγματευτικός χρόνος, ενώ και το εσωτερικό μέτωπο παρουσιάζει την αποκαρδιωτική εικόνα… βομβαρδισμένου τοπίου.

Για το πόσο μακριά είμαστε, λοιπόν, σήμερα, με το υφιστάμενο πλαίσιο διαπραγμάτευσης του Κυπριακού, από τις ομόφωνες αυτές αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου, για το κατά πόσον έχουν επισυμβεί ουσιαστικές μετατοπίσεις έκτοτε, και για το κατά πόσον υφίσταται ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου πλαισίου από την πλευρά μας, μιλούν στη «Σημερινή» της Κυριακής ο πρώην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, τέως μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας Κυπριακού, Αλέκος Μαρκίδης, ο επικεφαλής του Γραφείου Κυπριακού του ΑΚΕΛ και μέλος του Π.Γ. του κόμματος, Τουμάζος Τσελεπής, και ο νομικός, τέως αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Γιώργος Κολοκασίδης.

Αλέκος Μαρκίδης: Δεν ευσταθούν όσα λέγονται για αλλαγή στρατηγικής

Οπωσδήποτε μιλούμε για αρχαία ιστορία… Άπαντες, βεβαίως, τις επικαλούνται, όμως, εν τω μεταξύ, ελάχιστα διαφέρουν από αυτά που κάνουμε τώρα, καθότι, στην ουσία, και τότε είχαμε πει για δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία, πλαίσια ισότητας, που σημαίνει αποτελεσματική συμμετοχή, αλλά όχι αριθμητική ισότητα. Υπάρχει αυτό το πράγμα, το οποίο αιωρείται και μέσα στα ψηφίσματα των ΗΕ και μέσα στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου του 2006 μεταξύ Παπαδόπουλου – Ταλάτ.

Το θέμα τώρα, βέβαια, είναι να πετύχουμε τετραγωνισμό του κύκλου, διότι τι σημαίνει συμμετοχή σε όλα τα κεντρικά όργανα του κράτους και των δύο κοινοτήτων; Αν πούμε ισότητα, αλλά όχι αριθμητική, αυτό τι σημαίνει; Ότι στα περισσότερα όργανα θα υπάρχει πλειοψηφία των Ελλήνων. Αν πούμε ότι θα λαμβάνονται αποφάσεις κατά πλειοψηφίαν, η απάντηση της άλλης πλευράς θα είναι ότι αυτό δεν συνιστά αποτελεσματική συμμετοχή της τ/κ κοινότητας. Αν ρωτήσουμε, ‘ωραία, τι θέλετε;’, απαντούν ‘θέλουμε να υπάρχει έστω και μία ψήφος τουρκική’.

Η απάντηση σ’ αυτό είναι ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν είναι λειτουργική. Άρα, έχουμε ένα πρόβλημα, όπου παρουσιάζεται σύγκρουση μεταξύ λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας. Είναι γι’ αυτό που λέω ότι, αυτά που λέγονται για αλλαγή στρατηγικής έπειτα από 40 χρόνια, δεν μπορούν να ευσταθούν στην πραγματικότητα, διότι θα πρέπει πρώτα να ζητήσουμε αλλαγή των ψηφισμάτων των ΗΕ για το Κυπριακό. Καθώς, το στοιχείο της αποτελεσματικής συμμετοχής απορρέει από τα ψηφίσματα των ΗΕ, που τα ίδια χρειάζονται τετραγωνισμό του κύκλου όταν πρέπει να συζητηθούν όλα αυτά τα ζητήματα στην πράξη.

Η διατύπωση είναι ωραία. Πολιτική ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα, αλλά οδηγεί σε αποτελεσματική συμμετοχή. Το πρόβλημα είναι, λοιπόν, να βρούμε την αποτελεσματική συμμετοχή, χωρίς να πλήττεται η λειτουργικότητα του Κράτους. Δυστυχώς, δεν μπορεί να βρεθεί λύση στο πρόβλημα αυτό…

Τουμάζος Τσελεπής: Άσοφη κίνηση ενδεχόμενη αναθεώρηση του πλαισίου λύσης

Οι προτάσεις είχαν υποβληθεί το 1989, τέλη ’89 με αρχές τού ‘90. Για την εποχή που είχαν υποβληθεί, ήταν μια πολύ σωστή κίνηση. Διότι, τότε βρισκόμασταν στα αρχικά στάδια μιας διαδικασίας, θυμάστε, τότε, με την εκλογή του Γιώργου Βασιλείου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, καθώς θα άρχιζε μια νέα προσπάθεια την περίοδο εκείνη. Η υποβολή των προτάσεων εξυπηρετούσε δύο πολύ σημαντικούς στόχους: Ο ένας ήταν εσωτερικός στόχος:

Να δούμε πού στεκόμαστε εσωτερικά ως πολιτικό σύστημα και πολιτικές δυνάμεις, αν μπορούμε να έχουμε ένα μίνιμουμ ενότητας και σύμπνοιας των πολιτικών κομμάτων ως προς τα βήματα που έπρεπε να γίνουν. Ο δεύτερος ήταν για να δείξουμε στην άλλη πλευρά, αλλά και γενικότερα στη διεθνή κοινότητα, τα όρια εντός των οποίων μπορούσαμε να κινηθούμε, όσον αφορά το διαπραγματευτικό πλαίσιο.

Όμως, επαναλαμβάνω, επρόκειτο για προτάσεις στα αρχικά στάδια μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας, γεγονός πολύ σημαντικό Δηλαδή, ήταν προτάσεις που είχαν ένα διαπραγματευτικό περιθώριο, το οποίο κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια, καθώς ο καθένας έχει και προτάσσει, κατά αναπόφευκτο τρόπο, τις δικές του ερμηνείες. Με κάποιο τρόπο, ωστόσο, η βάση ήταν εκεί.

Σήμερα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική, καθώς έχει κυλήσει πάρα πολύ νερό στα αυλάκι της διαπραγμάτευσης, έχουν γίνει συνομιλίες επί συνομιλιών, υπάρχουν προχωρημένες συγκλίσεις τουλάχιστον σε τέσσερα κεφάλαια του Κυπριακού, της εσωτερικής πτυχής, ενώ σημαντική σύγκλιση υπάρχει και στο εδαφικό που αφορά στα ποσοστά εδάφους της τουρκοκυπριακής κοινότητας και, συνεπώς, το να έρθεις αυτήν τη στιγμή και να υποβάλεις προτάσεις υπό την μορφήν ολοκληρωμένης λύσης, θα είναι τουλάχιστον άστοχο.

Γιατί, θα θεωρηθεί, πρώτα-πρώτα, ότι αναιρείς όλα όσα έχουν μεσολαβήσει. Πρέπει να ξεκινάμε από αυτά που έχουν οδηγηθεί σε σύγκλιση και να τα σεβόμαστε, χωρίς να τα διαπραγματευόμαστε εξ υπαρχής. Επιπρόσθετα, είναι απολύτως βέβαιον, εάν ξεκινήσουμε ως ε/κ κοινότητα μια τέτοια συζήτηση, ότι θα μας βγει και η τ/κ πλευρά από την «ανάποδη», προβαίνοντας σε ανάλογη κίνηση με δικές της προτάσεις, οι οποίες θα διευρύνουν το χάσμα που υπάρχει αυτήν τη στιγμή, διότι θα δώσουμε την ευκαιρία στους Τ/κ να απαγκιστρωθούν και από συγκλίσεις πολύ σημαντικές για την πλευρά μας, όπως είναι το θέμα της εισροής Τούρκων πολιτών, το θέμα των λεγόμενων τριών single – μια κυριαρχία, μια διεθνής προσωπικότητα, μια ιθαγένεια -, την οποία έχουν αποδεχτεί στο κοινό ανακοινωθέν Χριστόφια – Ταλάτ, αφού έως τότε ήταν μόνο θέση δική μας και των Ηνωμένων Εθνών.

Υπάρχουν και ένα σωρό άλλα ζητήματα, όπως το πώς θα ρυθμίζονται οι τρεις βασικές ελευθερίες – διακίνηση, εγκατάσταση, απόκτηση περιουσίας χωρίς περιορισμούς. Κατά συνέπειαν, δεν νομίζω ότι θα ήταν σοφή κίνηση εάν το πράτταμε αυτό. Καθώς θα εκλαμβανόταν και διεθνώς ως μια ενέργεια αντιπαραγωγική. Άρα, το κάθε πράγμα γίνεται στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και την ώρα που πρέπει.

Γιώργος Κολοκασίδης: Ποια η χρησιμότητα μιας εικονικής συνδιαβούλευσης;

Από τα λίγα πράγματα για τα οποία ήμουν περήφανος κατά τη διαδρομή μου στην πολιτική ζωή του τόπου, ήταν η συμμετοχή μου στο Εθνικό Συμβούλιο. Μάλλον ως αποτέλεσμα πλάνης. Είχα την εντύπωση ότι το Εθνικό Συμβούλιο επιτελούσε εθνική αποστολή. Μακράν τούτου. Έχοντας θητεύσει στον θεσμό για περίοδο τεσσάρων ετών, έχω καταλήξει στα εξής συμπεράσματα: Τουλάχιστον κατά την περίοδο που διετέλεσα μέλος, είναι ζήτημα αν το ΕΣ συνέτεινε στην αλλοίωση ή στη συνδιαμόρφωση έστω και μερικών κυβερνητικών αποφάσεων.

Και αυτό δεν έχει σχέση με τον συμβουλευτικό χαρακτήρα του θεσμού, ο οποίος είναι δεδομένος. Έχει σχέση με τη σοβαρότητα με την οποία περιβάλλεται. Στις πλείστες περιπτώσεις, οι κρατικές αποφάσεις ήταν ήδη ειλημμένες. Σε άλλες περιπτώσεις, χειρότερες, όχι απλώς οι αποφάσεις ήταν ειλημμένες, αλλά και τα συζητούμενα στο Εθνικό έγγραφα – προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς είχαν ήδη εγχειρισθεί στην τουρκική πλευρά.

Δεν θα ξεχάσω μια τέτοια περίπτωση όταν συνεστήθησαν άρον – άρον υποεπιτροπές του Εθνικού Συμβουλίου για να συζητήσουν και να τροποποιήσουν ελληνοκυπριακές προτάσεις που είχαν ήδη υποβληθεί. Συζητούσαμε για μέρες τροποποιήσεις σε έγγραφα που δεν υπήρχε περίπτωση να αποσυρθούν και να επαναϋποβληθούν.

Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, είναι ζήτημα αν ετέθησαν μερικές απόψεις που να μην είχαν ακουστεί και έξω από το Εθνικό Συμβούλιο. Δηλαδή, ελάχιστοι συμμετέχοντες, ελάχιστες φορές διατύπωσαν απόψεις που ήταν εκτός του δημοσίως διακηρυχθέντος κομματικού τους πλαισίου. Νομίζω ότι κατά τη διάρκεια της θητείας μου δεν έγινε ποτέ εκ βαθέων συζήτηση επί του πρακτέου. Και αν έγινε, δεν κρατήθηκε εμπιστευτική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο καθένας μπορεί να συναγάγει τη χρησιμότητα του θεσμού. Αυτή η περιγραφή της λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου εκ των πραγμάτων επικαθορίζει και τη σημασία των αποφάσεών του. Ήμουν παρών κατά τη λήψη μίας εκ των ομόφωνων αποφάσεων του Εθνικού Συμβουλίου: Αυτής του Σεπτεμβρίου 2009. Κατά καιρούς θα ακούσετε να τυγχάνει επίκλησης. Η απόφαση ως περιεχόμενο είχε και καλά στοιχεία. Ενδεικτικό, όμως, της βαρύτητας της απόφασης είναι ότι ακόμη και κατά τη στιγμή που λαμβανόταν η απόφαση, ο Πρόεδρος Χριστόφιας υπέβαλλε προτάσεις που αντέκειντο στο περιεχόμενο της απόφασης.

Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Ήταν καλύτερα να βγει ή να μην βγει η ομόφωνη αυτή απόφαση; Φρονώ ότι ήταν καλύτερα να εκδηλωθεί η διαφωνία και να βγει προς τους πολίτες, παρά να υπάρξει μια τεχνητή σύγκλιση, η οποία συγκάλυψε τις πραγματικές διαφωνίες και δεν είχε καμία, μα καμία, επίδραση στην ασκούμενη πολιτική. Είναι πάγιο πρόβλημα της πολιτικής λειτουργίας μας ότι ικανοποιούμεθα με τη βιτρίνα, παρά με το περιεχόμενο. Προτιμούμε μια λεία επιφάνεια και ας κρύβει στο βάθος της σαπίλα. Ακούω, συχνά, πολίτες να λεν στους πολιτικούς «βρείτε τα, μονοιάστε». Πώς μπορεί, όμως, να γίνει αυτό, όταν υπάρχουν ουσιαστικές αποκλίσεις;

Τώρα, πώς μπορεί να καταστεί ο θεσμός χρήσιμος; Χρειάζεται αλλαγή διαδικαστική, αλλά και νοοτροπίας. Πρέπει να διασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα των συζητουμένων. Όποιος συλλαμβάνεται να αφήνει να διαρρεύσουν πληροφορίες, πρέπει να αποβάλλεται. Πέραν τούτου, όμως, πρέπει ο κάθε συμμετέχων να συναισθάνεται την προσωπική ευθύνη της συμμετοχής του. Δεν πρέπει να συμμετέχει τόσο ως κομματικός εκπρόσωπος, αλλά ως πολιτικός με αίσθηση προσωπικής ευθύνης. Αν οι συζητήσεις παύσουν να είναι ξύλινη επανάληψη κομματικών θέσεων, τότε ίσως να τύχουν και περισσότερου σεβασμού από τους συμμετέχοντες. Ίσως, τότε, κάποιες ομόφωνες αποφάσεις αποκτήσουν τέτοια πολιτική βαρύτητα που να εφαρμοστούν στην πράξη.

ΠΗΓΗ:http://www.sigmalive.com/simerini/politics/450179/mia-arxaia-istoria-me-pollous-metaafigites