Επαρχία Κυρηνείας: Μάθημα Πατριδογνωσίας

Print Friendly, PDF & Email

19.5.2018

του Πέτρου Παπαπολυβίου

Ο Δήμος Κερύνειας έχει κηρύξει αυτή τη βδομάδα ως «εβδομάδα Κερύνειας», οργανώνοντας, σε συνεργασία με τα σωματεία της ομορφότερης κυπριακής πόλης, διάφορες πολιτιστικές και πολιτικές εκδηλώσεις. Συμμετέχοντας με τη στήλη μας στην ωραία πρωτοβουλία των Κερυνειωτών, παρουσιάζουμε δυο περιγραφές της επαρχίας Κερύνειας από αντίστοιχα βιβλία που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 1890. Το πρώτο απόσπασμα προέρχεται από ένα από τα πρώτα σχολικά βιβλία Γεωγραφίας που κυκλοφόρησαν στην Κύπρο, την «Τοπογραφία της νήσου Κύπρου προς χρήσιν των Δημοτικών Σχολείων» του Γ. Μ. Κωνσταντινίδη (Λάρνακα 1894). Διαβάζουμε (διατηρείται η ορθογραφία και τα δεδομένα του πρωτοτύπου):

«Η επαρχία Κυρηνείας αποτελείται από εν μόνον διαμέρισμα και αριθμεί 15,000 κατοίκους, των οποίων 2,800 είναι Τούρκοι. Εκτείνεται δ’ επί του βορείου μέρους της νήσου, είναι ορεινή και κατάφυτος το πλείστον εξ ελαιών, κερατεών και άλλων δένδρων, παράγουσα κεράτια, έλαιον, γεννήματα, μέταξαν. Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Κυρήνεια παράλιος πόλις έχουσα μικρόν λιμένα, αρχαίον φρούριον και 1300 κατοίκους. Δύο μίλια δυσμικώς αυτής κείται ο Καραβάς, ωραία κώμη κατάρρυτος κατοικουμένη υπ’ αμιγούς ελληνικού πληθυσμού έχουσα πολλούς κήπους και 1580 κατοίκους. Δεκαπέντε λεπτά δυτικώς αυτής κείται η επίσης ωραία και κατάφυτος κώμη Λάπιθος, η μεγίστη των εν τη νήσω, έχουσα 2600 κατοίκους. Η Λάπιθος εχρημάτισε πρωτεύουσα ενός των εννέα βασιλείων της Κύπρου. Των πολλών αυτής βρύσεων η μεγίστη, κεφαλόβρυσον ονομαζομένη, θέτει εις κίνησιν πολλούς μύλους και ποτίζει τους προς την θάλασσαν γονίμους αγρούς της, παράγοντας κολοκάσιον, σησάμιον, βάμβακα, κρόμμυα και άλλα προϊόντα. Οι Λαπίθιοι ασχολούνται εκ παλαιοτάτων χρόνων εις την κεραμικήν, έτσι δε κατασκευάζουσι καθέκλας, ανθόνερον, αι δε γυναίκες αυτών υφαίνουσι πανία αξιόλογα. Επί της παραλίας, ης απέχει είκοσι λεπτά, υπάρχουσι τα ερείπια της αρχαίας πόλεως και η αξιόλογος μονή της Αχειροποιήτου.

– Βασίλεια δυσμικώς, εν η ευρίσκεται μετόχιον Σιναϊτικόν (440 κάτ.). Κορμακίτης παρά το ομώνυμον ακρωτήριον· οι κάτοικοι αυτού συμποσούμενοι εις 430 είναι άπαντες Μαρωνίται. Διόριος νοτιοανατολικώς, κώμη έχουσα ωραίαν θέαν και 430 κατοίκους. Πλησίον αυτού προς ανατολάς κείται η Μύρτου, ένθα ευρίσκεται η ονομαστή μονή του Αγίου Παντελεήμονος εν η εδρεύει ο Μητροπολίτης Κυρηνείας (320 κάτ. Έλλ.).

Προχωρούντες προς ανατολάς εις τους πρόποδας του όρους απαντώμεν τας μικράς κώμας Λάρνακα της Λαπήθου, Αγριδάκι και Σύσκληπον. – Δίκωμον (Κάτω και Άνω) εν τω μέσω της μεταξύ Λευκωσίας και Κυρηνείας αμαξιτού, χωρίον ελληνικόν, έχον 780 κατοίκους. – Πελλαπαΐσι νοτιοανατολικώς της Κυρηνείας, περικαλλής κώμη, έχουσα λαμπρόν γοτθικόν ναόν και 400 κατ. Έλληνας. Παρ’ αυτήν κείται το Καζάφανι (550 κάτ.) ένθα κατασκευάζεται πολύ εκ κερατίων μέλι και παστέλλι. Άλλα χωρία έχοντα περί τους 500 κατοίκους είναι Κάρμι προς δυσμάς και Άγιος Επίκτητος και Άγιος Αμβρόσιος προς ανατολάς.»

Πολύ πιο γνωστή έκδοση από τη σπάνια σήμερα και άγνωστη σχολική «Τοπογραφία» του Γ. Μ. Κωνσταντινίδη είναι η κατά τρία έτη προηγηθείσα, «Κύπρις» του Γεώργιου Σ. Φραγκούδη, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1890 και ουσιαστικά αποτελεί το πρώτο σύγχρονο περιηγητικό βιβλίο του νησιού μας γραμμένο από Κύπριο, ο οποίος μάλιστα γύρισε ολόκληρη την Κύπρο πεζοπορώντας για να συγκεντρώσει το υλικό του. Και ο (Λεμεσιανός) Φραγκούδης υμνεί την Κερύνεια: «Η Κυρήνεια κείται εν τη μαγευτικωτέρα θέσει των παραλίων της νήσου. Ολόκληρος η ακτή από των μίαν ώραν μακράν υπερκειμένων ορέων μέχρι της θαλάσσης είναι κατάφυτος εκ κερατέων, ελαιών και διαφόρων άλλων δένδρων, άτινα αποτελούσι μέγα και εκτενές δάσος, ένθα διάφορα χωρία κείνται. Κήποι πλείστοι υπάρχουσιν ενταύθα, διό και το κλίμα της Κυρηνείας είναι υγιεινόν· και το ύδωρ αυτής είναι κάλλιστον. (…) Πλησίον και ολίγον άνωθι κείται το Πελλαπαΐσι, κατάφυτος και  ωραιοτάτη κώμη, περιρρεομένη υπό ψυχρών υδάτων, ρυάκων και πηγών, επί των υπωρειών των υπερκειμένων τη Κυρηνεία ορέων. Το Πελλαπαΐσι ενούμενον σχεδόν μετά του παρακειμένου Καζαφανίου αποτελεί την ωραιοτέραν της νήσου τοποθεσίαν, μαγικόν επίγειον παράδεισον· και αλλαχού της νήσου ευρίσκομεν τοποθεσίας εξόχως ωραίας, αλλ’ ουδαμού βλέπει τις την ενταύθα υπάρχουσαν ποικιλίαν. Όπου και αν σταθή τις βλέπει κάτωθι την κατάφυτον πεδιάδα της Κυρηνείας, την θάλασσαν μαρμαίρουσαν και μακράν τα όρη της Ελάσσονος Ασίας, ακούει το κελάρυσμα των πανταχόθεν καταρρεόντων υδάτων, το μελωδικόν άσμα της αηδόνος, το τερέτισμα των μικρών πτηνών, ευφραίνεται επί τη ευωδία μυροβόλων ανθέων. Αναμίξ άγρια και οπωροφόρα δένδρα αποτελούσι μαγευτικόν τοπείον. Τήδε κακείσε λευκάζουσιν οι χωρικοί οικίσκοι και εν τω μέσω των δασών υψούνται τα μεγαλοπρεπή ερείπια της υπό του Ούγου του Γ΄ κατά την 13ην εκατονταετηρίδα ανεγερθείσης γαλλικής μονής.»

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 19 Μαΐου 2018

ΠΗΓΗ:https://papapolyviou.com/2018/05/19/eparhia-kirinias-mathima-patridognosias/