10 Ιούνιος 2018, 17:00
Του Μιχάλη Παπαδόπουλου
ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ 1974
ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΕΡΟΝ ΟΤΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΦΡΟΝΤΙΣΕ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΑΛΛΑΓΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΕΒΕΤΑΙ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΕΦΑΡΜΟΣΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΕΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΕ ΔΥΟ ΔΗΘΕΝ «ΙΣΟΫΨΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΙΣ»!
Είχαμε τις τέσσερεις επιτυχείς διακρατικές προσφυγές. Παρά την επιτυχή κατάληξή τους, αυτές οι προσφυγές αφέθηκαν να λαθροβιούν και δεν μετατράπηκαν σε σημαντικό όπλο της πλευράς μας. Ιδιαίτερα η τέταρτη προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε μετά την αποδοχή από πλευράς της Τουρκίας της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Η πρόσφατη ομολογία Τουρκοκύπριου βετεράνου της TMT για μαζικές δολοφονίες Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων, μεταξύ τους και πολλών αμάχων, το 1974 έφερε στο φως το θέμα των εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν από την Τουρκία κατά την εισβολή.
Εγκλήματα τα οποία έμειναν, δυστυχώς, ατιμώρητα και πληγώνουν ακόμα το τραυματισμένο σώμα της Κύπρου, η οποία εξακολουθεί να βιώνει τα επίχειρα της έκνομης κατακτητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας έναντί της.
Τι έπραξε, όμως, η ίδια η Κυπριακή Πολιτεία για την καταδίκη των εγκλημάτων πολέμου της Άγκυρας και την απονομή δικαιοσύνης;
Έπραξε, ως όφειλε, συμφώνως προς τα καθοριζόμενα από το διεθνές δίκαιο και την ευρωπαϊκή νομολογία για την επιβολή του δικαίου, ή συμπεριφέρθηκε με νομική και πολιτική επιφυλακτικότητα, ορρωδώντας να αξιοποιήσει πλήρως το ευρύ νομικό οπλοστάσιο που είχε στη διάθεσή της;
Ως γνωστόν, η Κυπριακή Δημοκρατία προχώρησε στην καταχώριση τεσσάρων διακρατικών προσφυγών κατά της Τουρκίας, καταγγέλλοντας δολοφονίες πολιτών, βιασμούς, κακομεταχείριση, βασανιστήρια και «άλλης μορφής φυσική βία» εκ μέρους του τουρκικού στρατού, οι οποίες ήσαν επιτυχείς από νομικής πλευράς, ωστόσο, απέτυχε να αξιοποιήσει στο έπακρον τη νομική και πολιτική σημαντικότητά τους, αφήνοντας αναξιοποίητο ένα ισχυρό όπλο που είχε στα χέρια της.
Για όσα έπραξε αλλά και για όσα η Κυπριακή Δημοκρατία παρέλειψε να πράξει μιλούν στη «Σημερινή» της Κυριακής τρεις έγκριτοι νομικοί, οι Ανδρέας Αγγελίδης, Γιώργος Κολοκασίδης και Μιχάλης Παπαπέτρου, αναδιφώντας τις σύνθετες και πολυεπίπεδες πτυχές ενός κρίσιμου ζητήματος, το οποίο, πέρα από την καθαυτό νομική του διάσταση, επιδρά και στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης: Εγκατάλειψη νομικών όπλων
Η Κυπριακή Δημοκρατία, μη έχοντας στρατιωτική ισχύ, προχώρησε αμέσως μετά την εισβολή του 1974 και διεκδίκησε νομικά, με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, κατά της Τουρκίας, θέματα που αφορούν παραβίαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και μεταξύ άλλων το «δικαίωμα ζωής».
Ως γνωστόν, καταχωρήθηκαν τέσσερεις διακρατικές προσφυγές της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά της Τουρκίας, εκ των οποίων οι τρεις πρώτες, ως ίσχυε τότε, με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν είχε αποδεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του άρθρου 46, εξετάστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ηγέρθησαν θέματα για δολοφονίες πολιτών που διαπράχθηκαν από Τούρκους στρατιωτικούς, οι οποίοι ενεργούσαν με διαταγές, ως επίσης για βιασμούς, κακομεταχείριση, βασανιστήρια και άλλης μορφής φυσική βία (στέρηση ιατρικής περίθαλψης, στέρηση τροφής) σε συνδυασμό με το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Τον Οκτώβρη του 1976 κρίθηκαν οι δύο από τις προσφυγές από την εξ Υπουργών Επιτροπή, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στην Κύπρο το 1974 συνιστούσαν μαζικές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και ζήτησε να ληφθούν μέτρα για τον τερματισμό τους. Όμως, λήφθηκε υπόψη και το γεγονός ότι υπήρχαν νέες διακοινοτικές συνομιλίες, που θεώρησαν ότι αποτελούσαν καλή αφετηρία για λύση, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.
Η τρίτη διακρατική πέτυχε να αναδείξει, μεταξύ άλλων, ότι η Τουρκία συνέχισε να παραβιάζει υποχρεώσεις που της επέβαλλε η Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άρα τα «εγκλήματά» της δεν ήσαν στιγμιαία! Τούτο, μάλιστα, κρίθηκε, παρά το ότι η Τουρκία ήγειρε προδικαστική ένσταση (που απορρίφθηκε) ότι, δήθεν, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να καταχωρίσει την προσφυγή, ισχυριζόμενη ότι υπήρχε μόνον η «ελληνοκυπριακή διοίκηση», που δεν μπορούσε να έχει δικαίωμα υποβολής προσφυγής!
Είναι φανερόν ότι η Τουρκία φρόντισε διαχρονικά να αξιοποιήσει τον διάλογο για να απαλλαγεί από την κατηγορία ότι είναι χώρα που δεν σέβεται τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και παράλληλα εφάρμοσε τη μεθοδευμένη από χρόνια στρατηγική της, παρουσιάζοντας την Κύπρο με δύο δήθεν «ισοϋψείς διοικήσεις»!
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέπεμψαν την Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή με βάση και το Πρωτόκολλο 11 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αφού και η Τουρκία στο μεταξύ δέχθηκε την υποχρεωτική δικαιοδοσία του. Κρίθηκε δε πανηγυρικά και δεσμευτικά (χωρίς όμως η Τουρκία να τηρήσει την υποχρέωσή της για σεβασμό) ότι υπήρξε μια σειρά συνεχιζόμενων παραβιάσεων από πλευράς Τουρκίας της Σύμβασης.
Διαπιστώθηκαν δεκατέσσερεις παραβιάσεις άρθρων της Σύμβασης, χωρίς, όμως, να διαπιστώσει ότι, με την μαρτυρία που παρουσιάστηκε, υπήρξε δολοφονία αγνοουμένων για την οποία να ευθύνεται η Τουρκία.
Η απόφαση αυτή, 10.5.2001, κρίθηκε δίκαια ως μια νίκη του αδυνάτου κατά του αυθαίρετου ισχυρού, ο οποίος όφειλε σεβασμό στα όσα περιέχει η Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ήταν το δόρυ και η ασπίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όμως, η υποχωρητικότητα και οι ψευδαισθήσεις για τη δήθεν βούληση της Τουρκίας για λύση δικαία, μας οδήγησαν σήμερα να έχουμε εγκαταλείψει αυτήν τη νομική δύναμη που η Σύμβαση παρέχει σε κάθε κράτος-μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ήδη, από 14 τώρα χρόνια, έχει καταστεί επίσης πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει, με βάση το κοινοτικό κεκτημένο, πρόσθετες δυνατότητες.
Η νομική διεκδίκηση δεν είναι ασύνδετη προς την πολιτική διεκδίκηση. Απαιτεί συνεχή παρακολούθηση για προώθηση νέων πρωτοβουλιών για δικαίωση. Ο διάλογος προς επίλυση δεν μπορεί να έχει καταστεί η αιτία να παραμένει η Τουρκία στο απυρόβλητο. Ήταν και συνεχίζει η Τουρκία να είναι η χώρα που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και θα πρέπει, προτού είναι πολύ αργά, να καταστεί υπόλογος για τα εγκλήματά της.
Κολοκασίδης: Εγκλήματα στον βωμό σκοπιμοτήτων
Η πρόσφατη ομολογία Τουρκοκυπρίου ότι ενεπλάκη σε εκτελέσεις Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων το 1974 έφερε ξανά στην επιφάνεια ένα θέμα που, για ποικίλους λόγους, παρέμενε ενταφιασμένο. Πολλοί, ίσως να συμπεραίνουν ότι η αδιαφορία που επέδειξε η Πολιτεία μπροστά σε αυτά τα εγκλήματα είναι ένα αναπόφευκτο παρακολούθημα της αδυναμίας μας να ανατρέψουμε γενικώς τις συνέπειες της εισβολής. Αυτό, όμως, δεν είναι ορθό. Είναι ένα πράγμα η αδυναμία να ανατρέψουμε την ντε φάκτο κατοχή, και άλλο τα νομικά δεδομένα. Μπορεί η διεθνής έννομη τάξη να μην έχει φθάσει σε επίπεδο επιβολής του δικαίου, αλλά σίγουρα έχουν θεσμιστεί κάποιοι, αποσπασματικοί, έστω, μηχανισμοί διάγνωσης και καταδίκης του αδίκου. Λόγου χάριν, υπάρχουν οι συμβάσεις του 1948 για την πρόληψη και τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας και του 1949 για τη μεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου. Αυτές δεσμεύουν και την Τουρκία και πολλά από τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στην Κύπρο αφορούν μεταχείριση αιχμαλώτων ή ακόμη και στοιχεία που μπορεί να συνθέτουν το αδίκημα της γενοκτονίας.
Παρομοίως, υπό την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εκεί, τουλάχιστον, είχαμε τις τέσσερεις επιτυχείς διακρατικές προσφυγές. Παρά την επιτυχή κατάληξή τους, αυτές οι προσφυγές αφέθηκαν να λαθροβιούν και δεν μετατράπηκαν σε σημαντικό όπλο της πλευράς μας. Ιδιαίτερα η τέταρτη προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε μετά την αποδοχή από πλευράς της Τουρκίας της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Υπάρχουν όμως και οι ενδεχόμενες παραβιάσεις του κυπριακού ποινικού κώδικα, που και αυτές είναι διώξιμες κάτω από το κυπριακό εσωτερικό δίκαιο. Ιδιαίτερα για περιπτώσεις σαν του Ισαάκ και του Σολωμού.
Το κυρίαρχο ζήτημα, πάντως, δεν είναι η ύπαρξη ή μη νομικών επιλογών. Είναι η προθυμία της κυπριακής Πολιτείας να τις προωθήσει. Σημειωτέον, δε, η υποχρέωσή της επεκτείνεται και σε εγκλήματα κατά Τουρκοκυπρίων. Για το έγκλημα στην Τόχνη και για άλλες περιπτώσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Διότι, η κυπριακή Πολιτεία είναι και οφείλει να είναι κράτος δικαίου έναντι πάντων και οφείλει να είναι εθνικά «ουδέτερη». Από την άλλην, είναι εξίσου εξωφρενικός ο υπερτονισμός εγκλημάτων από Ελληνοκυπρίους ωσάν να ακυρώνουν τα τουρκικά εγκλήματα ή ωσάν οι τουρκικές ωμότητες να είναι απλή ανακλαστική αντίδραση στα δικά μας πεπραγμένα. Πράγμα που, βεβαίως, δεν είναι ορθό και για τον εξής λόγο: Οι τουρκικές ωμότητες ήταν κεντρικά οργανωμένες ή υποδαυλιζόμενες, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής εθνοκάθαρσης και εποικισμού της Κύπρου.
Γιατί, όμως, η Πολιτεία μας διστάζει να καταγγείλει τα πιο πάνω; Πολλοί λόγοι. Από απλή ψυχολογία, μέχρι πολιτική σκοπιμότητα. Στην πρώτη κατηγορία υπάρχει μια αίσθηση ντροπής, ιδίως σε εγκλήματα όπως αυτά των βιασμών. Υπάρχει και μια αίσθηση αδυναμίας ή και ενοχής ακόμα. Περίπου, σαν να φταίμε εμείς ως θύματα ή ακόμα σαν να τα προκαλέσαμε εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας, λόγω προηγούμενου δήθεν «ανέντιμου βίου». Αυτό το τελευταίο ενθαρρύνεται ιδιαίτερα από τους βιομήχανους της ενοχής, οι οποίοι καλά και σώνει θέλουν να συμψηφίσουν την εισβολή με το ’63.
Ας πάμε, όμως, στην πολιτική σκοπιμότητα πίσω από αυτήν τη στάση. Αυτή είναι δισκελής. Η πρώτη, η απλοποιημένη μέχρι απλοϊκή μορφή, έχει σχέση με τη διατήρηση του υποτιθεμένου καλού κλίματος, προκειμένου να υπάρξει κατάληξη σε λύση. Τώρα, ποιο καλό κλίμα… ο Θεός και η ψυχή τους. Η άλλη, πιο σύνθετη εκδοχή της σκοπιμότητας, είναι η διατήρηση ενός βεβαρημένου ισοζυγίου ελληνικής ευθύνης για τα προηγηθέντα του ’74, ώστε να δικαιολογείται η αποδοχή απαράδεκτων ρυθμίσεων, στο πλαίσιο μιας λύσης, για να εξιλεωθούμε για όσα υποτίθεται πως κάναμε. Αυτό, όμως, είναι εγκληματικό. Κανένας λαός δεν καταδικάστηκε σε διηνεκή στέρηση ανθρωπίνων και πολιτειακών δικαιωμάτων ακόμη και για τα χειρότερα εγκλήματα. Ούτε στη Γερμανία, όπου αναγνωρίστηκε συλλογική ευθύνη για τη γενοκτονία δεν κατεβλήθη τέτοιο ακριβό τίμημα. Πώς να το δεχθούμε, λοιπόν, στην Κύπρο, όπου λείπει και το πραγματικό υπόστρωμα του συλλογικού εγκλήματος.
Μιχάλης Παπαπέτρου: Ανάγκη δίωξης των εγκληματιών
Ήταν σοκαριστικά τα όσα δήλωσε ένας 84χρονος Τoυρκοκύπριος για τον τρόπο που σκότωσε, που δολοφόνησε πολλούς Ελληνοκυπρίους την περίοδο της τουρκικής εισβολής. Το καμάρι με το οποίο περιέγραφε τους φόνους του χαρακτηρίζει έναν στυγνό εγκληματία, ο οποίος με τον φανατισμό και τα αποθέματα εθνικιστικού μίσους που κουβαλά, δεν διστάζει, δεν σταματά μπροστά σε τίποτε.
Σωστά η Κυβέρνηση δεν άφησε το θέμα να πέσει στα μαλακά και ξεκίνησε διαδικασίες για την τιμωρία του, αν αυτό είναι εφικτό. Όμως, την ίδια ώρα η Κυβέρνηση, με αφορμή αυτό το περιστατικό, θα πρέπει, επιτέλους, να ασχοληθεί και με τους Ελληνοκύπριους εγκληματίες, που στο πλαίσιο της εθνικιστικής βίας ξεκλήρισαν ολόκληρα χωριά, σκοτώνοντας μαζικά γυναίκες και παιδιά. Αψευδείς μάρτυρες, οι ομαδικοί τάφοι που βρέθηκαν, ακόμα και σε κατοικημένες περιοχές της Λευκωσίας.
Μία Επιτροπή Αλήθειας, στα πρότυπα της Νότιας Αφρικής, όχι μόνο θα αποκαταστήσει τον σεβασμό προς την έννομη τάξη, αλλά θα συμβάλει αποφασιστικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Το αίμα που μας χώρισε από το 1956 μέχρι το 1974, δεν μπορεί να κρυφτεί κάτω από το χαλί. Θα πρέπει να ξεπλυθεί μια και καλή. Αλλιώς, θα στοιχειώσει και θα μας κυνηγά για πολλές γενιές ακόμα.
ΠΗΓΗ:http://www.sigmalive.com/simerini/politics/513253/egklimata-polemou-sto-apyrovlito