του Γιώργου Κέντα
07 Νοε 2016
Σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού τα Σώματα Ασφαλείας (Στρατός, Αστυνομία, Πυροσβεστική) θα πρέπει να οικοδομήσουν μια κουλτούρα η οποία θα διέπεται από μια κοινή αντίληψη για το κρατικό συμφέρον, τη δημόσια ασφάλεια, τη σταθερότητα, καθώς και την αντιμετώπιση απειλών κατά του κράτους. Άλλωστε, αν δεν υπάρξει αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει κράτος, δεν μπορεί να υπάρξει λύση, δε θα λειτουργήσει η λύση ούτε μια μέρα.
Είναι όμως μέγιστο λάθος να εμπλέκονται τα Σώματα Ασφαλείας, σ’ αυτή την περίπτωση η Αστυνομία, σε πειραματικές-πολιτικές επιχειρήσεις, όπως αυτή που έγινε στην Πύλα. Τα Σώματα Ασφαλείας δεν μπορούν να εμπλέκονται σε πολιτικά παιγνίδια. Τόσο το κύρος όσο και η αξιοπιστία των Σωμάτων αυτών δεν πρέπει τίθενται σε ρίσκο. Τέτοιου είδους ενέργειες έχουν ανάμεικτα αποτελέσματα και δε θα πρέπει να αγνοούνται ή/και να παραβλέπονται οι αρνητικές συνέπειες.
Κάποιοι υποστήριξαν ότι η επιχείρηση αυτή ήταν μια δοκιμή συνεργασίας ανάμεσα στις «Αρχές» εκάστου εν δυνάμει συνιστώσας πολιτείας. Από επιχειρησιακής πλευράς το αποτέλεσμα ήταν θετικό. Όμως αυτό είναι ένα επιφανειακό-συγκυριακό ζήτημα. Η οργάνωση της επιχείρησης πήρε πέραν του ενάμιση χρόνου και η διαδικασία συντονισμού πέρασε μέσα από χίλια-μύρια κύματα. Η επιχείρηση αυτή έγινε στην ουσία με «τις δύο Αστυνομίες» να διατηρούν την «αυτοτέλεια», την «εξουσία» και τους «συμβολισμούς» τους.
Το κατά πόσο τα Σώματα Ασφαλείας θα μπορέσουν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο ενός ομόσπονδου συνεταιρισμού δεν εξαρτάται ούτε από μία ούτε από εκατό κοινές επιχειρήσεις υπό τις τρέχουσες συγκυρίες. Υπάρχει πληθώρα εμπειρίας και βιβλιογραφίας για τα ζητήματα αυτά και απαιτείται μια κάποια σοβαρότητα στην αντιμετώπισή τους.
Ταυτόχρονα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η παρανομία και η εγκληματικότητα, το οργανωμένο έγκλημα στην Πύλα, δεν ξεριζώνονται με μια επιχείρηση. Όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εγκληματικότητα σε γκρίζες περιοχές της Πράσινης Γραμμή και αλλού (π.χ. βρετανικές βάσεις) είναι προβληματική. Έστω. Το γεγονός ότι ξηλώθηκαν κάποιες παράνομες «επιχειρήσεις» μπορεί να θεωρηθεί θετικό. Οι παράνομοι και οι παράνομες δραστηριότητες στο πεδίο του τζόγου όμως θα επανέλθουν αργά η γρήγορα (και) στην Πύλα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στις βρετανικές βάσεις. Το ζήτημα λοιπόν δεν είμαι μόνο τι επιτεύχθηκε από την επιχείρηση αλλά τι απαιτήθηκε, τι θυσιάστηκε προκειμένου να εφαρμοστεί στην πράξη.
Η Κυπριακή Δημοκρατία επιχειρηματολογούσε ανέκαθεν ότι η κυριαρχία στην Πύλα, καθώς και σε όλη την λεγόμενη νεκρή ζώνη, της ανήκει, καθώς την έχει εκχωρήσει στα Ηνωμένα Έθνη προσωρινά. Το γεγονός αυτό, η κυριότητα δηλαδή της νεκρής ζώνης από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αμφισβητείται (μόνο) από την Τουρκία. Αναγνωρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη. Αυτό γίνεται με ξεκάθαρο τρόπο στα ψηφίσματα για την παρουσία της UNFICYP στην Κύπρο. Όλα τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας θεωρούν το ζήτημα αυτό ως δεδομένο. Υπάρχουν επίσης γνωματεύσεις επί του θέματος.
Από την άλλη, η Τουρκία μεθοδεύει και επιδιώκει να κερδίσει το δικαίωμα συγκυριαρχίας επί της νεκρής ζώνης. Με ενέργειες οι οποίες άρχισαν επί διακυβερνήσεως Δ. Χριστόφια έχουν δημιουργηθεί πολιτικά τετελεσμένα, τα οποία δίνουν το δικαίωμα στην Τουρκία και την τουρκοκυπριακή κοινότητα να διεκδικούν με περισσότερα επιχειρήματα τη συγκυριαρχία στη νεκρή ζώνη.
Κατά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων, για παράδειγμα, η τουρκική πλευρά επέμενε -και η ελληνοκυπριακή κοινότητα αποδέχθηκε- το διαμοιρασμό των εργασιών 50-50 σε ό,τι αφορά τα έργα υποδομής που απαιτούνταν (π.χ. διάνοιξη δρόμων, ασφάλτωση διόδων). Στη βάση αυτών των εξελίξεων και «νέων πολιτικών δεδομένων», η τουρκική πλευρά υποστηρίζει ότι η εδαφική έκταση της νεκρής ζώνης ανήκει εξ ημισείας και στις δύο κοινότητες. Αυτή είναι και μια βασική θέση στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται την περίοδο αυτή.
Αποτέλεσμα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα να προσπαθεί να πείσει ότι η κυριαρχία της νεκρής ζώνης ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν πρέπει να τίθεται ζήτημα διαπραγμάτευσης επί τούτου, διότι θεωρείται εν δυνάμει έδαφος της Ελληνοκυπριακής Συνιστώσας Πολιτείας. Ανάλογα ζητήματα αφορούν και το έδαφος που ενδεχομένως θα επιστρέψει η Βρετανία, το οποίο, σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, πρέπει να επιστραφεί στην Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πέρα από τους διαπραγματευτικούς σκοπέλους που δημιουργούνται, σε περίπτωση που υπάρξει λύση σύντομα ενδεχομένως τέτοιες ενέργειες, όπως αυτές της Πύλας, να ξεχαστούν και να ενδιαφέρουν μόνο τους ερευνητές. Ταυτόχρονα όμως, τέτοιες ενέργειες αλείφουν βούτυρο στο ψωμί των οπαδών της διατήρησής του status quo, αφού στην μεν τουρκοκυπριακή κοινότητα κάποιοι πιστεύουν ότι κερδίζει έδαφος η αναγνώριση χωριστής κυριαρχίας και στη δε ελληνοκυπριακή κοινότητα κάποιοι θεωρούν ότι με τέτοιου είδους ενέργειες εκχωρείται άμεσα κυριαρχία. Σε περίπτωση ενός νέου αδιεξόδου τέτοιου είδους ενέργειες θα προκαλέσουν νέα δεδομένα και νέα προβλήματα σε διάφορα επίπεδα.
* Αναπληρωτής Καθηγητής
Διεθνούς Πολιτικής και Διακυβέρνησης,
Πανεπιστήμκιο Λευκωσίας.
Πηγή:http://www.philenews.com/el-gr/f-me-apopsi-eponymes-gnomes/385/339257/i-epicheirisi-stin-pyla