Οι Επιλογές της Λευκωσίας

25 Φεβρουάριος 2018, 18:02

Της Μικαέλλας Λοΐζου

ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙ Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΑΝΑΒΡΕΘΕΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΤΡΕΙΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΙ ΚΑΤΑΘΕΤΟΥΝ ΣΤΗ «ΣΗΜΕΡΙΝΗ» ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΜΕ, ΩΣΤΕ ΣΕ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ, ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ, ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΟΠΛΑ ΣΤΗ ΦΑΡΕΤΡΑ ΜΑΣ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΠΕΔΟ

Η Κύπρος πρέπει να καταρτίσει ολοκληρωμένη στρατηγική, η οποία να βασίζεται σε ουσιαστική σύγκλιση συμφερόντων, που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει συμμαχικές σχέσεις και να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της

Η ολιγωρία που παρατηρήθηκε στην αντίδραση της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά κυρίως τα κενά που διαπιστώθηκαν στην αποτελεσματικότητα της χώρας μας να αντιμετωπίζει διά της διπλωματικής οδού αυτού του είδους τις συμπεριφορές, κατέστησαν πρόδηλα το τελευταίο διάστημα.

Η Λευκωσία έχει ανάγκη από ένα καλύτερο πλάνο, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Από έναν σχεδιασμό που να μεγιστοποιεί τις δυνατότητές της στη διεθνή σκακιέρα και να στοχεύει στην αύξηση των συντελεστών ισχύος της, ώστε να είναι πιο προετοιμασμένη για να αντιμετωπίζει ανάλογες τουρκικές ενέργειες στο μέλλον.

Για να το επιτύχει αυτό η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται διαρκής και συστηματική δουλειά, ακόμη και σε περιόδους που δεν υπάρχει ένταση. Χρειάζεται να μη στέλνει στα κέντρα αποφάσεων τρίτων χωρών λανθασμένα μηνύματα και χρειάζεται να καταφέρει να διεισδύσει στην κοινή τους γνώμη, αναδεικνύοντας τις πραγματικότητες. Πρέπει να καταρτίσει ολοκληρωμένη στρατηγική, η οποία να βασίζεται σε ουσιαστική σύγκλιση συμφερόντων, που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει συμμαχικές σχέσεις και να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της. Οι ακαδημαϊκοί Παναγιώτης Ήφαιστος, Ηλίας Κουσκουβέλης και Μιχάλης Κοντός καταθέτουν στη «Σημερινή» της Κυριακής τις θέσεις τους, για τα επόμενα βήματα που πρέπει να κάνει η Λευκωσία.

Η λέξη εμπιστοσύνη είναι το κλειδί

Τα λανθασμένα μηνύματα που εκπέμπουμε δεν συμβάλλουν στη σύσταση συμμαχικών συγκλίσεων, οι οποίες θα μας βοηθούσαν να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. «Τα διαβήματα σε όλους τους διεθνείς θεσμούς και την Ε.Ε. είναι αυτονόητα. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να περιμένουμε κάποιου είδους αυτοματοποιημένη συμπαράσταση. Αντιθέτως, πρέπει να περιμένουμε μισόλογα», δήλωσε στη «Σημερινή» της Κυριακής ο Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Όπως εξήγησε, πρόκειται περί αναμετρήσεως ισχύος και όλα δείχνουν ότι η Τουρκία θα κλιμακώσει την ένταση. Ως εκ τούτου, το ζήτημα είναι πλέον περισσότερο εάν μπορούμε να αναπτύξουμε εξισορροπητικές συμμαχικές συγκλίσεις. Αυτές συνήθως, σημείωσε, γίνονται στα κλειστά κουτιά της διπλωματίας και συχνά είναι αθέατες.

Το κρίσιμο ζήτημα βρίσκεται στο τετράγωνο Τουρκία-ΗΠΑ- Ελλάδα-Κύπρος, που μπορεί να γίνει και πεντάγωνο αν λάβουμε υπ’ όψιν το Ισραήλ. Όπως εξήγησε ο Παναγιώτης Ήφαιστος, «για το Ισραήλ είναι μείζονος στρατηγικής σημασίας ένας αγωγός, ο οποίος δεν θα το φέρνει σε θέση μεγάλης εξάρτησης από την Τουρκία. Είναι πολύ σημαντικό να έχει μιαν αυτοτέλεια μέσω αγωγού με κράτη που εμπιστεύεται. Η λέξη εμπιστοσύνη είναι το κλειδί».

Το Ισραήλ είναι είδος περιφερειακής υπερδύναμης. Αυτό το πολύ οργανωμένο κράτος και από άποψη στρατηγικής πάρα πολύ σοβαρό, πρέπει να εμπιστευτεί εμάς. «Δεν μπορούν να βλέπουν την Τουρκία να αλωνίζει στην ΑΟΖ μας και εμείς να υποχωρήσουμε, όπως στους S-300», δήλωσε.

«Και το Ισραήλ και οι άλλες δυνάμεις, μετά τις προτάσεις της Ελβετίας, που οδηγούν σε συγκυριαρχία της Τουρκίας στον κυπριακό χώρο, αρχίζουν πλέον και κάνουν υπολογισμούς, σχέδια για το μέλλον, σε ορίζοντα 10-20 χρόνων, χωρίς εμάς. Στους σχεδιασμούς τους λαμβάνονται υπ’ όψιν οι προτάσεις που οδηγούν σε συνομοσπονδία, σε παραμονή εποίκων, σε συγκυριαρχία της Τουρκίας», ανέφερε χαρακτηριστικά. Το ίδιο ισχύει και για τις ΗΠΑ, οι οποίες μας εντάσσουν, στη βάση αυτών των ενεργειών, στη δομή που βλέπουν μελλοντικά την Τουρκία.

«Επομένως, η θέση Αμερικανών και Εβραίων, για το πώς θα εξελιχθεί η σχέση μας, εξαρτάται από εμάς τους ίδιους και το κατά πόσον μπορούμε να ανατρέψουμε την πορεία προς την τουρκική συγκυριαρχία αφενός και αφετέρου εάν αποδείξουμε πως δεν επιδεικνύουμε ολιγωρία», υπογράμμισε. «Εάν σπρώξει ο Ερντογάν τον Νίκο Αναστασιάδη σε συνομιλίες, θα πάμε σε νέα Ελβετία. Το πιο πιθανόν είναι να μας ωθήσουν σε διαπραγματεύσεις στη βάση Ελβετίας. Και αυτό θα είναι ένα μήνυμα ισχυρό προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ», υπογράμμισε, «ότι η Κύπρος βρίσκεται πλέον στα πεδία της τουρκικής επικυριαρχίας».

Σύμφωνα με τον Καθηγητή, η Τουρκία εμφανίζεται αποφασισμένη, ενόσω διαπιστώνει ότι είμαστε εύκολος στόχος, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα, για να διατηρήσει την ένταση ή και να προχωρήσει σε θερμά επεισόδια μέχρι να υποχωρήσουμε. «Προβλέψεις, βέβαια, δεν μπορούμε να κάνουμε, αυτή είναι μια εκτίμηση», σημείωσε.

Επικρίνοντας τη στάση που επέδειξε η κυπριακή Κυβέρνηση, τόνισε πως αποδεικνύεται διαρκώς ότι εμείς πιαστήκαμε στον ύπνο και ήμασταν απροετοίμαστοι. «Δεν ξέραμε ότι ερχόντουσαν;», διερωτήθηκε, υπογραμμίζοντας ότι ούτε μια Navtex δεν εκδόθηκε. Προειδοποίησε, δε, πως οι άλλοι δεν θα θέλουν να μπλεχθούν μαζί μας, ενόσω τα πράγματα έχουν ήδη δρομολογηθεί αρνητικά. «Πρέπει να σταματήσει αυτή η απάθεια, η ακινησία, που είναι ολοφάνερη και στην Ελλάδα και στην Κύπρο». Αναφορικά με τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο Κύπρου-Ελλάδας, θα έπρεπε, τόνισε, να είχε αξιοποιηθεί προληπτικά. Οι δομές υπάρχουν. Το θέμα, όμως, είναι ότι πάσχει γενικότερα η Ελλάδα, κατέληξε.

Χρειάζεται ολοκληρωμένη στρατηγική

Τη θέση πως χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική, για να αυξηθούν οι συντελεστές ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας, διατύπωσε ο Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών & Τεχνών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ηλίας Κουσκουβέλης. Αυτό θα πρέπει να γίνει σε συνάρτηση με την αύξηση της παρουσίας της διεθνώς, όπως επίσης και την ενίσχυση των υφιστάμενων σχέσεών της, οι οποίες, αν και είναι αρκετά καλές σε αυτήν τη χρονική συγκυρία, δεν φάνηκε να υπάρχει στρατηγική διαχείρισης του κινδύνου και δεν παρείχαν βοήθεια, ανέφερε.

«Αυτό είναι ένα θέμα προετοιμασίας. Και βεβαίως, όπως φαίνεται, δεν υπήρχε συντονισμός με την Ελληνική Δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση, βρεθήκαμε σε μια κατάσταση αδράνειας. Έπρεπε να περάσουν δέκα μέρες για να ενεργοποιηθούμε. Καθυστερήσαμε πολύ και, κατά την άποψή μου, δεν αρκεί μόνο το Συμβούλιο Αρχηγών της Ε.Ε. Έπρεπε, ανεξαρτήτως τι λέει ο Γενικός Γραμματέας, να πάμε και στο Συμβούλιο Ασφαλείας».

Η στρατηγική, σύμφωνα με τον Καθηγητή, πρέπει να είναι η συστηματική, διαρκής διαμαρτυρία, για ανάδειξη του θέματος από την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα και οποιοδήποτε έχουμε φίλο μας στον κόσμο. «Στην εξωτερική πολιτική τα μικρά κράτη είναι αποτελεσματικά γιατί φωνάζουν. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε έναν κακό γείτονα, ο οποίος κάνει bullying. Και η ορθότερη αντιμετώπιση του bullying είναι να το καταγγείλεις. Καθυστερήσαμε», τόνισε. Πρέπει να ενημερώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο και όσους περισσότερους μπορούμε.

Πέραν, βεβαίως, της αντίδρασης, υπάρχει και το ζήτημα της μελλοντικής διαχείρισης της στάσης της Τουρκίας. Ο Ηλίας Κουσκουβέλης, μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά, πρότεινε δέκα σημεία προς την κατεύθυνση μιας πιο ολοκληρωμένης στρατηγικής για το Κυπριακό. Εισηγείται τον διαρκή εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων με σύγχρονα και ευέλικτα συστήματα και την υιοθέτηση έξυπνων αμυντικών πολιτικών, που έχουν υιοθετήσει διάφορα μικρά κράτη.

Πέραν τούτου, βάζει στην εξίσωση και άλλους παράγοντες, όπως είναι η μεγαλύτερη ενεργοποίηση όλων των θεσμών της Δημοκρατίας (π.χ. η διπλωματία της Βουλής, της Δικαστικής Εξουσίας, των Πανεπιστημίων), η συστράτευση όλων των οικονομικών παραγόντων, η καλλιέργεια ενός δημοκρατικού πατριωτισμού, η αντιμετώπιση του συβαριτισμού των πολιτών και η ενεργοποίηση των επιστημόνων και καλλιτεχνών.

Εισηγείται, επίσης, την επαναδραστηριοποίηση του απόδημου Ελληνισμού, τη συνεργασία με lobbies του εξωτερικού και την προσέγγιση των διεθνών ΜΜΕ και τη συστηματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Για να γίνει η στήριξη και η διακήρυξη από λόγια πράξη, θα πρέπει εμείς να προετοιμάζουμε συστηματικά τους άλλους», υπογράμμισε.

«Αν δεν μιλήσουμε εμείς για εισβολή και κατοχή, αν δεν μιλήσουμε για την ισλαμοποίηση των κατεχομένων, τότε ποιος θα το κάνει; Πρέπει να καταλάβουμε τι είναι αυτό που ενδιαφέρει τους ξένους. Η ισλαμοποίηση τούς ενδιαφέρει. Η καταπίεση της “Αφρίκα” τούς ενδιαφέρει. Το ξεπούλημα των αρχαιολογικών θησαυρών τούς ενδιαφέρει», εξήγησε.

Υπάρχει γκάμα επιλογών

Η τρέχουσα κρίση στην κυπριακή ΑΟΖ μάς υπενθυμίζει κάποια δεδομένα που αφορούν στις δυνατότητες και στους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενοι παίκτες, δήλωσε από την πλευρά του ο Μιχάλης Κοντός, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

«Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αδειοδοτήσει εταιρείες προκειμένου να επιχειρήσουν στην ΑΟΖ της, βάσει των διαδικασιών που προνοούνται από τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), σε συνάφεια δηλαδή με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Ως εκ τούτου, οι ενέργειές της συνάδουν με τα διεθνή θέσμια και τη διεθνή δικαιοταξία», ανέφερε.

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία επιδιώκει την εμπλοκή της στα ενεργειακά της Αν. Μεσογείου τόσο ως επίδοξος περιφερειακός ηγεμόνας, όσο και ως ένα μεγάλο παράκτιο μεν, απομονωμένο δε κράτος από θαλάσσης, λόγω της ιδιομορφίας των θαλασσίων συνόρων της (Αιγαίο και ελληνικά νησιά στη δύση, Κύπρος στον νότο). Ταυτόχρονα, επιδιώκει να αμφισβητήσει τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας αρνούμενη να αποδεχτεί το πλαίσιο της UNCLOS.

Γνωρίζοντας την αδυναμία της Κυπριακής Δημοκρατίας να αντιδράσει στρατιωτικά, αλλά και επιθυμώντας να υπονομεύσει για μια ακόμα φορά την κυριαρχία της (την οποία άλλωστε δεν αναγνωρίζει), επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα μέσω προβολής της στρατιωτικής (ναυτικής) της ισχύος.

«Ως εκ των προαναφερθέντων, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της Τουρκίας σε αυτήν τη διελκυστίνδα είναι η νομική κάλυψη των ενεργειών της και η διεθνής αναγνώριση των δικαιωμάτων της εντός της ΑΟΖ της. Από την άλλη, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Τουρκίας είναι η στρατιωτική της υπεροπλία, αλλά και η δυνατότητά της να επηρεάζει παράγοντες της διεθνούς κοινότητας μέσω της προβολής της ισχύος της, αλλά και υπερθεματίζοντας ως προς το στρατηγικής σημασίας περιφερειακό της εκτόπισμα», εξήγησε.

«Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, συνάγεται ότι είναι προς το συμφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας να επιδιώκει τη διατήρηση του “παιχνιδιού” εντός των πλαισίων της διεθνούς νομιμότητας και της διεθνούς διπλωματίας. Από την άλλη, η Τουρκία έχει στα χέρια της το «κλειδί» της κλιμάκωσης. Στον βαθμό που κρίνει ότι μπορεί ν’ αντεπεξέλθει διπλωματικώς στις προκλήσεις που της θέτει το γεωτρητικό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποφεύγει να ανασύρει το χαρτί της στρατιωτικής ισχύος. Όταν όμως πιστεύει ότι αυτό δεν είναι αρκετό, τότε επιλέγει τη στρατιωτική κλιμάκωση. Βέβαια αυτή η επιλογή δεν είναι χωρίς κόστος: Υπό μία έννοια, θίγονται όσα κράτη επιλέγουν να σέβονται το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και τις διαδικασίες που διαμορφώνονται εντός του πλαισίου του», τόνισε.

Διευκρίνισε, ωστόσο, πως αυτού του είδους οι αναλύσεις δεν γίνονται απαραιτήτως αντιληπτές από τη διεθνή κοινότητα με τον τρόπο που τις αντιλαμβανόμαστε εμείς, ενώ πιθανόν άλλα συμφέροντα να μετριάζουν τις πιθανές αντιδράσεις που μπορεί να προκύψουν στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού.

«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο (και γνωρίζοντας τα πιθανά σενάρια αντίδρασης της Τουρκίας στις ενέργειές μας εντός της ΑΟΖ), η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει μία γκάμα επιλογών αντίδρασης όταν και εφόσον η Τουρκία επιλέγει να αμφισβητεί εμπράκτως τα δικαιώματά της. Το βασικό ζητούμενο είναι να υπάρχει σύμπλευση συμφερόντων με φορείς της διεθνούς κοινότητας (κράτη, διεθνείς οργανισμοί, ιδιωτικοί φορείς), αλλά και να εκτυλίσσονται ενέργειες με στόχο τη μεγιστοποίηση του κόστους που πιθανόν να κληθεί να καταβάλει η Τουρκία όταν αποφασίζει να κλιμακώσει τις ενέργειές της.

»Στην ουσία, θα πρέπει η Τουρκία η ίδια να αποφασίζει να μην κάνει χρήση του μέσου της κλιμάκωσης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το κόστος θα είναι δυσανάλογα μεγάλο του οφέλους», υπογράμμισε ο Μιχάλης Κοντός. Γι’ αυτό και, στην τωρινή συγκυρία, οι ενέργειες που θα γίνουν δεν έχουν αξία τόσο για την περίπτωση του οικοπέδου 3 αλλά είναι σημαντικό να γίνουν προκειμένου να διασφαλιστούν οι μελλοντικές γεωτρήσεις, κατέληξε.

ΠΗΓΗ:http://www.sigmalive.com/simerini/politics/490934/oi-epiloges-tis-lefkosias