του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη*
06 Νοε 2016
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου που έδωσε, φρόντισε να υπογραμμίσει κυρίως τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας της Κύπρου και της ελληνοκυπριακής κοινότητας για εξεύρεση λύσης στο κυπριακό πρόβλημα, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πολιτική ομαλότητα σε ολόκληρη την επικράτεια, κυρίως όμως να επανέλθει το καθεστώς νομιμότητας στην Κύπρο, το οποίο επλήγη βάναυσα με την τουρκική εισβολή και κατοχή του 1974, μια διεθνής παρανομία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Είναι φυσικά σωστό, θεμιτό και αναγκαίο η ηγεσία της Κύπρου και ως πολιτική ηγεσία του κράτους, αλλά και ως ελληνική κοινότητα, να απευθύνει με κάθε ευκαιρία χείρα συνεργασίας και φιλίας προς τους Τουρκοκυπρίους, συμπολίτες του ίδιου κράτους. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το παιχνίδι για τη λύση του Κυπριακού δεν διαδραματίζεται στην Κύπρο, αλλά στην Άγκυρα. Όπως έχουμε κατ’ επανάληψιν υπογραμμίσει και από αυτή τη στήλη, η Τουρκία ήδη από τη δεκαετία του 1950 τόνιζε επισήμως και άνευ περιστροφών πως η Κύπρος, ως στρατηγικός χώρος, την ενδιαφέρει ούτως ή άλλως και ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει τον έλεγχό της, ανεξαρτήτως της παρουσίας ή μη της τουρκοκυπριακής κοινότητας ή και Τούρκων κατοίκων στο νησί. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα ήταν απλά η αφορμή, την οποία αγκάλιασε με πάθος και θέληση αξιοποίησης οποιασδήποτε ευκαιρίας ή μομέντουμ εμφανιζόταν για να ελέγξει τον χώρο και το κράτος, δηλαδή την πολιτική υπόσταση της Κύπρου.
Το 1974 ήταν μία μοναδική ευκαιρία, η οποία αξιοποιήθηκε μετά από δύο αποτυχημένες αντίστοιχες ευκαιρίες του 1964 και του 1967, και έκτοτε από το 1974 επιχειρεί να δημιουργήσει το πλαίσιο εκείνο που θα επιτρέψει στην Άγκυρα να εδραιώσει και να επεκτείνει την παρουσία της στη Μεγαλόνησο. Οι αναφορές του Προέδρου Αναστασιάδη για την τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι ενδιαφέρουσες, έχουν όμως πολύ μικρότερη σημασία ως δυναμική, που θα ήταν σε θέση να οδηγήσει το κυπριακό πρόβλημα σε αίσια έκβαση, γιατί ακριβώς εκείνος που αποφασίζει για την τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι η Άγκυρα και όχι ο κύριος Ακιντζί, πράγμα που δεν αντιστοιχεί στην περίπτωση της ελληνοκυπριακής κοινότητας, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού πολύ περισσότερο με τον κύριο Ερντογάν και πολύ λιγότερο με τον κύριο Ακιντζί.
Επομένως, ως λογικό συμπέρασμα μπορούμε να εξαγάγουμε πως η Κύπρος ως ελληνική κοινότητα μπορεί να διεξάγει οποιεσδήποτε συνομιλίες με τους Τουρκοκυπρίους, δεν μπορεί όμως να ελπίζει πως θα επιλυθεί το κυπριακό πρόβλημα άνευ της θελήσεως της Άγκυρας. Η Κύπρος, κατόπιν τούτων, έχασε πολύτιμο χρόνο όλες αυτές τις δεκαετίες να συζητά άνευ πολιτικού αντικρίσματος, ενώ η πραγματική κινητοποίηση που θα έπρεπε να είχε γίνει, θα αφορούσε στη διεκδίκηση της απελευθέρωσης από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής και τους εποίκους, πράγμα που αν το επιτύγχανε η Κύπρος θα είχε κάθε ευκαιρία και δυνατότητα να οδηγήσει τα πράγματα σε μια αίσια λύση του κυπριακού προβλήματος.
Δεδομένης όμως της απόφασης της Τουρκίας να μην επιτρέψει καμία λύση του Κυπριακού, που να είναι περιορισμένη εντός των κυπριακών ορίων και να μην έχει η ίδια το δικαίωμα επέμβασης ως εγγυήτρια δύναμη ή να μην έχει στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και δεδομένου πως η ελληνική πλευρά, όπως όλα δείχνουν, δεν θα επιτρέψει στην Τουρκία να έχει αυτές τις δυνατότητες στο πλαίσιο της λύσης, οι οποίες θα καθιστούσαν την Κύπρο όμηρο της Άγκυρας, η εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό με αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να θεωρείται περίπου ουτοπική.
Κατόπιν των ανωτέρω, Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να σχεδιάσουν μια στρατηγική που να παραπέμπει στις ευθύνες της Άγκυρας και την υποχρέωση του διεθνούς παράγοντα να ασκεί πιέσεις έναντι της Τουρκίας και των βλέψεών της επί της Κύπρου, κυρίως όμως οφείλει η Αθήνα να αξιοποιήσει το μομέντουμ της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού, για να απαιτήσει πως η λύση του προβλήματος δεν μπορεί να περιλαμβάνει εγγυήσεις τρίτων. Διαφορετικά, η Κύπρος μπορεί να παραμείνει ως έχει, κράτος που προστατεύει τον Ελληνισμό και να προσδοκούμε σε μια ευκαιρία, που θα επιτρέψει στην Αθήνα και στη Λευκωσία να παρέμβουν προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας.
Εκείνο που οφείλουμε να εκπονήσουμε ως Ελληνισμός, δηλαδή οι κρατούντες στην Αθήνα και στη Λευκωσία, είναι μια στρατηγική επιβίωσης του κυπριακού Ελληνισμού, που είναι όρος άνευ του οποίου νομοτελειακά θα χαθεί η Κύπρος και η Αθήνα θα συρρικνωθεί σε μια κρατική υπόσταση χωρίς το Αιγαίο.
Η Κύπρος, επομένως, είναι η δοκιμασία πάνω στην οποία στηρίζεται το μέλλον του Ελληνισμού, που σημαίνει όχι μόνο την επιβίωση της κρατικής υπόστασης, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και της οργάνωσης της στρατηγικής της απελευθέρωσης των κατεχομένων εδαφών, που σημαίνει την επανασύνδεση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού και ως κρατικής υπόστασης, η οποία οφείλει και είναι σε θέση να επουλώσει κατά τρόπον αξιόπιστο την τραυματική εμπειρία του 1974.
*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή:http://www.sigmalive.com/simerini/politics/377173/prosdokies-aneu-antikrismatos