Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διδάσκει για το σήμερα

Print Friendly, PDF & Email

1.3.2018
Γράφει ο Διονύσιος Τσιριγώτης

«Τα δίκαια, τα οποία φαίνονται ανήκοντα εις χείρας ασθενείς ή εξαρτώνται από θελήσεις ασθενικάς, εκείνα τα δίκαια δεν είναι άξια μεγάλου σεβασμού«(Ελευθέριος Βενιζέλος)

Ορμώμενοι από την ανωτέρω υπόθεση του Ελευθερίου Βενιζέλου και αξιολογώντας την παρούσα συγκυρία στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία ένα μόνο πράγμα δύναται να εξαχθεί εν είδει συμπεράσματος: οι ελληνικές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν διδάχθηκαν από την ιστορική εμπειρία της εγειρόμενης πολιτικής αξίωσης της Τουρκίας για συγκυριαρχία-συνιδιοκτησία στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Δεν μερίμνησαν να συνυφάνουν τα εθνικά δίκαια, ή πιο δόκιμα τα εθνικά συμφέροντα, με όρους ισχύος.

Αυτό γιατί η αυτοσυντήρηση-επιβίωση του εκάστοτε κράτους, είναι μια δυναμική, πολιτικοστρατηγική διαδικασία για την παραγωγή ασφάλειας, με αντικειμενικό πολιτικό στόχο την καταπολέμηση των εξωτερικών απειλών και τη διασφάλιση της σχετικής του θέσης-ρόλου στην περιφέρειά του.

Υπό αυτό το πρίσμα, έκαστο κράτος οφείλει να βοηθά εαυτό (αρχή αυτοβοήθειας), μεριμνώντας για την ανάπτυξη των εσωτερικών συντελεστών ισχύος του (οικονομία, τεχνολογία, διπλωματία, ένοπλες δυνάμεις) ταυτόχρονα με την πρόσκτηση εξωτερικών πηγών ισχύος (συμμαχίες για την προάσπιση-προαγωγή των εθνικών του συμφερόντων).

Ο Κονδύλης δικαιώνεται

Τουναντίον, Αθήνα και Λευκωσία απαντούν στην σταδιακά κλιμακούμενη στρατηγική εξαναγκασμού της Άγκυρας με διπλωματικά μέσα, θέτοντας (η κυπριακή ηγεσία) το ζήτημα προς συζήτηση στην άτυπη σύνοδο κορυφής της ΕΕ (23.2.2018) και προβαίνοντας σε διάβημα διαμαρτυρίας προς τα Ηνωμένα Έθνη (20.2.2018).

Παρά ταύτα, η διπλωματική σύμπλευση των Ευρωπαίων εταίρων με Ελλάδα-Κύπρο και το «αυστηρό» μήνυμα του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τούσκ, προς την Άγκυρα «να σταματήσει αυτές τις δράσεις» δεν απέτρεψαν την κλιμάκωση των τουρκικών ενεργειών.

Με δύο νέες Navtex, 0283/18 και 0288/18, η Τουρκία δεσμεύει θαλάσσιες ζώνες σε περιοχές ευθύνης Ελλάδας και Κύπρου, για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών του γερμανικού σκάφους R/V MARIA S. MERIAN (από τις 2 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου). Η πρώτη «μήκους 580 χιλιομέτρων και πλάτους 25 χιλιομέτρων από τα ανοικτά της Πάφου μέχρι τα ανοικτά της Ιεράπετρας στην Κρήτη». Η δεύτερη «σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από τις νοτιοανατολικές ακτές της Κρήτης».

Η εξέλιξη αυτή σε συνάρτηση με την προηγηθείσα πολιτικοστρατηγική συμπεριφορά της Αθήνας, κατά τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής ιστορικής εμπειρίας (ιδίως οι ελληνοτουρκικές κρίσεις 1976 & 1996), φαίνεται να επιβεβαιώνει την υπόθεση του Παναγιώτη Κονδύλη (Θεωρία Πολέμου, σ.410) ότι: «Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική».

Ποια είναι όμως η κατάλληλη πολιτική που καλείται να ακολουθήσουν Αθήνα-Λευκωσία για να μην μετατρέπονται σε χώρο «περιπάτου» της Τουρκίας, αλλά να παρουσιάζονται ως πολιτικοστρατηγικά αξιόπιστες χώρες, με διακριτή θέση και ρόλο στην περιφέρειά τους;

Πριν απαντήσουμε στο εν λόγω ερώτημα οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία λειτουργούν εντός του πλαισίου της Ατλαντικής Συμμαχίας και αλληλοεπιδρούν στο ευαίσθητο γεωστρατηγικά (νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ) περιφερειακό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου. Το γεγονός αυτό ερμηνεύει και την πάγια τακτική της Αθήνας, να προσφεύγει σε περιόδους κρίσεων (1976, 1987, 1996) στον εξισορροπητή ύστατης προσφυγής (ΗΠΑ) για την προάσπιση του συμφέροντος επιβίωσης.

Ζητείται στρατηγική αποτροπής

Επανερχόμενοι στο κεντρικό ερώτημα και αξιολογώντας τη διαμορφωθείσα στρατηγική εξαναγκασμού της Τουρκίας, οδηγούμαστε αβίαστα στην πολιτική αναγκαιότητα για την οικοδόμηση μιας στρατηγικής αποτροπής από Αθήνα-Λευκωσία. Στρατηγική που να πείθει την Άγκυρα ότι οποιοδήποτε ενέργειά της, που θα πλήττει τα ζωτικά τους συμφέροντα, θα της επιφέρει ένα μη αποδεκτό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Η αποτροπή είναι μια διανοητική λειτουργία-διαδικασία που αποσκοπεί στον επηρεασμό του τρόπου λήψης αποφάσεων των κρατικών δρώντων της άλλης πλευράς. Αντικειμενικός στόχος της είναι η προάσπιση-προαγωγή της αυτοσυντήρησης-ασφάλειας του εκάστοτε κράτους. Εμπερικλείει το σύνολο των πολιτικών δεσμεύσεων ενός κράτος να προασπίσει με όλα τα διαθέσιμα μέσα (οικονομικά, διπλωματικά, στρατιωτικά) τα εθνικά του συμφέροντα. Το μέτρο αξιοπιστίας των πολιτικών δεσμεύσεων είναι ανάλογο του βαθμού εθνικής ισχύος του κράτους και του διακυβευόμενου σχετικού του συμφέροντος, που αφορά την επιβίωση.

Υπό αυτό το πρίσμα και συνεκτιμώντας ότι η αυξανόμενη σε ένταση και έκταση τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και στην Κύπρο, αντικατοπτρίζει το άνοιγμα της ψαλίδας στο ισοζύγιο της λανθάνουσας (ΑΕΠ και πληθυσμός) και της στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, επαληθεύοντας την υπόθεση του πρώην Τούρκου πρωθυπουργού-προέδρου, Τουργκουτ Οζάλ, (Μάρτιος 1987) ότι «όσο η Τουρκία δυναμώνει η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να φρονιμεύει».

Αθήνα και η Λευκωσία καλούνται να οικοδομήσουν μια ενιαία στρατηγική αποτροπής. Από τη μια πλευρά απαιτείται η ποιοτική, τεχνολογική και στρατιωτική εξισορρόπηση της Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά, η διακήρυξη πολιτικών δεσμεύσεων για την απειλή τιμωρίας, οποιασδήποτε επιβουλής κατά των εθνικών τους συμφερόντων, με υψηλό (μη αποδεκτό) κόστος.

Σε αντίθετη περίπτωση και υπό το πρίσμα της γεωμετρικά αυξανόμενης ασυμμετρίας ισχύος με την Άγκυρα, αναμένεται η Αθήνα και η Λευκωσία να οδηγηθούν σε διμερείς διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την πολιτική επίλυση του συνόλου των μονομερών αξιώσεών της και την de jure αναγνώριση της τουρκικής συγκυριαρχίας-συνιδιοκτησίας στο Αιγαίο και την Κύπρο.

ΠΗΓΗ:slpress.gr