11 Μάρτιος 2018, 18:02
Του Μιχάλη Παπαδόπουλου
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
«ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΟΦΕΙΛΟΥΝ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΑΜΕΣΩΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΣΥΜΒΛΗΘΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΡΙΜΕΡΕΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ, ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ, ΝΑ ΚΑΤΑΛΗΞΟΥΝ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΥΝ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΣΤΟ Σ.Α. ΤΩΝ Η.Ε. ΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ»
Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το διαρκώς αυξανόμενο ανισοζύγιο δυνάμεων ανάμεσα στις 3 χώρες, έχει μεταφέρει τη συμπεριφορά της από το επίπεδο των τακτικών προκλήσεων σ’ αυτό τής, διά μεθοδευμένων πράξεων και ενεργειών, επιθετικότητας, κλιμακώνοντας, διαρκώς, έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, έως και την πρόκληση πιθανού θερμού επεισοδίου, προκειμένου, επί τετελεσμένων, πια, δεδομένων, να κατοχυρώσει τις παράνομες διεκδικήσεις της
Στην πολιτική, τα γεγονότα είναι στρατηγικές επιτελέσεις, συμπυκνώνουν και εκφράζουν μορφοποιήσεις δράσεων και σχέσεων δύναμης.
Τα «γεγονότα», υπό αυτήν την άποψη, που επιχειρεί να διαμορφώσει η Τουρκία στο Αιγαίο, στη Δυτική Θράκη, στην κυπριακή ΑΟΖ, και αλλαχού, με την ευθεία αμφισβήτηση από τον Ρ.Τ. Ερντογάν της συνθήκης της Λωζάννης, αποτελούν προϊόν παρέμβασης, διά της χρήσεως της απειλής της στρατιωτικής ισχύος ή διά της χρήσεως της στρατιωτικής ισχύος της ίδιας, στο πεδίο του συσχετισμού δυνάμεων, προκειμένου να παραχθούν και να ενθυλακωθούν, σ’ αυτό το τελευταίο, ως αναπόδραστα, συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα.
Είναι προφανές πως η στρατηγική της έντασης εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου που ασκεί η Άγκυρα έχει αναβαθμιστεί ποιοτικώς το τελευταίο διάστημα, ενώ και οι «διεκδικήσεις» της έχουν αχθεί, από το επίπεδο του περιορισμού της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο χωρών σε θάλασσα, αέρα και έδαφος, στο επίπεδο της δημιουργίας γκρίζων και διαμφισβητούμενων ζωνών και, απ’ εκεί, στην απροκάλυπτη… παραχάραξη εθνικού χώρου ως τουρκικού (βλ. Ίμια και άλλα 18 (sic) νησιά και βραχονησίδες, που στην πραγματικότητα μπορεί να φθάνουν τις μερικές εκατοντάδες, κυπριακή ΑΟΖ κ.λπ.).
Έτσι, από το casus belli, τη δεκαετία του ’80 (κρίση ’87), σχετικά με το δικαίωμα της Ελλάδας να προβαίνει σε έρευνες για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου φυσικού της πλούτου στο Αιγαίο, περάσαμε, μετά την κρίση στα Ίμια το 1996, στη δημιουργία «γκρίζων» ζωνών και στην αναγνώριση «νόμιμων» δικαιωμάτων της Άγκυρας στο αρχιπέλαγος και, σήμερα, στην ευθεία και απροσχημάτιστη αμφισβήτηση της κυριότητας ελληνικού εθνικού χώρου, τον οποίο η Τουρκία θεωρεί… κατεχόμενο και απειλεί με πόλεμο, προκειμένου να τον… απελευθερώσει.
Παράλληλα, διά της κλιμάκωσης των αμφισβητήσεων, των «εναλλακτικών ερμηνειών» των διεθνών συνθηκών, προς ίδιον όφελος, στα «όρια -υποτίθεται- του διεθνούς δικαίου», και διά της δημιουργίας κρίσεων, η Άγκυρα επιχειρεί να αναδιευθετήσει προς όφελός της τους εξυφαινόμενους σχεδιασμούς στο ενεργειακό και στο ευρύτερο γεωπολιτικό πεδίο, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Αφενός, να διεμβολίσει το μέτωπο των συνεργασιών που προωθούν Ελλάδα και Κύπρος με άλλους σημαντικούς ενεργειακούς παίκτες στην περιοχή, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ και, ενδεχομένως, και άλλοι, και, αφετέρου, να αποτρέψει την Κυπριακή Δημοκρατία από το να προχωρήσει σε εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων της, υποβάλλοντας τη διαχείριση των υδρογονανθράκων σε μια λογική διαμοιρασμού, όπου, βεβαίως, η ίδια, διά της εργαλειοποίησης του Κυπριακού και του κατοχικού καθεστώτος, θα καρπωθεί έναν αναβαθμισμένο ενεργειακό ρόλο. Ήδη, οι Τούρκοι κάνουν λόγο για διπλές γεωτρήσεις και συμφωνία για συνδιαχείριση του φυσικού αερίου, ακόμη και σε περίπτωση «βελούδινου διαζυγίου» στο Κυπριακό!
Η Τουρκία, με άλλα λόγια, εκμεταλλευόμενη το διαρκώς αυξανόμενο ανισοζύγιο δυνάμεων ανάμεσα στις 3 χώρες, έχει μεταφέρει τη συμπεριφορά της από το επίπεδο των τακτικών προκλήσεων σ’ αυτό τής, διά μεθοδευμένων πράξεων και ενεργειών, επιθετικότητας, κλιμακώνοντας, διαρκώς, έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, έως και την πρόκληση πιθανού θερμού επεισοδίου, προκειμένου, επί τετελεσμένων, πια, δεδομένων, να κατοχυρώσει τις παράνομες διεκδικήσεις της.
Στην ουσία, Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται έκθετες στη δίνη ενός ακήρυχτου υβριδικού πολέμου εκ μέρους της Τουρκίας, χάνοντας διαρκώς μάχες και κεκτημένα, χωρίς δυνατότητα αποτελεσματικής αποτρεπτικής αντίδρασης, αλλά και χωρίς να ρίξουν ούτε μία σφαίρα.
Εκ των υστέρων περισπασμοί
Ποιος είναι, λοιπόν, ο σχεδιασμός αποτροπής της ελληνικής πλευράς στις τουρκικές ενέργειες και μεθοδεύσεις;
Μονίμως, ένας ασθμαίνων και εκ των υστέρων πολιτικός και διπλωματικός περισπασμός, που δεν μπορεί, ή δεν υπάρχει η βούληση, να ενασκηθεί στο πεδίο της στρατιωτικής ισχύος -το οποίο πάντοτε η ελληνική πλευρά, ή τουλάχιστον τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παραθεωρούσε ως δευτερεύοντα παράγοντα άσκησης πολιτικής-, όπου η Τουρκία επιχειρεί να παραγάγει απτά πολιτικά αποτελέσματα,
Η έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας, που αναγκάζει σε υποχωρητική αμηχανία Κύπρο και Ελλάδα και… ενεχυριάζει την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων και συμφερόντων στη βούληση διεθνών πατρώνων, αναδεικνύει, γι’ ακόμη μια φορά, ένα ασύγγνωστο έλλειμμα στρατηγικής κατανόησης των πραγματικών επιδιώξεων της Τουρκίας, και, συνακόλουθα, διαμόρφωσης των στρατηγικών προϋποθέσεων ανάσχεσής των.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός
Είχαμε και άλλοτε επισημάνει πως μια από τις πλέον ολέθριες παρανοήσεις της πολιτικής μας υπήρξε, ανέκαθεν, η κοντόθωρη ερμήνευση του τουρκικού μαξιμαλισμού ως εκδήλωσης μιας ενδημικής αλαζονείας του τουρκικού πολιτικού συστήματος, συναρτημένη με απωθημένες αυτοκρατορικές βλέψεις της νεο-οθωμανικής πολιτικής ελίτ, η οποία, διερχόμενη, υποτίθεται, μέσα από το ευρωπαϊκό δρομολόγιο του εκδημοκρατισμού και των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, θα εξέβαλλε σε μια «πολιτισμένη» συμπεριφορά, προσαρμοσμένη στα θέσμια και τους κανόνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και του ευρύτερου διεθνούς περιβάλλοντος.
Η εκτίμηση αυτή της τουρκικής πολιτικής, μέσα στην κοντόθωρη ανάλυσή της, στηρίχθηκε, ακριβώς, σε μια επιφανειακή κατανόηση των τουρκικών επιδιώξεων, τις οποίες ενέτασσε μέσα σε μια περιορισμένη χρονική προοπτική, αγνοώντας την πολιτική συστημική του χρόνου.
Ο «ρεαλισμός» του μεγίστου
Ο μαξιμαλισμός, αντίθετα με ό,τι πίστεψαν και ενδεχομένως συνεχίζουν να πιστεύουν πολλοί στην ελληνική πλευρά, που διέβλεπαν απλώς λεονταριστικές εξάρσεις και ελεγχόμενες παρεκτροπές κάθε φορά που αυτός ξεδιπλωνόταν στο πεδίο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ουσία της τουρκικής στρατηγικής, η μεθοδολογία και ο στόχος της.
Η ιδέα του μεγίστου, όπως επιβεβαιώνει σήμερα η «τρίτη τουρκική εισβολή» κατά της Κύπρου και οι «θερμές» προκλήσεις σε Ίμια, Αιγαίο και Θράκη, αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα ολοένα και πιο ρεαλιστική για την τουρκική ηγεσία, η οποία βλέπει πως η «κυριαρχία» του παράγοντα χρόνος συνεπιφέρει, σταδιακά, επικυριαρχία και στον παράγοντα «χώρος», αλλά και το αντίστροφο.
Κατ’ αντιδιαστολήν, η τρομακτική προοπτική του ελαχίστου γίνεται ολοένα και πιο ορατή και επίφοβη για την πλευρά μας, που, πλέον, ούτε πάνω στα «αυτονόητα» δεν μπορεί να οικοδομήσει μια στοιχειώδη πολιτική του εφικτού (ίδε διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας).
Με άλλους λόγους, η τουρκική στρατηγική είναι ο στρατηγικός μαξιμαλισμός εν δράσει, και, καθώς δεν είναι ούτε απότοκος της αλαζονείας, ούτε υπερβαίνει το μέτρο της ιστορίας και του λόγου της, προβάλλει ως ένας εχέφρων υπο-λογισμός του Καιρού, που τον διακρίνει η υπομονή και η σοφή αξιοποίηση του πρόσκαιρου.
Είναι η τέχνη του Χρόνου που ξέρει να συντονίζει τον ρυθμό της ευκαιρίας με το ρυθμό της αναγκαιότητας.
Δέον να υπομιμνηστεί εδώ, ότι, από τη δεκαετία του ’70, Τούρκοι αξιωματικοί του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο «ανεπίσημων» συζητήσεων εντός της Συμμαχίας, υπέβαλλαν, προς τα ενεά ώτα των συνομιλητών τους, πως όραμα και μακροπρόθεσμος στόχος του τουρκικού κράτους ήταν η ανασύσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και τότε δεν υπήρχε ούτε Ρ. Τ. Ερντογάν, ούτε έξαρση του ισλαμισμού, ούτε διαδικασία ισλαμοποίησης της τουρκικής κοινωνίας, ούτε ρητά αρθρωμένοι οι άξονες της κυρίαρχης σήμερα νεο-οθωμανικής ιδεολογίας. Γεγονός δηλωτικό ότι στη ρίζα του τουρκικού επεκτατισμού συμφύρονται, ως συμφυή, αλληλοτροφοδοτούμενα ριζώματα, η κεμαλική και η ισλαμιστική ιδεολογία, όπως εκφράζεται σήμερα από το ΑΚΡ.
* Την άποψή τους για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και την αύξουσα τουρκική επιθετικότητα, δίνουν δύο ακαδημαϊκοί, οι Ιωάννης Μάζης και Νικόλας Ραπτόπουλος, οι οποίοι μίλησαν στη «Σ» για το θέμα.
==================================
Ιωάννης Μάζης: Έχει, πλέον, αλλάξει ο χαρακτήρας των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Οι Τούρκοι, εδώ και καιρό, ακολουθούν τη μέθοδο της διαμόρφωσης συνεχών, μικρών και μεσαίων, τετελεσμένων. Με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνουν, αφενός, να δημιουργούν στη διεθνή κοινότητα την εικόνα διαφιλονικούμενων περιοχών και, αφετέρου, να δοκιμάζουν και να αξιολογούν την αποφασιστικότητα της Ελλάδας και της Κύπρου έναντι της εκδηλούμενης επιθετικότητάς τους. Εσχάτως, δε, ο Ρ. Τ. Ερντογάν έφτασε να απειλήσει και τον 6ο αμερικανικό στόλο. Αν δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή το «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι», θα πρέπει να αναμένουμε να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Η Τουρκία έχει σοβαρό πρόβλημα στο Αφρίν, όπου η εμμονική προσκόλλησή της στην επίτευξη επιτυχιών στην περιοχή της Συρίας, αλλά και η στάση των Αμερικανών υπέρ των Κούρδων, την αναγκάζει να υιοθετήσει τη στρατηγική των επιμέρους εκβιασμών σε διάφορα άλλα γεωπολιτικά υποσυστήματα. Τέτοια υποσυστήματα είναι το υποσύστημα των Κεντρικών και Κεντροδυτικών Βαλκανίων, το υποσύστημα Θράκη-Αιγαίο και το υποσύστημα Καστελόριζο-Κύπρος, όπου προβαίνει σε διάφορες μορφές προκλήσεων, που είναι ιδιαίτερα αναβαθμισμένες το τελευταίο διάστημα.
Μάλιστα, όσον αφορά την Κύπρο και το Καστελόριζο, η Άγκυρα χρησιμοποιεί την ίδια μεθοδολογία, με την έκδοση συνεχών παρανόμων Navtex, επιχειρώντας να εξουδετερώσει τα θαλάσσια συμπλέγματα Ελλάδας-Κύπρου, και στέλνοντας, παράλληλα, το μήνυμα ότι είναι διατεθειμένη και ικανή να πυροδοτήσει τα πράγματα, εάν δεν λάβει τα ανταλλάγματα που θέλει στο Αφρίν, χωρίς, ωστόσο, να αφίσταται των διεκδικήσεών της στην Αν. Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
Ελληνική αντίδραση
Πώς αντιδρούν, λοιπόν, Κύπρος και Ελλάδα; Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν, κατά τη γνώμη μου, μαζί με τις άλλες αμέσως ενδιαφερόμενες χώρες της περιοχής, με τις οποίες έχουν συμβληθεί και με τριμερείς συνεργασίες, την Αίγυπτο και το Ισραήλ, να καταλήξουν σε συγκεκριμένες συμφωνίες, διά των οποίων να καταγγέλλουν επισήμως στο Σ.Α. των Η.Ε. τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Έχω την αίσθηση ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει και ότι κρατά ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του.
Από την άλλη, Κύπρος και Ελλάδα οφείλουν, στο επίπεδο γενικών υποθέσεων της Ε.Ε. και στο επίπεδο της διάσκεψης των Υπουργών Άμυνας της Ένωσης, να εγείρουν το θέμα των τουρκικών προκλήσεων, στέλνοντας το μήνυμα ότι, διά των πειρατικών ενεργειών της Άγκυρας, βρίσκεται εν κινδύνω η ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.
Η Αθήνα, επιπρόσθετα, πρέπει να καταθέσει ανάλογη θέση στο ΝΑΤΟ, υποδεικνύοντας ότι, λόγω της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας, απειλείται η ειρήνη και η ασφάλεια στην Αν. Μεσόγειο.
Ταυτόχρονα, οργανωμένες κινήσεις θα πρέπει να γίνουν και στο στρατιωτικό επίπεδο, με τη διεξαγωγή κοινής στρατιωτικής άσκησης των 4 χωρών, προκειμένου να αναδείξουν τον κίνδυνο γενικότερης ανάφλεξης στην Αν. Μεσόγειο. Διαφορετικά, πολύ φοβάμαι ότι η Τουρκία θα προχωρήσει στη σταδιακή σαλαμοποίηση της κυπριακής ΑΟΖ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο αμερικανικός ρόλος
Θα πρέπει, ωστόσο, εδώ να λεχθεί, επειδή γίνεται διαρκώς λόγος για τον ρόλο των Αμερικανών και αναμένονται από αυτούς συγκεκριμένα πράγματα, ότι η περίπτωση της Κύπρου είναι εντελώς διαφορετική για τις ΗΠΑ, σε σχέση με την Ελλάδα.
Εν προκειμένω, δυσκολεύομαι να κατανοήσω τους συχνότατα εκφραζόμενους «φόβους» των αμερικανικών διπλωματικών Αρχών στην Αθήνα περί πρόκλησης «αθέλητου ατυχήματος», εάν συνεχιστεί η ένταση στο Αιγαίο. Πρόκειται για δηλώσεις που προκαλούν ερωτήματα. Γιατί, αν η ηγέτιδα χώρα του ΝΑΤΟ εκφράζει φόβο για σύγκρουση δύο ΝΑΤΟϊκών συμμάχων, αυτό σημαίνει ότι, είτε δηλοί πως δεν μπορεί να ηγείται της Συμμαχίας είτε κάτι άλλο συμβαίνει, που μένει να δούμε.
Γιατί, απέναντί μας έχουμε μιαν αναθεωρητική δύναμη, η οποία απειλεί να ανατρέψει την ασφάλεια αλλά και τους συσχετισμούς στην περιοχή.
Όσον αφορά την Κύπρο, μόνο γελοία ακούγεται η απειλή Ερντογάν για τον 6ο αμερικανικό στόλο. Ωστόσο, πρέπει οι ιθύνοντες σε Αθήνα και Λευκωσία να έχουν υπ’ όψιν ότι έχει πλέον αλλάξει ο χαρακτήρας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς, όπως έχω επισημάνει, η Τουρκία έχει προδήλως καταστεί, πλέον, μια εμπράκτως αναθεωρητική, με πρόδηλες επιθετικές διαθέσεις, δύναμη σε όλη την Αν. Μεσόγειο.
Ως εκ τούτου, οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε εκ βάθρων την ελλαδική πολιτική κατευνασμού έναντι της Άγκυρας, προτού βρεθούμε προ οδυνηρών, εθνικώς, αποτελεσμάτων. Ένα από τα πρώτα πράγματα που επιβάλλεται να πράξουμε, είναι η ενεργοποίηση του αδρανούντος, δυστυχώς, δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου.
Το δεύτερο είναι η άμεση σύγκληση των δύο τριμερών Συνεργασιών Ελλάδος-Κυπριακής Δημοκρατίας-Ισραήλ και Ελλάδος-Κυπριακής Δημοκρατίας-Αιγύπτου με αντικείμενο την αξιολόγηση της τουρκικής επιθετικότητος και αναθεωρητικής διαθέσεως, το ζήτημα των κινδύνων για την Ενεργειακή Ασφάλεια της Δύσεως που η επιθετικότητα αυτή παρουσιάζει και την αποτρεπτική δράση των χωρών μας σε διπλωματικό και αμυντικό επίπεδο. Τα αποτελέσματα αυτών των δύο συνδιασκέψεων πρέπει να κατατεθούν στην Ε.Ε., το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο ΝΑΤΟ.
Αυτά αποτελούν ενέργειες και δράσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν… χθες!
* Καθηγητής, Πρόεδρος του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών & Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Νικόλας Ραπτόπουλος: Επεκτατική η στρατηγική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο
Η νεο-οθωμανική ηγεσία της Τουρκίας έχει θέσει σε εφαρμογή μία επεκτατική στρατηγική στη Μέση Ανατολή, η οποία λαμβάνει χώραν υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες γι’ αυτήν, τόσον εξαιτίας δυσχερειών στην εσωτερική πολιτική σκηνή, όσο και στην περιφερειακή. Η επιθετική στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία στοχεύει, αφενός, στο να προωθήσει με έναν ανέξοδο τρόπο τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα στην Ανατ. Μεσόγειο, μέσα από μια πολιτική εκφοβισμού, η οποία βασίζεται στην επιθετικότητά της στη Συρία, και, αφετέρου, την αποτροπή οποιασδήποτε προσπάθειας εξισορρόπησης της κατάστασης στην περιοχή μας, προκειμένου Αθήνα και Λευκωσία να μην επιχειρήσουν να επανακτήσουν το «χαμένο έδαφος».
Αναφορικά με το θερμό επεισόδιο, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Είναι αλήθεια ότι το τουρκικό Δόγμα των 2 ½ Πολέμων που εκφράστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 από τον τότε πρέσβη και μετέπειτα βουλευτή του Ρ.Λ.Κ., Σιουκρού Ελέκνταγ, προέβλεπε τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων σε παραπάνω από δύο μέτωπα. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση του μεταγενέστερου Δόγματος Νταβούτογλου, η επιθετική ρητορική της τουρκικής ηγεσίας προσβλέπει ολοένα και περισσότερο στην «επίδειξη δυνάμεως» προς τους γείτονες, αλλά και προπέτεια απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις.
Οι τεχνητές εντάσεις και η απειλή χρήσης βίας, δηλαδή, χρησιμοποιείται κυρίως εργαλειακά για να αποκτηθούν τα επιδιωκόμενα κέρδη, δίχως να αναγκαστεί η χώρα να εμπλακεί σε σύρραξη. Ενδέχεται ακόμη να επιχειρείται η κάλυψη και αδυναμιών της σε ορισμένους τομείς. Οι κρίσεις, συνεπώς, στοχεύουν στην αύξηση της υποχωρητικότητας του αντιπάλου μετά τη φάση της αποκλιμάκωσης, εξέλιξη που πιθανόν να καθιστούσε ευκολότερο το έργο σε μια επόμενη κρίση.
Η ελληνική αντίδραση
Η εφαρμογή μιας ψύχραιμης στρατηγικής με στόχο την ανατροπή των αναθεωρητικών ή επεκτατικών σχεδίων του αντιπάλου με όλα τα διαθέσιμα πολιτικά, διπλωματικά και άλλα μέσα πρέπει να είναι η ελληνική αντίδραση. Αν η στρατηγική της εσωτερικής ενδυνάμωσης είναι ανεπαρκής για να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη επιθετικότητα, τότε μπορεί να επιχειρηθεί παράλληλα και εκείνη της εξωτερικής εξισορρόπησης, που σημαίνει σύναψη συνασπισμών με ισχυρότερες δυνάμεις, ικανές και πρόθυμες να επωμισθούν το φορτίο της στήριξης και της προάσπισης των συμφερόντων μας. Για την επίτευξή της απαιτείται μια επίπονη προσπάθεια συντονισμού και ταύτισης συμφερόντων με τις μεγάλες ή/και περιφερειακές δυνάμεις. Στόχος είναι να περάσει το μήνυμα στην άλλη πλευρά, ότι η χώρα κατέχει ικανή αποτρεπτική ισχύ, δίχως να αφήσει αμφιβολίες για το πολύ υψηλό κόστος που θα έχει να πληρώσει ο επιτιθέμενος.
Ο αμερικανικός ρόλος
Πέραν της όποιας αναβάθμισης της θέσης της Μόσχας στη Μέση Ανατολή, κυρίως στη Συρία, οι ΗΠΑ φαίνεται πως θα συνεχίσουν να διατηρούν την επιρροή τους στην εν λόγω περιοχή, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, εξαιτίας των στρατηγικών συμμάχων και οικονομικών συμφερόντων που έχουν να προασπιστούν. Παλαιότερα, τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον ίσως να υπαγόρευαν μια πολύ πιο στενή σχέση με την Τουρκία. Ωστόσο, οι πρόσφατες κρίσεις με την Άγκυρα όχι μόνο ανέσυραν μνήμες του 2003, αλλά προβλημάτισαν για την τάση της τουρκικής ηγεσίας για πιθανή «αποσκίρτηση».
Η ενδεχομένως και συγκυριακή ψύχρανση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων προσφέρει στην ελληνική διπλωματία ένα πολύτιμο παράθυρο ευκαιρίας. Η περαιτέρω καλλιέργεια μιας αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας με την Ουάσιγκτον δεν θα οδηγούσε ίσως αυτόματα στην αναβίωση μιας παρεμβατικής πολιτικής, όπως εκείνη του 1964 (Επιστολή Τζόνσον προς Ινονού), αλλά θα συνέβαλλε στον αποτελεσματικότερο περιορισμό της τουρκικής προκλητικότητας.
- Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
ΠΗΓΗ:http://www.sigmalive.com/simerini/politics/494155/tis-amynis-ta-parastratimata