ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ  ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ 

Print Friendly, PDF & Email

 

ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΕΥΧΟΣ 39

της Ευαγγελίας Σιοτρόπου Περδίκη,
Αντισυνταγματάρχη (ΝΟΜ)
Νομικός Σύμβουλος – Εμπειρογνώμων Διεθνούς Δικαίου 

Προοίμιο 

Το θέμα των στρατιωτικών δραστηριοτήτων στη θάλασσα αποτελεί ένα ζήτημα ιδιαίτερης επικαιρότητας. Το παρόν άρθρο δεν επιδιώκει τη νομική εμβάθυνση, αλλά συνιστά μια αναφορά των νομικών παραμέτρων του διεθνούς δικαίου επί του θέματος, προσβλέποντας στην ενημέρωση του μέσου αναγνώστη για τη νομιμότητα των στρατιωτικών δράσεων στη θάλασσα, με στόχο την απλουστευμένη παρουσίαση των συναφών θεμάτων. 

Η νομική διάσταση της θάλασσας 

Η θάλασσα πάντοτε υπήρξε ένα προστατευόμενο αγαθό όλης της ανθρωπότητας, μια πηγή βιολογικού πλούτου, ένα μέσο επικοινωνίας, μια πηγή εμπορικών δραστηριοτήτων, αλλά και πεδίο επιστημονικής έρευνας, με στόχο τη προαγωγή της γνώσης. Ταυτόχρονα η θάλασσα αποτελεί και ένα πεδίο αντιπαράθεσης και προσπάθειας επιβολής της ναυτικής ισχύος των κρατών. 

Από νομικής πλευράς η θάλασσα συνιστά ένα πεδίο εφαρμογής νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (ΔΤΘ) αποτελεί το νομικό πλαίσιο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των κρατών στη θάλασσα. Σε συνέχεια των 4 Συμβάσεων της Γενεύης του 1958, κορωνίδα της κωδικοποίησης του δικαίου της θάλασσας αποτελεί η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982),1 η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη και έχει κυρωθεί από 167 κράτη. Πλήθος των διατάξεών της έχουν εθιμικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται και από τα κράτη που δεν την έχουν υπογράψει ή κυρώσει. Οι διατάξεις της Σύμβασης ΔτΘ (1982) περιλαμβάνουν ρυθμίσεις που αφορούν τόσο στα κράτη που βρέχονται από θάλασσα (παράκτια), όσο και αυτά που δεν διαθέτουν ακτές (περίκλειστα). 

Η θάλασσα διακρίνεται στα εξής μέρη: επιφάνεια, θαλάσσια μάζα (στήλη του νερού) και βυθός (επιφάνεια και υπέδαφος). Στις διαβαθμίσεις αυτές δύναται να ασκούνται, ταυτόχρονα ή/ και μεμονωμένα, δικαιώματα και υποχρεώσεις από τα κράτη. Σε ό,τι αφορά στην επιφάνεια, η θάλασσα διαχωρίζεται σε θαλάσσιες ζώνες, οι οποίες κάθε μια διέπονται από το αντίστοιχο νομικό καθεστώς: Εσωτερικά Ύδατα (ΕΥ), Χωρική Θάλασσα (ΧΘ) ή αλλιώς Αιγιαλίτιδα Ζώνη, Συνορεύουσα Ζώνη (ΣΖ), Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και Υφαλοκρηπίδα (ΥΦ). Πέραν από τις θαλάσσιες ζώνες όπου ένα κράτος ασκεί κυριαρχία ή/ και κυριαρχικά δικαιώματα εκτείνεται η Ανοικτή Θάλασσα (ΑΘ). Σημειώνεται ότι τα Εσωτερικά Ύδατα (ΕΥ) δεν αποτελούν θαλάσσια ζώνη, αλλά συνδέονται άμεσα με τη ΧΘ, η οποία είναι η βασική θαλάσσια ζώνη, με βάση την οποία υπολογίζονται και οι λοιπές θαλάσσιες ζώνες. 

Σε κάθε θαλάσσια ζώνη ασκούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις, που αφορούν είτε ένα μέρος αυτής (π.χ. επιφάνεια, βυθός) είτε το σύνολό της (επιφάνεια, θαλάσσια μάζα, βυθός, υπέδαφος). 

Η νομική βάση για τις στρατιωτικές δραστηριότητες στη θάλασσα διαφοροποιείται ανάλογα με την περίοδο που αυτές υλοποιούνται: περίοδος ειρήνης – περίοδος ένοπλης σύρραξης. Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στην ειρηνική περίοδο και στις προβλέψεις της Σύμβασης για το ΔτΘ (1982). 

Κατά την ειρηνική περίοδο η στρατιωτική χρήση των θαλασσών από τα κράτη μέσω των πολεμικών τους πλοίων συνάδει με τη ναυτική τους ισχύ και την ανάγκη (ή το πρόσχημα) της προστασίας της εθνικής τους ασφάλειας σε συνάρτηση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των λοιπών κρατών. 

Η στρατιωτική χρήση της θάλασσας 

Η στρατιωτική χρήση της θάλασσας αποτελεί ένα επίκαιρο ζήτημα διαρκούς διένεξης μεταξύ των κρατών. Τα κράτη, ειδικότερα τα παράκτια, μέσω των πολεμικών τους πλοίων και υπό το φως της διεθνούς νομοθεσίας, προσπαθούν είτε να εξουσιάσουν ένα μέρος της θάλασσας είτε να το εκμεταλλευτούν για κρατικούς σκοπούς. Τα διεθνή ύδατα που εκτείνονται πέραν των θαλασσίων ζωνών κρατικής δικαιοδοσίας εξακολουθούν να αποτελούν πεδίο «ειρηνικής» αντιπαράθεσης των κρατών υπό το πρόσχημα της άσκησης των ελευθεριών της ΑΘ. Δεν είναι λίγες επίσης οι φορές που η αρχή της ελευθερίας των θαλασσών τυγχάνει τέτοιας διαστρέβλωσης και κατάχρησης, ώστε να χάνει το πραγματικό της νόημα. 

Οι στρατιωτικές χρήσεις της θάλασσας δύνανται να λάβουν μια σειρά μορφών, όπως: 

–  Εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων και γυμνασίων.

–  Δημιουργία πεδίων βολών σε μεγάλες θαλάσσιες περιοχές.

–  Εγκατάσταση μονίμων πλωτών εγκαταστάσεων για στρατιωτικούς σκοπούς.
– Διατήρηση αγκυροβολίων σε διεθνή ύδατα σε θαλάσσια σημεία, όπου διευκολύνεται η αγκυροβολία για σκοπούς ανεφοδιασμού.
– Πόντιση πολεμικού υλικού στον βυθό για τους σκοπούς στρατιωτικής επιτήρησης ή/ και παρατήρησης. 

– Εκτέλεση υποβρύχιων ερευνών με προοπτική αμυντικής αξιοποίησης (π.χ. διερεύνηση περιοχών βυθού καταλλήλων για την επικάθιση υποβρυχίων).
– Απόρριψηστρατιωτικούυλικούστονβυθόείτεμετάαπόάσκησηείτελόγωπαλαιότητας, κ.ά. 

Από τις ανωτέρω δραστηριότητες η νομιμότητα εκτέλεσης στρατιωτικών ασκήσεων και γυμνασίων έχει δεχθεί μια σειρά αμφισβητήσεων. Είναι πιο δόκιμο να γίνεται αναφορά σε «νομιμοποίηση» παρά σε νομιμότητα τέτοιων δραστηριοτήτων, καθόσον η διεξαγωγή τους πολλές φορές κινείται στα όρια της νομιμότητας. 

Η νομιμοποίηση είναι εφικτή είτε μέσω της επίκλησης των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου είτε μέσω της διασταλτικής ερμηνείας γενικών ή ελλειμματικών διατάξεων του δικαίου της θάλασσας (εθιμικού και συμβατικού) είτε μέσω της έλλειψης συναφών διατάξεων. Η τυχόν έλλειψη νομοθετικών διατάξεων οφείλεται συνήθως σε απουσία της ανάλογης πολιτικής βούλησης, εκφραζόμενη μέσω της νομοθετικής παράλειψης. Συχνό φαινόμενο αποτελεί και η κακή χρήση ή/ και η κατάχρηση των παρεχόμενων νομικών δικαιωμάτων και δυνατοτήτων. 

Οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1958 αλλά και η Σύμβαση ΔτΘ του 1982 πραγματεύονται σε γενικό πνεύμα τη χρησιμοποίηση των θαλασσών για ειρηνικούς σκοπούς. Κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών των ανωτέρω συμβατικών κειμένων τα κράτη ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικά (μάλλον δεν επιθυμούσαν) ως προς την συμπερίληψη ειδικών διατάξεων για τα θέματα της στρατιωτικής χρησιμοποιήσεως των θαλασσών ή να προτείνουν ρυθμίσεις και κανόνες που θα μπορούσαν να εφαρμόζονται κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ακόμη και εκείνων που λαμβάνουν χώρα κατά την περίοδο της ειρήνης.2 

Το νομικό καθεστώς του πολεμικού πλοίου 

Οι στρατιωτικές δραστηριότητες στη θάλασσα συνδέονται άρρηκτα (ή και χρησιμοποιούν) το καθεστώς των δικαιοδοσιών και των κρατικών ασυλιών του πολεμικού πλοίου. Και τούτο διότι το πολεμικό πλοίο αποτελεί βασικό μέσο για τη διεξαγωγή τους και την επίδειξη της κρατικής δύναμης στη θάλασσα. 

Κατά την ειρηνική περίοδο η νομιμότητα ή/ και νομιμοποίηση της στρατιωτικής χρήσης της θάλασσας αντιμετωπίζεται από τα κράτη αναλόγως της ναυτικής τους ισχύος και της ανάγκης (ή το πρόσχημα) της προστασίας της εθνικής τους ασφάλειας, σε συνάρτηση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των λοιπών κρατών κατά τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου. 

Το νομικό καθεστώς του πολεμικού πλοίου βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις στρατιωτικές δραστηριότητες στη θάλασσα. 

Σύμφωνα με το άρθρο 29 της Σύμβασης ΔτΘ (1982), η οποία επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 8 της Σύμβασης της Γενεύης για την ΑΘ (1958), πολεμικό πλοίο είναι «το πλοίο που ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους, φέρει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τέτοια πλοία της εθνικότητός του, βρίσκεται υπό τη διοίκηση Αξιωματικού τοποθετημένου από την Κυβέρνηση του Κράτους του οποίου το όνομα εμφαίνεται σε σχετική επετηρίδα ή ανάλογο πίνακα, και είναι επανδρωμένο με πλήρωμα υπό κανονική στρατιωτική πειθαρχία»

Το πολεμικό πλοίο, επιφανείας ή βυθού (υποβρύχιο), ως δημόσιο πλοίο αποτελεί στοιχείο δημόσιας υπηρεσίας της άμυνας κάθε κράτους. Ασκεί μια σειρά κυριαρχικών δικαιοδοσιών στις ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας του κράτους σημαίας του, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί και μια σειρά δικαιοδοσιών καταστολής των παράνομων πράξεων στην ΑΘ και δικαιωμάτων ελέγχου κι επιβολής της νομοθεσίας. Πρόκειται για το δικαίωμα επίσκεψης και έρευνας, όπως ρυθμίζεται με το Άρθρο 110 της Σύμβασης ΔτΘ του 1982 (Right of Visit) και το δικαίωμα της συνεχούς καταδίωξης (Right of Hot Pursuit) υπό τους όρους του Άρθρου 111 της ιδίας Σύμβασης. 

Παράλληλα με τις δικαιοδοσίες το πολεμικό πλοίο απολαμβάνει όλες τις ελευθερίες και τις χρήσεις που απορρέουν από το καθεστώς της ΑΘ (άρθρο 87 Συμβάσεως ΔτΘ 1982). Προς εκπλήρωση του σκοπού του, ως φορέως άσκησης δημόσιας εξουσίας αλλά και συνάμα αναγνώρισης του κράτους σημαίας ως ενεργό υποκείμενο της διεθνούς κοινότητας, το πολεμικό πλοίο έχει μια σειρά προνομίων και ασυλιών οπουδήποτε βρίσκεται, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στη διπλωματική του προστασία, αλλά αφορούν κυρίως στην ευθύνη του κράτους σημαίας του για κάθε παράπτωμα ή ζημία προκληθεί από το σκάφος ή μέλος του πληρώματός του. 

Ειδικότερα, αναγνωρίζεται ασυλία και ετεροδικία για τις δραστηριότητες των προσώπων που στελεχώνουν το πολεμικό πλοίο και οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «πράξεις εξουσίας» (acta jure imperii), όταν δηλαδή λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια που το στέλεχος βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε αλλοδαπή επικράτεια. Το κράτος σημαίας του πολεμικού πλοίου ασκεί διοικητική, ποινική και αστική δικαιοδοσία στα μέλη του πληρώματος του πολεμικού πλοίου, εφόσον βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, έστω και εκτός του πλοίου (αστική και ποινική ετεροδικία). Αντιθέτως για όσες πράξεις αποτελούν διαχείριση (acta jure gestionis), δηλαδή όταν οι πράξεις των προσώπων δεν περιέχουν το στοιχείο άσκησης της δημόσιας υπηρεσίας, αλλά ανάγονται σε προσωπικό επίπεδο καθημερινότητας, τότε η δικαιοδοσία επί αυτών ανήκει στην αρμοδιότητα της νομοθεσίας του παράκτιου κράτους επί του οποίου έχουν λάβει χώρα.3 

Η διάκριση των πράξεων δημόσιας εξουσίας (acta jure imperii) από τις πράξεις διαχείρισης (acta jure gestionis) αποτέλεσε προϊόν μια μακράς νομολογιακής διαδικασίας κυρίως των ευρωπαϊκών δικαστηρίων και οδήγησε στη θεωρία της σχετικής ετεροδικίας, σε αντίθεση με την αρχή της απόλυτης ετεροδικίας κατά την οποία η διάκριση αυτή δεν υφίσταται. 

Συνοπτικά οι έννοιες της ασυλίας και της ετεροδικίας4 των πολεμικών πλοίων, όταν αυτά βρίσκονται εκτός της επικράτειας του κράτους σημαίας τους, είτε είναι ελλιμενισμένα σε ξένο λιμένα είτε πλέουν σε ζώνες ξένης εθνικής κυριαρχίας/ δικαιοδοσίας, αφορούν τόσο στο έμψυχο (πλήρωμα) όσο και το άψυχο υλικό (αντικείμενα). 

Από τις έννοιες της ασυλίας και της ετεροδικίας απορρέει μια σειρά αποκλειστικών δικαιοδοσιών, απαγορεύσεων και προνομίων για το πολεμικό πλοίο που περιλαμβάνουν: 

– Αποκλειστική δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας του πολεμικού πλοίου. Η εξουσία ασκείται εν ονόματι του κράτους της σημαίας του πολεμικού από τον Κυβερνήτη ή Διοικητή του πλοίου. 

– Απαγόρευση επιβίβασης ξένων αρχών επί του πλοίου δίχως τη συγκατάθεση του Κυβερνήτη (συσταλτική έννοια της ασυλίας). 

– Εφαρμογή των νόμων, κανονισμών και του πειθαρχικού δικαίου του κράτους της σημαίας του πολεμικού, ακόμη και από στρατιωτικό δικαστήριο επί του πολεμικού πλοίου, δίχως αυτό να σημαίνει παραβίαση της κυριαρχίας του αλλοδαπού παρακτίου κράτους. 

– Δικαιοδοσία του Κυβερνήτη-Διοικητή σύμφωνα με τη διοικητική, αστική και ποινική νομοθεσία του κράτους της σημαίας του πολεμικού πλοίου για τα αδικήματα/ εγκλήματα που διαπράττονται επί του πλοίου είτε από πρόσωπα του πληρώματος είτε από ιδιώτη που έχει επιβιβασθεί παράνομα επί του πλοίου (συσταλτική έννοια της ετεροδικίας). 

– Παροχή προστασίας σε πολίτη οποιασδήποτε εθνικότητας που ήθελε καταφύγει επί πολεμικού πλοίου ζητώντας πολιτικό άσυλο, με περαιτέρω διαδικασία που καθορίζεται μέσω των διπλωματικών διαύλων. 

– Απαγόρευση επιβολής οποιασδήποτε ποινής στο πολεμικό πλοίο ή της άσκησης αγωγής αποζημιώσεως εναντίον αυτού για υλικές ζημιές που προκλήθηκαν από αυτό κατά παράβαση της νομοθεσίας και των κανονισμών του αλλοδαπού παρακτίου κράτους,5 ακόμη και για παραβάσεις που κοστίζουν στη ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος.6 Στις περιπτώσεις αυτές ενεργοποιείται η διαδικασία απόδοσης της διεθνούς ευθύνης στο κράτος σημαίας του πολεμικού πλοίου διά της διπλωματικής οδού. 

– Υποχρέωση σεβασμού και συμμόρφωσης του πολεμικού πλοίου με την εσωτερική νομοθεσία του παράκτιου Κράτους. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως είναι δυνατόν να ζητηθεί από το πολεμικό να εγκαταλείψει το λιμένα ή τη ζώνη εθνικής δικαιοδοσίας του ξένου παρακτίου κράτους.7 

Η στρατιωτική διάσταση των θαλάσσιων ζωνών 

Η στρατιωτική χρησιμοποίηση των θαλάσσιων ζωνών κρατικής δικαιοδοσίας (ΧΘ, ΣΖ, ΑΟΖ, ΥΦ) και της ΑΘ, καθώς και γενικά του βυθού και του υπεδάφους του δεν ρυθμίζεται ρητώς στη Σύμβαση ΔτΘ (1982), αλλά βασίζεται στην ερμηνεία των επιμέρους διατάξεών της και των όρων που θέτει για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών σε κάθε θαλάσσια περιοχή. Επίσης, το εθιμικό δίκαιο όπως διαμορφώνεται από την πρακτική των κρατών, σε συνδυασμό με συναφείς διατάξεις του θετικού (συμβατικού) διεθνούς δικαίου, αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου και μια σειρά διεθνών συμβάσεων και περιοχικών συμφωνιών, συνθέτουν το νομικό πλέγμα για τη μορφή και την έκταση των στρατιωτικών χρήσεων της θάλασσας. 

Οι στρατιωτικές δραστηριότητες αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο στην ΑΘ, όπου τα κράτη διαθέτουν ελευθερία κινήσεων, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 87 της Σύμβασης ΔτΘ (1982). ΑΘ είναι οι θαλάσσιες περιοχές που εκτείνονται πέραν από τις ζώνες εθνικής κυριαρχίας ή/ και κυριαρχικών δικαιωμάτων/ δικαιοδοσιών (ΕΥ, ΧΘ, ΣΖ, ΑΟΖ, ΥΦ). Διέπεται από την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 87, τα δικαιώματα που απολαμβάνουν τα κράτη στην ΑΘ διατυπώνονται ως «ελευθερίες» και όπως απαριθμούνται ρητά στη Σύμβαση ΔτΘ, είναι η: 

–  ελευθερία ναυσιπλοΐας

–  ελευθερία υπερπτήσεως

–  ελευθερία αλιείας

–  ελευθερία τοποθετήσεως υποβρυχίων καλωδίων και σωληναγωγών

–  ελευθερία εγκαταστάσεως τεχνητών νήσων

–  ελευθερία επιστημονικής έρευνας
Οι ανωτέρω ελευθερίες δεν είναι όμως απόλυτες, καθόσον η Σύμβαση θέτει περιορισμούς, όπως:

– Οι ελευθερίες ασκούνται από τα όλα τα κράτη, ανεξάρτητα εάν είναι παράκτια, αρχιπελαγικά, νησιωτικά, περίκλειστα ή γεωγραφικώς μειονεκτούντα. 

– Η άσκηση των ελευθεριών πρέπει να γίνεται με τον «προσήκοντα σεβασμό» προς τα δικαιώματα των άλλων κρατών που είτε ασκούν ή θέλουν να ασκήσουν αυτές τις ελευθερίες. 

– Η χρήση της ΑΘ γίνεται μόνο για ειρηνικούς σκοπούς (Άρθρα 88 και 301 της Σύμβασης ΔτΘ). Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μπορούν να εκτελούν στρατιωτικές ασκήσεις και δοκιμές όπλων στην ΑΘ, χωρίς να προβαίνουν σε εχθρικές ενέργειες ή επιθετικές πράξεις έναντι οιουδήποτε άλλου κράτους. 

– Η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και πόρων του βυθού της ΑΘ, κατά την Σύμβαση ΔτΘ, αποτελούν κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας.8 

Ουσιαστικά, οι ελευθερίες της ΑΘ πρέπει να ασκούνται από τα κράτη πάντοτε σύμφωνα με τους όρους συνολικά της Σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι «λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των άλλων κρατών καθώς και τα δικαιώματα τα σχετικά με τις δραστηριότητες μέσα στην Περιοχή». Αυτό σημαίνει ότι κατά την άσκηση των σχετικών ελευθεριών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ελευθερίες και τα κυριαρχικά δικαιώματα των παρακτίων κρατών, η άσκηση μιας ελευθερίας από ένα κράτος να μην αποκλείει την άσκησή της από άλλα κράτη και, γενικότερα, στη χρήση της θάλασσας από τα κράτη να συνεκτιμώνται και τα συμφέροντα τα σχετικά με τις δραστηριότητες στην Περιοχή.9 

Πλέον της ΑΘ, στρατιωτικές δραστηριότητες αναπτύσσονται και στις υπόλοιπες θαλάσσιες ζώνες, όπου διέπονται από διαφορετική νομική διάσταση. 

Πιο συγκεκριμένα στη Χωρική Θάλασσα, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 της Σύμβασης για το ΔτΘ (1982), όλα τα πλοία τρίτων κρατών απολαμβάνουν το δικαίωμα της «αβλαβούς διέλευσης». Από το δικαίωμα αυτό απορρέει η απαγόρευση οποιασδήποτε ενέργειας προσβάλλει την ακεραιότητα, την κυριαρχία, την ασφάλεια και ευταξία του παράκτιου κράτους. Τα υποβρύχια και τα ερευνητικά σκάφη βυθού πρέπει να πλέουν στην επιφάνεια και να επιδεικνύουν τη σημαία τους. Στις απαγορευμένες ενέργειες που αίρουν τον χαρακτήρα της αβλαβούς διέλευσης συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων: 

– Η απειλή ή χρήση βίας κατά της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας του κράτους της χωρικής θάλασσας. 

–  Οι ασκήσεις και τα γυμνάσια όπλων παντός είδους.

–  Η συλλογή πληροφοριών με σκοπό να βλάψουν την άμυνα και ασφάλεια του παράκτιου κράτους. 

–  Η διέλευση και προσνήωση – απονήωση ή φόρτωση αεροσκαφών.

–  Η εκτόξευση, η φόρτωση ή η εκφόρτωση πολεμικών συσκευών.

–  Η διεξαγωγή επιστημονικής ή άλλης έρευνας και υδρογραφικών εργασιών

  •  Οι ενέργειες παρεμβολής στα συστήματα επικοινωνιών ή ευκολιών ή εγκαταστάσεων. 
  • Από τις ανωτέρω απαγορεύσεις, που θέτει η Σύμβαση, ουσιαστικά συνάγεται ότι στη ΧΘ επιτρέπονται μόνο οι στρατιωτικές δραστηριότητες του παράκτιου κράτους ή όσες δραστηριότητες ξένης δύναμης πραγματοποιούνται κατόπιν προηγηθείσης ρητής αδείας του παράκτιου κράτους.
    Αντίστοιχα, η κίνηση των πολεμικών πλοίων μέσω των Στενών που εξυπηρετούν τη Διεθνή Ναυσιπλοΐα (ΣΔΝ) πραγματοποιείται με την άσκηση του δικαιώματος «πλου διελεύσεως» (transit passage). Το εν λόγω δικαίωμα έχουν και τα υποβρύχια που δύνανται να πλέουν σε κατάδυση, υπό προϋποθέσεις, όπως επίσης το δικαίωμα «πτήσης διελεύσεως» (transit passage) διατηρούν και τα αεροσκάφη υπό τους περιορισμούς των Άρθρων 38, 39, 40, 41 και 42 της Συμβάσεως ΔτΘ (1982).
    Η Συνορεύουσα Ζώνη αποτελεί μια θαλάσσια ζώνη ιδιόρρυθμου καθεστώτος, όπου σύμφωνα με το άρθρο 33 της Σύμβασης για το ΔτΘ (1982) το παράκτιο κράτος ασκεί καθορισμένα και περιορισμένα αποκλειστικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά αφορούν σε άσκηση ελέγχου και λήψη αναγκαίων μέτρων από το κράτος για να:

– εμποδίζει κάθε παραβίαση των τελωνειακών, δημοσιονομικών, μεταναστευτικών ή υγειονομικών νόμων και κανονισμών που διαπράχθηκαν στο έδαφός του ή στη χωρική του θάλασσα. 

– τιμωρεί παραβιάσεις των παραπάνω νόμων και κανονισμών που διαπράχθηκαν στο έδαφός του ή στη χωρική του θάλασσα. 

Τα κράτη έχουν αποδεχθεί στην πρακτική τους ότι η ΣΖ δεν αποτελεί μέρος της ΧΘ και ότι σ’ αυτή εφαρμόζεται καθεστώς ελευθερίας ναυσιπλοΐας όπως στην Ανοικτή Θάλασσα. Στη Σύμβαση ΔτΘ (1982) δεν υπάρχει συναφής διάταξη που να επιτρέπει τη διεξαγωγή ξένης στρατιωτικής δραστηριότητας μέσα στη ΣΖ άλλου κράτους. Σε κάθε περίπτωση το ιδιόρρυθμο καθεστώς που διέπει τη ΣΖ επιτάσσει όπως οι στρατιωτικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα εντός αυτής από ξένη δύναμη θα πρέπει να μην επηρεάζουν ή παρακωλύουν την άσκηση των δικαιωμάτων του παρακτίου κράτους. Αν και η Σύμβαση δεν το προβλέπει, δεν αποκλείεται η δυνατότητα προηγούμενης ενημέρωσης του παράκτιου κράτους από το ενεργόν κράτος για τις δραστηριότητες που θα διεξαχθούν ως ένδειξη σεβασμού και αναγνώρισης των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους επί της ΣΖ αυτού. 

Η (ΑΟΖ) αποτελεί μια θαλάσσια ζώνη αποκλειστικών οικονομικών δικαιωμάτων για το παράκτιο κράτος. Με την έννοια της αποκλειστικότητας αυτής ο νομοθέτης της Σύμβασης ΔτΘ του 1982 επιδίωξε να αποτυπώσει τη βούληση των κρατών και να παράσχει προτεραιότητα στις δραστηριότητες του παράκτιου κράτους για την αξιοποίηση των οικονομικών του δικαιωμάτων έναντι λοιπών δραστηριοτήτων άλλων κρατών. Η προτεραιότητα αυτή λειτουργεί και έναντι των στρατιωτικών δραστηριοτήτων ξένης χώρας. 

Στα υπερκείμενα ύδατα της ΑΟΖ του παράκτιου κράτους υφίσταται η νομική δυνατότητα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας για τα πλοία των άλλων κρατών. Πλην όμως η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να ασκείται – όπως ορίζει η Σύμβαση – λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους και δίχως να παραβλέπεται το πνεύμα της Σύμβασης για την «προτεραιότητα» του παράκτιου κράτους. Κατά συνέπεια οι στρατιωτικές δραστηριότητες ενός κράτους στην ΑΟΖ άλλου κράτους θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα υπό την αίρεση της προτεραιότητας του παράκτιου κράτους στην ίδια θαλάσσια περιοχή και του επακόλουθου σεβασμού στα νομικά του δικαιώματα επί της ΑΟΖ. Ομοίως, όπως και στην περίπτωση της ΣΖ, παρόλο που η Σύμβαση δεν έχει σχετική πρόβλεψη, δεν αποκλείεται η προηγούμενη ενημέρωση του παράκτιου κράτους για τις δραστηριότητες ως ένδειξη σεβασμού και φιλίας. 

Άμεσα συνυφασμένη με την ΑΟΖ είναι και η ΥΦ, η οποία αποτελεί υποθαλάσσια ζώνη και αφορά σε δικαιώματα στον βυθό (επιφάνεια και υπέδαφος). Το παράκτιο κράτος διατηρεί ab initio και ipso facto αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα στην έρευνα και την εκμετάλλευση των μη ζώντων φυσικών πόρων του βυθού και ιδιαί- τερα των υδρογονανθράκων. Τα δικαιώματα αυτά, που αναγνωρίζει στο παράκτιο κράτος το Άρθρο 77 της Σύμβασης ΔτΘ (1982), εξασφαλίζουν τον υποθαλάσσιο αυτό χώρο στο κράτος ως κληρονομικό δικαίωμα. Κανένα άλλο κράτος δεν νομιμοποιείται να εκμεταλλευτεί την ΥΦ ξένου κράτους, δίχως τη ρητή άδειά του, ακόμη και εάν το ίδιο δεν την αξιοποιεί. Επίσης, το παράκτιο κράτος διατηρεί αποκλειστικά δικαιώματα σε γεωτρήσεις, εγκατάσταση τεχνητών νήσων και υποθαλάσσιων υποδομών. Παράλληλα, σύμφωνα με το Άρθρο 78 της Σύμβασης ΔτΘ (1982), τα υπερκείμενα ύδατα και ο εναέριος χώρος της ΥΦ διατηρούν το ίδιο καθεστώς ελευθερίας ναυσιπλοΐας/ αεροπλοΐας με την Ανοικτή Θάλασσα. 

Κατά συνέπεια, είναι επιτρεπτή η στρατιωτική δραστηριότητα ενός κράτους άνωθεν της ΥΦ άλλου κράτους υπό τους όρους που θέτει η Σύμβαση ΔτΘ και με γνώμονα τον σεβασμό των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους. Ένεκα της φύσεως των δικαιωμάτων που ασκούνται στην Υφαλοκρηπίδα και του ενδεχομένου απόρριψης στρατιωτικού υλικού επί του βυθού αυτής, δεν αποκλείεται η διπλωματική δυνατότητα του παράκτιου κράτους να αιτείται ενημέρωση για το είδος των δραστηριοτήτων που θα διεξαχθούν. Και τούτο διότι η απόρριψη του υλικού ή υπολείμματα αυτού ενδέχεται μελλοντικά να επηρεάσουν την εκμετάλλευση του βυθού της ΥΦ. 

Το θέμα των στρατιωτικών ασκήσεων στην ΑΟΖ και στην ΥΦ έχει αποτελέσει ζήτημα αντιπαράθεσης για τα κράτη. Κατά τη διάρκεια της Συνδιασκέψεως για τη Σύμβαση του Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης του 1982 υπήρξε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των κρατών, προκειμένου να αποτραπεί η τάση των ισχυρότερων ναυτικών δυνάμεων που πρότασσε να θεωρείται ως άσκηση ελευθερίας η ανάπτυξη στρατιωτικών- αεροναυτικών ασκήσεων, αλλά αυτό δεν έγινε εφικτό. Από την άλλη δεν συμφωνήθηκε η συμπερίληψη ειδικής διάταξης που να αφορά σε στρατιωτικές δραστηριότητες και ειδικότερα σε ασκήσεις. Αποτέλεσμα της έλλειψης ρύθμισης ήταν να επικρατήσει διεθνώς η πρακτική ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις επιτρέπονται υπό τον όρο του σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους, καθώς και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων κρατών στη ναυσιπλοϊα, την πόντιση καλωδίων και σωληναγωγών, την υπέρπτηση αεροσκαφών, την κατασκευή τεχνητών εγκαταστάσεων, οι οποίες δεν θα χρησιμοποιούνται για στρατιωτικούς σκοπούς10 και τέλος την επιστημονική έρευνα. 

Επίσης, είναι χρήσιμο να αναφερθεί και το ενδεχόμενο διεξαγωγής παράλληλων δραστηριοτήτων στην ίδια περιοχή και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, αφενός από το παράκτιο κράτος (π.χ. εργασίες ερευνών φυσικών πόρων στην ΑΟΖ/ ΥΦ) και αφετέρου από άλλο κράτος (π.χ. ναυτική άσκηση). Στην περίπτωση αυτή προέχει το δικαίωμα του παράκτιου κράτους στις έρευνες επί της ΥΦ του έναντι της στρατιωτικής άσκησης. Βασικό νομικό επιχείρημα προς τούτο παρέχουν οι διατάξεις του Άρθρου 87 της Σύμβασης ΔτΘ (1982), ως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τις οποίες για την άσκηση των ελευθεριών της ΑΘ στα υπερκείμενα ύδατα της ΥΦ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ελευθερίες και τα κυριαρχικά δικαιώματα των παράκτιων κρατών. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το παράκτιο κράτος δύναται να εκτελέσει τις έρευνες μόνο εντός της περιοχής της ΑΟΖ/ ΥΦ του, ενώ το ξένο κράτος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει για τη διεξαγωγή της άσκησης είτε περιοχή της ΧΘ του ή άλλη περιοχή διεθνών υδάτων εκτός εθνικής δικαιοδοσίας. 

Η παράμετρος της ασφάλειας 

Πλέον όμως των δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών και των ελευθεριών των τρίτων κρατών, βασική παράμετρος των στρατιωτικών δραστηριοτήτων στη θάλασσα αποτελεί και η προστασία της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας. Σε κάθε περίπτωση διεξαγωγής στρατιωτικής δραστηριότητας είναι απολύτως απαραίτητη η προηγούμενη ενημέρωση των ναυτιλλομένων επιφανείας/ βυθού και των αεροναυτιλομένων σχετικά με την περιοχή, το χρονικό διάστημα και το είδος των δραστηριοτήτων που θα διεξαχθούν. 

Μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (ΙΜΟ), του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) και του Διεθνούς Υδρογραφικού Οργανισμού (ΙΗΟ) τα κράτη έχουν συμφωνήσει το πλαίσιο με το οποίο πραγματοποιείται η ενημέρωση όσων πλέουν στη θάλασσα και όσων ίπτανται τον αντίστοιχο εναέριο χώρο. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την εγκαθίδρυση περιοχών λειτουργικής ευθύνης για κάθε κράτος, τις διαδικασίες ενημέρωσης μέσω της έκδοσης αντίστοιχων αγγελιών και μηνυμάτων (όπως NAVTEX, NOTAM, κ.ά.) και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την ασφάλεια σε θάλασσα και αέρα. 

Επίλογος 

Συνοψίζοντας, και υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από τη διασταλτική ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης ΔτΘ (1982) για την ΑΘ παρέχουν τη δυνατότητα για τη στρατιωτική χρησιμοποίηση της θάλασσας. Η κρατική πρακτική όμως έχει επιδείξει ότι, παρόλο που οι χρήσεις αυτές εμφανίζονται με χαρακτήρα ειρηνικό, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μέρος στρατιωτικής προπαρασκευής και πολεμικής ετοιμότητας.11 

Αναφορικά με τις θαλάσσιες ζώνες εθνικής κυριαρχίας ή/ και κυριαρχικών δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας με μέτρο τις νομικές πρόνοιες της Σύμβασης, συμπεραίνουμε ότι η στρατιωτική χρήση αυτών διέπεται όχι μόνο από τις επιμέρους απαγορεύσεις της Σύμβασης αλλά και από την πρακτική αντιμετώπιση των δραστηριοτήτων από τα παράκτια κράτη. 

Εν κατακλείδι, οι κύριοι νομικοί πυλώνες για τη διεξαγωγή στρατιωτικών δραστηριοτήτων στη θάλασσα εξακολουθούν να είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων κρατών (Άρθρο 87, παρ. 2 της Σύμβασης ΔτΘ) και η άσκηση όλων των δικαιωμάτων με καλή πίστη (Άρθρο 300 της Σύμβασης ΔτΘ). 

Η κακή χρήση και η κατάχρηση ενός δικαιώματος συνιστά παραβίαση σύμφωνα με το Άρθρο 300 της Σύμβασης ΔτΘ. Στην περίπτωση αυτή το παράκτιο κράτος που έχει υποστεί την παραβίαση διατηρεί ακέραιη τη νομική δυνατότητα να αντιδράσει τόσο μέσω των διπλωματικών διαύλων όσο και με ναυτική παρουσία αποτροπής μελλοντικών ενεργειών που προσβάλλουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα συμφέροντα και δικαιώματά του. 

 

 

1. United Nations Convention on the Law of the Sea, Montego Bay, December 10, 1982, καθώς και Σισιλιάνος Λ.Α., Παζαρτζή Φ., Γαβουνέλη Μ. (επιμ.), Διεθνές Δίκαιο – Κείμενα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2007. 

2. Βλ. Churchill,R.R. and Lowe A.V. «The Law of the Sea» (3nd ed. Manchester Un. Press, 1988)., ομοίως de Muralt, R.W.G. «The Military Aspects of the UN Law of the Sea Convention» XXXII Netherlands Intern. Law Review 78 (1985), p.80. 

3. Schwartzenberger G. «A Manual of International Law» (5th ed.London ,1967), σ.103. 4. Ρούκουνας, Ε. «Διεθνές Δίκαιο», Τόμος ΙΙΙ (εκδ. Σάκκουλα-Αθήνα, 1983) σ. 79. 

5. Βλ. Άρθρο 31 Σύμβασης ΔτΘ (1982)
6. Βλ. Άρθρο 236 Σύμβασης ΔτΘ (1982)
7. Παύλος Γ. Φωτίου, Το πολεμικό πλοίο στο διεθνές δίκαιο, Μέρος Β’, Ναυτική Επιθεώρηση, τ.550, σελ. 82, Έκδοση Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού, ΓΕΝ, Νοε – Δεκ 2004). 

8. Παύλος Γ. Φωτίου, Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης – Σημειώσεις, Αθήνα 2013, Έκδοση Αναθεωρημένη.
9. Τσάλτας Γρηγόριος – Κλάδη – Ευσταθοπούλου Μαριάνθη, Το διεθνές νομικό καθεστώς των θαλασσών και των ωκεανών, Διεθνής Πολιτική – Διεθνές Δίκαιο – Διεθνής Οργάνωση, Τόμος Α ́, Εκδ. Ι. Σίδερη, Αθήνα 2003 και Churchill, R.R. and Lowe A.V. «The Law of the Sea» (3nd ed. Manchester Un. Press, 1988). 

10. Βλ. Attard, D.J. «The Exclusive Economic Zone in International Law» (Clarendon Press-Oxford, 1987) p.84- 85, de Muralt, ο.π.σημ. 2, σ. 94 – 95, Churchill and Lowe,ο.π. σημ.2 σ.310-311, Lowe A.V., «Some Legal Problems arising from the use of seas for military purposes» 10:30 Marine Policy, (July 1986) p.178-179, Ronzitti,N. «Law of the Sea Aspects and Legal Policies of Naval Arms Control in the Mediterranean» XXVIII:4 The Internatinal Spectator, Oct-Dec. 1993, p. 40-41). 

11. Πρόκειται για τα αποκαλούμενα «unattributed rights». Βλ. Churchill R. R. and Lowe A. V., The Law of the Sea, 3rd Edition, Manchester University Press, 1999. 

ΠΗΓΗ:http://www.army.gov.cy/el/file/MK7YjfAqUin2nxXo9+AUZw==/