Η Ελληνο-Τουρκική Κρίση Του 1987

Print Friendly, PDF & Email

του ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΤΩΠΟΔΗ* 

Το 1976 ο Robert Jervis, σημερινός καθηγητής του πανεπιστημίου Columbia των Ηνωμένων Πολιτειών, παρουσιάζει το έργο του «Perception and Misperception in International Politics», στο οποίο μεταξύ άλλων αναλύεται πώς λανθασμένες και στερεοτυπικές αντιλήψεις ή διάφορες παρερμηνείες εκατέρωθεν ενεργειών μπορούν να σύρουν δύο κράτη σε πόλεμο. Η θεωρία του λίγο έλειψε να επιβεβαιωθεί στην περίπτωση της κρίσης του 1987 ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.

Τους τελευταίους μήνες του 1986 η κοινοπραξία που εκμεταλλευόταν τα κοιτάσματα πετρελαίου περί της νήσου Θάσου, εξέφρασε τη βούλησή της να προχωρήσει σε νέες έρευνες για την ανεύρεση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου στη θαλάσσια περιοχή του «Μπάμπουρα», ανατολικά της Θάσου, περιοχή που βρίσκεται πέραν των 6 ναυτικών μιλίων. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Ελλάδα έχει κηρύξει 6 ναυτικά μίλια υφαλοκρηπίδα, από τα 12 που δικαιούται βάσει του δικαίου της θάλασσας, ωστόσο τονίζει ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να επεκτείνει την υφαλοκρηπίδα της μέχρι τα 12, όταν αυτή το αποφασίσει. Σήμερα, από τα 6 και έπειτα θεωρείται ανοικτή θάλασσα. Σχεδόν δέκα χρόνια πριν, μετά την ελληνο-τουρκική κρίση του 1976, Ελλάδα και Τουρκία αποφάσισαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας. Σε αυτό το πλαίσιο υπέγραψαν το πρακτικό της Βέρνης, σύμφωνα με το άρθρο 6 του οποίου υπογραμμίζεται ότι «Τα δύο μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απέχουν από κάθε πρωτοβουλία ή πράξη σχετικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου η οποία μπορεί να παρενοχλήσει τη διαπραγμάτευση». Από το παραπάνω καταλαβαίνει κανείς ότι οι προθέσεις της κοινοπραξίας αποτελούσαν καθαρή παραβίαση του πρακτικού της Βέρνης – το οποίο ωστόσο η ελληνική πλευρά είχε διακηρύξει μονομερώς ως ανενεργό ήδη από το 1982, λόγω της άρνησης της Τουρκίας για προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας, γεγονός που είχε οδηγήσει τις διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο (Ρίζας, 2006).

Παρά τη θέση της Ελλάδας αναφορικά με το πρακτικό της Βέρνης, η ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε να προκαλέσει ένταση στις σχέσεις της με την Τουρκία, με αποτέλεσμα να καθυστερεί συνεχώς να εκδώσει άδεια για έρευνες στη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να πείσει τον διευθύνοντα σύμβουλο της καναδικής εταιρείας Denisson, που συμμετείχε με 51% στην κοινοπραξία, να μην επιμείνουν στις έρευνες. Όταν αυτή η προσπάθεια αποδείχθηκε άκαρπη, η κυβέρνηση αποφάσισε να εξαγοράσει τις μετοχές της Denisson στην Ελλάδα και να τις μεταφέρει στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου, η οποία συμμετείχε ήδη στην κοινοπραξία με ποσοστό 25%. Η απόφασή της αυτή πάρθηκε για να παρεμποδιστούν οι έρευνες, παρά το γεγονός ότι υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη διεμήνυαν ότι είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα της Ελλάδας να διεξάγει έρευνες στην υφαλοκρηπίδας της, απλά είναι αποκλειστικά στο χέρι της «πότε, πού και πώς θα το κάνει» (Γιαλλουρίδης, 2001).

Αντίθετα με τα παραπάνω, ο διευθύνων σύμβουλος της Denisson στην Ελλάδα ήταν πεπεισμένος ότι η ελληνική κυβέρνηση εξαγοράζει τις μετοχές προκειμένου να ξεκινήσει μόνη της άμεσα τις έρευνες. Η Τουρκία, λαμβάνοντας πληροφορίες απευθείας από την ίδια την κοινοπραξία και αναλογιζόμενη τις κατηγορίες της ελληνικής αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση για ενδοτισμό στις τουρκικές διεκδικήσεις, παρερμήνευσε τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, και υιοθέτησε τη θέση ότι πράγματι η τελευταία σκόπευε να αρχίσει άμεσα έρευνες πέρα από τα 6 ναυτικά μίλια. Φυσικά μια τέτοια εκδοχή εξυπηρετούσε την τουρκική πλευρά, από την άποψη ότι της έδινε την ευκαιρία να προωθήσει τις πάγιες επιδιώξεις της στο Αιγαίο (Ηρακλείδης, 2007).

Από την άλλη η Ελλάδα, ελλείψει αξιόπιστων διαύλων επικοινωνίας με τη γείτονα χώρα, παρερμήνευσε κι αυτή με τη σειρά της τη στάση της Τουρκίας. Θεώρησε ότι η Τουρκία, επιδιώκοντας κάποιο οικονομικό όφελος, λειτουργούσε ως «μαριονέτα» της κοινοπραξίας και στόχευε αποκλειστικά στην παρεμπόδιση της εξαγοράς των μετοχών από το ελληνικό δημόσιο. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε επίσημη διαμαρτυρία της Τουρκίας στις 27 Φεβρουαρίου 1987, με την οποία κατηγορούσε την Ελλάδα ότι παραβιάζει το πρακτικό της Βέρνης. Η ελληνική απάντηση στη τουρκική διαμαρτυρία επικεντρώθηκε στην επανάληψη της ελληνικής θέσης περί μη ισχύος του πρακτικού της Βέρνης. Οι παραπάνω ενέργειες το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενδυναμώσουν ακόμα περισσότερο τις λανθασμένες αντιλήψεις και των δύο μερών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, με αφετηρία ένα «ντόμινο» λανθασμένων αντιλήψεων, ξεκίνησε μία νέα κρίση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, που έφερε τις δύο χώρες κοντά στην ένοπλή σύρραξη (Ηρακλείδης, 2004).

Στις 26 Μαρτίου 1987 η Τουρκία, ούσα αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να προωθήσει τις πάγιες διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, στέλνει σε περιοχές αμφισβητούμενης υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στη Θάσο και τη Σαμοθράκη το ερευνητικό σκάφος «Σισμίκ 1», για έρευνες αναφορικά με την ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου. Η αποστολή θα ξεκινούσε στις 28 Μαρτίου, συνοδεία σημαντικού αριθμού πολεμικών πλοίων και, παράλληλα, οι τούρκικες ένοπλες δυνάμεις πήραν εντολή να βρίσκονται σε επιφυλακή. Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος κατά την ελληνο-τουρκική κρίση του 1976 καλούσε την προηγούμενη κυβέρνηση να βυθίσει το ίδιο ερευνητικό σκάφος «χωρίς δεύτερη σκέψη» αν διενεργούσε έρευνες σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, προειδοποίησε την Άγκυρα ότι η Ελλάδα δεν θα δίσταζε να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Δεσμεύτηκε δε να προβεί σε ενέργειες, από τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να υποχωρήσει χωρίς να εκθέσει το κύρος της χώρας (Συρίγος, 2016).

Αρχικά, τέθηκε σε κίνηση ο ελληνικός στρατιωτικός μηχανισμός. Ο ελληνικός στόλος βγήκε στο Αιγαίο, μαχητικά αεροσκάφη προωθήθηκαν στα αεροδρόμια διασποράς, και ξεκίνησε μία μερική και επιλεκτική επιστράτευση εφέδρων. Επιπλέον, κλήθηκε στο μέγαρο Μαξίμου ο Αμερικανός πρέσβης, όπου και του γνωστοποιήθηκε ότι η ελληνική ηγεσία είχε αποφασίσει το κλείσιμο της αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στη Νέα Μάκρη. Οι ενέργειες αυτές έδειξαν ότι η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη και έτοιμη να εμπλακεί, αν χρειαστεί, στρατιωτικά για να υπερασπιστεί την εθνική της κυριαρχία στο Αιγαίο. Η κίνηση, όμως, που άλλαξε τις ισορροπίες ήταν άλλη. Ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας, μετέβη αυθημερόν στη Σόφια για διαβουλεύσεις με τη βουλγαρική ηγεσία. Ο Βούλγαρος πρόεδρος Todor Zhivkov εξέφρασε την υποστήριξή του στην ελληνική κυβέρνηση, και διαβεβαίωσε την Ελλάδα ότι μπορούσε να αποσπάσει όσες στρατιωτικές μονάδες επιθυμούσε από τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα, καθώς εκεί δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Διέταξε μάλιστα τη μετακίνηση μιας μηχανοκίνητης ταξιαρχίας από τα ελληνο-βουλγαρικά στα βουλγαρο-τουρκικά σύνορα (Βερέμης, 2013).

Το γεγονός ότι -με την ένταση στο Αιγαίο να ανεβαίνει επικίνδυνα- ο υπουργός εξωτερικών μιας χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ επισκέφτηκε για συνομιλίες την ηγεσία μιας χώρας-μέλους του συμφώνου της Βαρσοβίας, που κατά περιόδους αντιμετώπιζε κι αυτή προβλήματα με την Τουρκία, θορύβησε αρκετά το ΝΑΤΟ. Βέβαια δεν μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι την κρίσιμη στιγμή η Βουλγαρία θα βοηθούσε την Ελλάδα στο πεδίο της μάχης, ωστόσο διαφαινόταν ξεκάθαρα ο κίνδυνος ότι μια ελληνο-τουρκική ένοπλη σύγκρουση μπορούσε να επιφέρει κατάρρευση ολόκληρης της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Στον απόηχο αυτών των γεγονότων, στις 27 Μαρτίου, συνήλθε η επιτροπή στρατιωτικών υποθέσεων του ΝΑΤΟ, στην οποία ο Έλληνας εκπρόσωπος υποστήριξε ότι οι ελληνικές ενέργειες είναι προϊόν αντίδρασης στις τουρκικές προκλήσεις (Γιαλλουρίδης, 2001).

Το βράδυ της 27ης Μαρτίου η τουρκική πλευρά άρχισε να υποχωρεί, με δηλώσεις του Τούρκου πρωθυπουργού Turgut Özal από το Λονδίνο. Σε αυτές τόνιζε ότι «αν οι Έλληνες δεν βγουν από τα χωρικά τους ύδατα, τότε δεν θα βγούμε ούτε εμείς. Το ερευνητικό σκάφος και τα πλοία που το συνοδεύουν θα παραμείνουν εντός των τουρκικών υδάτων». Την επόμενη μέρα το ωκεανογραφικό πράγματι βγήκε στη θάλασσα συνοδεία δύο μόλις πολεμικών πλοίων, και επί τρεις μέρες έπλεε σε τουρκικά χωρικά ύδατα, έως ότου επιστρέψει στη βάση του, τερματίζοντας έτσι την κρίση. Μπροστά στην ελληνική αποφασιστικότητα η Τουρκία, ενεργώντας ως ορθολογικός δρών, επέλεξε την υποχώρηση από τον πόλεμο, αναφορικά με μία διαμάχη που την εποχή εκείνη δεν ήταν πρωταρχικής σημασίας για την ίδια. Αντιθέτως, τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο αποτελούσαν σαφή προτεραιότητα για την ελληνική πλευρά (Συρίγος, 2016).

Ο επίλογος της ελληνο-τουρκικής κρίσης του 1987 γράφτηκε ένα χρόνο μετά, τον Φεβρουάριο του 1988 στο Davos της Ελβετίας. Εκεί, η Τουρκία και η Ελλάδα κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με σκοπό να θέσουν τα ζητήματα που τις χωρίζουν, και να καλλιεργήσουν ένα κλίμα εμπιστοσύνης ως πρώτο βήμα για την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Αποφασίστηκε οι δύο χώρες να λύσουν τις διαφορές τους χωρίς να συρθούν σε πόλεμο, ενώ τέθηκαν στο τραπέζι όλα τα ζητήματα που ενοχλούσαν τις δύο χώρες – εκτός από το κυπριακό, το οποίο και θεωρήθηκε ότι δυσκολεύει αρκετά τη διαπραγμάτευση. Το γεγονός ότι αναφέρθηκαν όλα τα ζητήματα που οι δύο χώρες θεωρούσαν ότι υφίσταντο διαφορές, συνιστά μια ριζική μεταστροφή της ελληνικής θέσης, η οποία μέχρι τότε θεωρούσε ότι η μόνη διαφωνία στο Αιγαίο αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και ότι όλα τα άλλα ζητήματα είχαν ρυθμιστεί με διεθνείς συνθήκες (Γιαλλουρίδης, 2001).

Η κρίση του ’87 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ξεκίνησε από εκατέρωθεν παρερμηνείες των προθέσεων των δύο χωρών, και λίγο έλειψε να οδηγήσει σε ένοπλη σύρραξη. Ρόλο, φυσικά, σε αυτή την κακή συνεννόηση διαδραμάτισε και η κοινοπραξία που εκμεταλλευόταν τα πετρέλαια της Θάσου, καθώς εκ των υστέρων φάνηκε ότι παραπληροφόρησε εσκεμμένα την τουρκική ηγεσία, με σκοπό να αποσπάσει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα απάντησε δυναμικά στην τουρκική προκλητικότητα υπέρ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στο Αιγαίο, ενώ η Τουρκία έκανε πίσω την κρίσιμη στιγμή, αποκλιμακώνοντας την κρίση. Στρατηγικά μιλώντας βέβαια, η Τουρκία μοιάζει να βγήκε πιο κερδισμένη από αυτή την αντιπαράθεση με το σκεπτικό ότι κατάφερε να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μια σειρά από διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, τις οποίες μέχρι τότε η ελληνική πλευρά δεν αναγνώριζε καν.

Πηγές:

  1. Athanasopoulos, H. (2001). Greece, Turkey and Aegean Sea: a case study in international law. N.C: McFarland
  2. Αρβανιτόπουλος, Κ. (1998). The International legal status of the Aegean. Athens: Ministry of Press and Mass Media
  3. Βερέμης, Θ. (2013). Ιστορία Ελληνοτουρκικών Σχέσεων 1453- 2005. Εκδόσεις Σιδέρης.
  4. Γιαλλουρίδης, Χ. (2001). Η ελληνο-τουρκική σύγκρουση από την Κύπρο έως τα Ίμια, τους S-300 και το Ελσίνκι, 1955-2000: η οπτική του τύπου.Εκδόσεις Σιδέρης
  5. Ηρακλείδης, A. (2004). Η Ελλάδα και ο “εξ ανατολών” κίνδυνος: αδιέξοδα και διέξοδοι. Εκδόσεις Πόλις
  6. Ηρακλείδης, A. (2007). Άσπονδοι γείτονες: Ελλάδα-Τουρκία: η διένεξη του Αιγαίου. Εκδόσεις Σιδέρης
  7. Ριζάς, Σ. (2006). Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και το Αιγαίο 1943- 1976. Εκδόσεις Σιδέρης.
  8. Συρίγος, Ά. (2016). Ελληνοτουρκικές Σχέσεις. Εκδόσεις Πατάκη

*Ο Πέτρος Κατωπόδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και μέλος των ομάδων Intelligence και Στρατηγικής Κουλτούρας του Τομέα Αμυντικών Θεμάτων.

https://powerpolitics.eu/κατωπόδης-16-5-η-ελληνο-τουρκική-κρίση-το/?utm_source=άμυνα-ασφάλεια-ιστορία-στρατηγική&utm_medium=email&utm_campaign=newsletter&utm_content=automated-%7Bchannel+numer%7D-%7Bemail+id%7D