Ελλάδα Και ΝΑΤΟ: Η Αποχώρηση Από Το Στρατιωτικό Σκέλος Το 1974

Print Friendly, PDF & Email

29.11.2017

ΤΗΣ  ΡΩΞΑΝΗΣ ΚΑΠΑΝΤΖΑΚΗ

Το 1974 η Ελλάδα -εν μέσω ενός οξυμένου πολιτικά κλίματος που είχε δημιουργηθεί από την πολιτική της χούντας, και σε συνάφεια με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο- αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (Ν.Α.Τ.Ο.). Προκειμένου να γίνει κατανοητή η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Έλληνα Πρωθυπουργού της περιόδου εκείνης, πρέπει να αναφερθούν οι λόγοι που τον οδήγησαν να προβεί σε αυτήν την ενέργεια.

Επί της ουσίας, στην Ελλάδα από το 1967 η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των συνταγματαρχών. Στα χρόνια της χούντας οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α.), αποδοκιμάζοντας το πραξικόπημα, ανέστειλαν την αποστολή βαρέων όπλων. Το εμπάργκο, όμως, δεν κράτησε πολύ (λόγω του Αραβο-Ισραηλινού πολέμου του 1967 και της σοβιετικής επεμβάσεως στην Τσεχοσλοβακία το 1968), ωθώντας τις Η.Π.Α. να επιτρέψουν την παράδοση ορισμένων όπλων, ενώ την ίδια στιγμή οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα συνέχιζαν να λειτουργούν (Βαληνάκης, 1980). Έτσι, υπήρχε η αίσθηση στον λαό ότι οι Η.Π.Α. παρείχαν υποστήριξη στο στρατιωτικό καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα δεν ήταν επαρκώς εξοπλισμένη στρατιωτικά για να αντιμετωπίσει μια εχθρική απειλή προερχόμενη από μια χώρα όπως η Τουρκία, και βρισκόταν εκτεθειμένη.

Η κλιμάκωση των γεγονότων ξεκίνησε με την εντολή από την Αθήνα στις δυνάμεις της εθνικής φρουράς στην Κύπρο να προχωρήσουν σε πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 1974 – γεγονός που πυροδότησε την αντίδραση των Τούρκων. Έτσι, η Τουρκία προσέγγισε την Αγγλία με αίτημα τη στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο, και με πρόσχημα ότι παραβιάζεται η Συνθήκη Εγγυήσεως (Βαληνάκης, 1980). Βάσει αυτής της Συνθήκης, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία ήταν υπεύθυνες για την ανεξαρτησία και την ασφάλεια της Κύπρου ενώ, σε περίπτωση παραβιάσεώς της, αν δεν βρισκόταν λύση μέσω διαβούλευσης των τριών εγγυητριών δυνάμεων, κάθε μια από αυτές έπρεπε να δράσει ως όφειλε, με γνώμονα την επαναφορά της προηγούμενης κατάστασης (in.gr, n.d.). Κατόπιν αρνήσεως της Αγγλίας να συμμετάσχει στο τουρκικό εγχείρημα, στις 20 Ιουλίου 1974 γίνεται η πρώτη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, όπου οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις δεν παρουσίαζαν συνοχή, εξαιτίας του πραξικοπήματος που είχε προηγηθεί. Έτσι, υπήρξε μόνο σποραδική αντίσταση απέναντι στους Τούρκους (Κουρής, 2009). Επιπλέον, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν προετοιμασμένες, καθώς πολλοί αξιωματικοί είχαν απομακρυνθεί από τη θέση τους κατά τη διάρκεια της χούντας ενώ, παράλληλα, παραγγελίες όπλων που είχαν γίνει, καθυστερούσαν στην παράδοσή τους (Βαληνάκης, 1980).

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε την πρωθυπουργία στις 24 Ιουλίου 1974, είχε να αντιμετωπίσει ένα πολύ δύσκολο έργο. Το κράτος, ο στρατός και οι θεσμοί βρίσκονταν υπό κατάρρευση, και έπρεπε επειγόντως να αναδομηθούν ενώ, από την άλλη, ο λαός είχε αγανακτήσει και απογοητευτεί με την τροπή που είχε πάρει η υπόθεση στο Κυπριακό, αλλά και με την ευάλωτη θέση της Ελλάδας εν μέσω των διεθνών συγκυριών (Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου, 2013). Τα όργανα της χούντας -που ακόμα είχαν στον έλεγχό τους ορισμένους διοικητικούς τομείς- έπρεπε να απομακρυνθούν, και να υπάρξει άμεση λύση επί της τουρκικής απειλής (Σβολόπουλος, 2008).

Σε διεθνές επίπεδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών καταδίκασε την τουρκική εισβολή, και εξέδωσε Ψήφισμα που προέβλεπε την κατάπαυση του πυρός – με τους Τούρκους, πάραυτα, να το παραβιάζουν. Στη Γενεύη γίνονται διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή των τριών εγγυητριών δυνάμεων για την Κύπρο -ήτοι της Ελλάδας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Τουρκίας-, καταλήγοντας σε κοινή συμφωνία για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο (Σβολόπουλος, 2008). Επειδή, όμως, παρόλο που συνεχιζόταν η διάσκεψη στη Γενεύη, οι Τούρκοι προέβησαν σε δεύτερη εισβολή, ο Καραμανλής είχε την επίγνωση ότι έπρεπε να λάβει μια απόφαση σχετικά με την αποχώρηση της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο. ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ελλείψει ισχυρών συμμαχιών σε διεθνές επίπεδο, και με τις Η.Π.Α. και τη Βρετανία να μένουν αδρανείς εν όψει της τουρκικής ενέργειας (Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου, 2013).

Συγκεκριμένα, στις 14 Αυγούστου 1974 γίνεται και δεύτερη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και, αυτή τη φορά, δεν φέρει κάποιο πρόσχημα, αλλά φαίνεται ότι ήταν ένα προμελετημένο σχέδιο. Το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε την εισβολή σε έκτακτη συνεδρίασή του, ωστόσο η εφαρμογή των αποφάσεών του κρίνεται ανεπαρκής, εξαιτίας της αδυναμίας επιβολής κυρώσεων έναντι των κρατών που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο (Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου, 2013).

Κατόπιν της δεύτερης εισβολής, ο Καραμανλής λαμβάνει την απόφαση για αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο. Ήταν μια απόφαση που έπρεπε να ληφθεί -όπως υποστήριξε ο ίδιος- λόγω της αγανάκτησης του ελληνικού λαού, αλλά και της αδυναμίας του Ν.Α.Τ.Ο. να σταματήσει την τουρκική εισβολή, λόγω του Άρθρου 5 που προσφέρει προστασία από εξωτερική -και όχι από ενδοσυμμαχική- επίθεση. Επίσης, όντας εντός της Συμμαχίας, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αναλάβει δράση έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, καθώς οι αξιωματούχοι του Ν.Α.Τ.Ο. όριζαν τη διάταξη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων βάσει του Άρθρου 5 για την αντιμετώπιση του εισβολέα. Η αποχώρηση χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης για την επίλυση του Κυπριακού (Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου, 2013).

Εν ολίγοις, η ελληνική στάση αποτελούσε μια πράξη διαμαρτυρίας έναντι της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και της αδυναμίας της να αποτρέψει τη δημιουργία πρόσφορου εδάφους για σύρραξη μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (Σβολόπουλος, 2008). Ουσιαστικά, ο Καραμανλής πήρε την εν λόγω απόφαση λαμβάνοντας υπόψιν το αντιαμερικανικό αίσθημα που είχε δημιουργηθεί στον λαό λόγω της μη δραστικής επιβολής περιορισμών στην Τουρκία, ενώ έθεσε και θέμα παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα (Clogg, 2003).

Στη συνέχεια, γίνεται διακοπή της συμμετοχής των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε ασκήσεις του Ν.Α.Τ.Ο., και της συμμετοχής στην Επιτροπή Αμυντικής Σχεδίασης – ενός ανώτατου οργάνου της Συμμαχίας (Βαληνάκης, 1980). Σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Ερευνών του Κογκρέσου (Congressional Research Service, 1975), το ενδεχόμενο ασυνέχειας στον έλεγχο της περιοχής που καλύπτουν η Ελλάδα και η Τουρκία θα προκαλούσε προβλήματα στη νατοϊκή πτέρυγα της ανατολικής Μεσογείου, και η προστασία των Στενών θα έφερε μεγάλο κόστος από άποψη οικονομική, ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού, ενώ η διαδρομή των πετρελαιοφόρων με κατεύθυνση την Ευρώπη ίσως να χρειαζόταν να αλλάξει σε περίπτωση πολέμου στην περιοχή. Επίσης, οι βάσεις στη Νέα Μάκρη και στην Κρήτη δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πια. Τελικώς, όμως, θεωρείται ότι η αποχώρηση από το Ν.Α.Τ.Ο. ήταν πολύ πιο επιζήμια για την Ελλάδα, παρά για την ίδια τη Συμμαχία. Συνεπώς, η αποχώρηση της Ελλάδας δεν θορύβησε τόσο τη Συμμαχία – όπως περίμενε η ελληνική πλευρά.

Πλέον, το νατοϊκό στρατηγείο στη Σμύρνη είχε Τούρκο διοικητή, και το Ν.Α.Τ.Ο. είχε τον επιχειρησιακό έλεγχο στον εναέριο χώρο της περιοχής, ενώ πριν στη Σμύρνη υπήρχε Αμερικανός διοικητής, με δύο Τούρκους και έναν Έλληνα ως υποδιοικητές (The New York Times, 1983). Με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκε πρόβλημα στον καθορισμό των περιοχών επιχειρησιακού ελέγχου (Βαληνάκης, 1980).

Τον Οκτώβριο του 1975 η ελληνική πλευρά γνωστοποίησε το σχέδιο που είχε για την επανένταξή της, με όρους όπως, για παράδειγμα: α) η χορήγηση άδειας από την ελληνική Κυβέρνηση σε περίπτωση που κράτη-μέλη της Συμμαχίας επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τον ελληνικό εναέριο, θαλάσσιο και ηπειρωτικό χώρο, και β) ότι σε καιρό πολέμου οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα υπάγονται στο Ν.Α.Τ.Ο. μόνο για στρατιωτικές επιχειρήσεις (Βαληνάκης, 1980). Από τις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των δύο πλευρών για την υλοποίηση της επανένταξης της Ελλάδας, ξεχωρίζει το σχέδιο Rogers το 1980, λίγο πριν η Ελλάδα μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το σχέδιο Rogers ήταν μια συμφωνία που η τότε Κυβέρνηση έκρινε ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας, καθώς θεωρήθηκε ότι η Ελλάδα θα επανερχόταν στη Συμμαχία με το καθεστώς που είχε πριν την αποχώρησή της (Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου, 2013). Κατ’ ουσίαν, όμως, η συμφωνία αυτή άφηνε ασαφή τα όρια του επιχειρησιακού ελέγχου του στρατηγείου της Λάρισας, που βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση, χωρίς να κατοχυρώνει τον έλεγχο του Αιγαίου από την ελληνική αεροπορία, ενώ το ελληνικό ναυτικό δεν μπορούσε πλέον να ασκεί απόλυτο έλεγχο στην περιοχή του Αιγαίου, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο παραχώρησης του ελέγχου αυτής σε Τούρκο διοικητή, κατόπιν συνεννοήσεως του νατοϊκού με το ελληνικό στρατηγείο (Η Καθημερινή, 2010).

Έτσι, η Ελλάδα επέστρεψε στο Ν.Α.Τ.Ο. το 1980 με έγκριση της Επιτροπής Αμυντικής Σχεδίασης της Συμμαχίας και του Υπουργικού Συμβουλίου στην Αθήνα (Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου, 2013). Όμως, η δημιουργία του επιχειρησιακού πλαισίου που διαμορφωνόταν από το σχέδιο Rogers δεν περιείχε ξεκάθαρο προσδιορισμό περιοχών επιχειρησιακής ευθύνης – κάτι το οποίο, εν τέλει, ώθησε την ελληνική πλευρά με υπόμνημά της να θέσει την εν λόγω συμφωνία σε μερική αναστολή το 1982. Ο κύριος λόγος ήταν ότι η Τουρκία έδινε τη δική της αυθαίρετη ερμηνεία στη συμφωνία σχετικά με τον επιχειρησιακό έλεγχο στο Αιγαίο. Παρά την απόφαση αυτή, η σχέση Ελλάδας-Ν.Α.Τ.Ο. δεν άλλαξε (Βαληνάκης, 1980).

Συμπερασματικά, μετά την απόφαση της χούντας να προχωρήσει στο πραξικόπημα της Κύπρου, δίνοντας έτσι αφορμή στην Τουρκία να εισβάλει στη νήσο, η Ελλάδα βρέθηκε σε μεταβατικό στάδιο τόσο ως προς την επανεγκαθίδρυση της δημοκρατίας, όσο και ως προς την αναδιοργάνωση του κράτους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε να διεκπεραιώσει μια δύσκολη αποστολή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οπότε και έπρεπε να διατηρηθούν οι ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, και να αντιμετωπιστεί η επιθετικότητα των Τούρκων. Η Ελλάδα αποτελούσε ένα πολύπαθο κράτος, όπου ο λαός δυσπιστούσε έναντι των Αμερικανών, και είχε απογοητευτεί με την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο. Η χώρα έφερε μεγάλα πλήγματα στον στρατιωτικό και στον διοικητικό τομέα, η αναδόμηση των οποίων ήταν επείγουσα, αλλά απαιτούσε χρόνο. Αυτό το κενό το εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι, προβαίνοντας και στη δεύτερη εισβολή ενώ, μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο., προέβαλαν τα δικά τους αιτήματα στον χώρο του Αιγαίου – γεγονός που οδήγησε την Ελλάδα στη διαδικασία επανένταξης, ιδίως λόγω έλλειψης της επιθυμητής ανταπόκρισης εκ μέρους των Αμερικανών.

Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι, από το 1980 και έπειτα, η Ελλάδα συμμετέχει κανονικά και στο πολιτικό και στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας, ενώ αποτελεί ένα εκ των 5 κρατών-μελών (μαζί με τις Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο, την Εσθονία και την Πολωνία) που καταβάλουν το ελάχιστο ορισμένο ποσοστό συμμετοχής στον προϋπολογισμό της, το οποίο ανέρχεται στο 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Szoldra, 2017).

Πηγές:

1.Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου, Ε. (2013). Η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1974. Διδακτορική Διατριβή. https://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/15663

2.Βαληνάκης, Γ. (1980). Εισαγωγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Εκδόσεις Παρατηρητής.

3.Η Καθημερινή. (2010). Η συμφωνία Ρότζερς και οι ελληνικές παραχωρήσεις. http://www.kathimerini.gr/414468/article/epikairothta/politikh/h-symfwnia-rotzers-kai-oi-ellhnikes-paraxwrhseis

4.In.gr. (n.d.) Το δίλημμα της Κύπρου: Εγγυήτριες δυνάμεις.http://archive.in.gr/news/reviews/placeholder.asp?lngReviewID=528973&lngChapterID=-1&lngItemID=530166

5.Κουρής, Ν. (2009). Αιγαίο: Η μακροχρόνια διαμάχη και ο ρόλος των Αμερικανών. Εκδόσεις Λιβάνη.

6.Σβολόπουλος, Κ. (2008). Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1945-1981. Εκδόσεις Εστία.

7.Clogg, R. (2003). Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770-2000. Εκδόσεις Κάτοπτρο.

8.Congressional Research Service. (1975). Greece and Turkey: Some military implications related to NATO and the Middle East. https://babel.hathitrust.org/cgi/pt?id=pur1.32754077263618;view=1up;seq=2

9.The New York Times. (1983). Greece refuses to join in NATO maneuvers. http://www.nytimes.com/1983/03/06/world/greece-refuses-to-join-in-nato-maneuvers.html

10.Szoldra, P. (2017). ‘Here’s who is paying the agreed -upon share to NATO- and who isn’t’. http://www.businessinsider.com/nato-share-breakdown-country-2017-2

ΠΗΓΗ:https://powerpolitics.eu/ελλάδα-και-νατο-η-αποχώρηση-από-το-στρα/?utm_source=άμυνα-ασφάλεια-ιστορία-στρατηγική&utm_medium=email&utm_campaign=newsletter&utm_content=automated-%7Bchannel+numer%7D-%7Bemail+id%7D