30/9/2018
Στις 20 Ιουλίου του 1977, ο τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, εξεφώνησε την κύρια ομιλία στο παγκύπριο συλλαλητήριο καταδίκης της τουρκικής εισβολής.
Η ομιλία εκείνη έμελλε να είναι και η τελευταία βαρυσήμαντη δημοσία παρέμβαση του πρώτου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ομιλία συνιστά την πρώτη, αλλά και τελευταία, προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τής μέχρι τότε ακολουθούμενης στρατηγικής της ελληνικής πλευράς, μέσω της καταγγελίας της πορείας που ελάμβαναν οι δικοινοτικές συνομιλίες, οι οποίες ως γνωστόν κορυφώθηκαν με τον έκτο γύρο συνομιλιών στη Βιέννη της Αυστρίας, μεταξύ 31 Μαρτίου και 7 Απριλίου 1977. Στις συνομιλίες εκείνες η ελληνική πλευρά κατέθεσε προτάσεις και χάρτη λύσης ενώ η τουρκική, παρά τις διαβεβαιώσεις του Ειδικού Αντιπροσώπου του Αμερικανού προέδρου, Κλαρκ Κλίφορτ, αρνήθηκε να πράξει το ίδιο.
Στην ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναγνωρίζει ότι στόχος της Τουρκίας στις συνομιλίες ήταν να οδηγηθεί η διαδικασία σε αδιέξοδο, να εξαγορασθεί χρόνος και να μετατοπιστεί η ουσία του προβλήματος από ζήτημα εισβολής – κατοχής σε ζήτημα καθαρώς δικοινοτικό, με αποτέλεσμα να εγκλωβισθεί η ελληνική πλευρά σε ένα καταστροφικό πλαίσιο συζητήσεων, που στην πορεία η Τουρκία θα δημιουργεί τετελεσμένα προσαρμόζοντας το πλαίσιο λύσης στα δικά της συμφέροντα.
Μέσα από την ομιλία του ο Μακάριος διαβλέπει τους κινδύνους αυτοπαγίδευσης της ελληνικής πλευράς σε βάθος χρόνου και προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα στρατηγική, τονίζοντας ότι ο αγώνας θα είναι μακροχρόνιος. Ο αιφνίδιος θάνατός του, όμως, λίγες μέρες μετά, θα ανατρέψει την προσπάθεια αυτή.
Η ομιλία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα Άπαντα Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ’ το 2009 (Τόμος ΙΗ, σσ. 349 – 357). Το παρόν κείμενο αποτελεί απομαγνητοφώνηση της αυθεντικής ομιλίας, όπως αυτή εξεφωνήθη στις 20 Ιουλίου του 1977. Έχουν ήδη παρέλθει 44 χρόνια από τότε που το Κυπριακό Ζήτημα έλαβε το χαρακτήρα του προβλήματος εισβολής-κατοχής και 41 χρόνια από την εκφώνηση της ομιλίας.
Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα κατεγράφησαν πολλοί κύκλοι δικοινοτικών συνομιλιών και σήμερα ουδείς πλέον αμφιβάλλει ότι η προοπτική επίλυσης του προβλήματος, όση μπορεί να υπάρξει, απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσεως, όπως η ελληνική πλευρά τους διεμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή. Ελάχιστοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις τουρκικές θέσεις.
Τα 44 χρόνια των δικοινοτικών συνομιλιών μάς προσφέρουν ένα συσσωρευμένο προηγούμενο για να αποτιμήσουμε αναλυτικά την αξιοπιστία και αποδοτικότητα αυτής της πολιτικοδιπλωματικής πρακτικής. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η πρακτική αυτή είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να προσδώσει στην Τουρκία το πλεονέκτημα τακτικής που από την αρχή επιδίωξε, δηλαδή την αλλαγή του νομικού πλαισίου του προβλήματος όπως αυτό διεμορφώθη το 1974. Με άλλα λόγια η Τουρκία καταφέρνοντας να παρουσιάσει το πρόβλημα ως δικοινοτικό και όχι ως πρόβλημα εισβολής – κατοχής, όπως δραματικώς προειδοποίησε ο Μακάριος στην ομιλία του, πέτυχε σταδιακώς και μακροπροθέσμως, τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου που στην περίπτωση αυτή σαφώς ευνοούσαν την ελληνική πλευρά. Μετά τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου τα κριτήρια λύσης κατέστησαν κατ’ ανάγκην εμπειρικά, πολιτικά, περιστασιακά και μη υποκείμενα σε προδιαγεγραμμένους κανόνες ευθυδικίας. Μέσα στο ασαφές αυτό πλαίσιο των δικοινοτικών διαπραγματεύσεων, έξω από τη διεθνή νομική δημοσιότητα, και με την ελληνική πλευρά να μην έχει συγκεκριμένη στρατηγική, το δίκαιο του ισχυροτέρου (βλ. Τουρκία) που στηρίζεται στη λογική του στρατηγικού καταναγκασμού, μέσω εκβιασμών και τετελεσμένων γεγονότων, απέκτησε μοιραία τον πρωταρχικό ρόλο.
Στις διεθνείς σχέσεις, η διαπραγμάτευση επί σοβαρά αντιτιθέμενων απόψεων, αν το επιδιώξει ο ισχυρός, έχει ως αποτέλεσμα την παράταση σε χρονικό μάκρος των συνομιλιών, την πρόκληση ηθικής και πολιτικής κόπωσης στο αντίπαλο μέρος, τη δημιουργία του αισθήματος του αδιεξόδου, τις σταδιακές υποχωρήσεις της αδύνατης πλευράς, εκείνης που κύρια ενδιαφέρεται και επείγεται για λύση του προβλήματος και τελικώς, την αποφυγή συστηματικών διεθνών καταδικών και πιέσεων που απορρέουν από την παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Αυτό ακριβώς επιδίωξε από την αρχή η Τουρκία, όπως εύστοχα επισήμανε ο Μακάριος. Από το συνομιλίες της Γενεύης (1974) και εντεύθεν, η Άγκυρα πίστευε και συνεχίζει να πιστεύει ότι η αποτελμάτωση – ταυτόχρονα μέσο και σκοπός – την ευνοεί να ξεφύγει από τα νομικά αδιέξοδα που της δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή εδάφους ξένου κράτους.
Από την πρώτη ημέρα της εισβολής, η Τουρκία επιδίωξε και πέτυχε να εξαγοράσει χρόνο. Ο χρόνος, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι το καλύτερο εργαλείο τακτικής γιατί εργάζεται υπέρ εκείνου που δημιούργησε την ανώμαλη κατάσταση και αποτρέπει τη μεταβολή της επί τα βελτίω για τον αδύνατο. Με στόχο τη διαιώνιση των διαπραγματεύσεων, και ακολουθώντας την τακτική των κατά στάδια τετελεσμένων γεγονότων, αποβλέπει στην αποτελμάτωση, στη διεθνή υποβάθμιση του προβλήματος και τέλος στην εξαφάνιση των νομικών σημείων που θα έπρεπε να επικαλείται η ελληνική πλευρά απαιτώντας αποκατάσταση της τάξης, είτε μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ είτε μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ουδείς πλέον αμφιβάλλει σήμερα ότι το Κυπριακό απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσεως όπως η ελληνική πλευρά τους διεμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή. Ελάχιστοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις τουρκικές θέσεις. Οι διεθνείς πιέσεις τις οποίες δέχεται η τουρκική πλευρά είναι οριοθετημένες, γεγονός που της επιτρέπει να θέτει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις χωρίς σοβαρό κόστος.
Η ελληνική πλευρά στα 44 χρόνια που έχουν περάσει από την εισβολή, έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια υποχωρήσεων. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε αδιέξοδο με την πλάτη στον τοίχο. Από τη μια θα πρέπει να δείξει τη μεγίστη ευελιξία, προκειμένου να μη δώσει προσχήματα στο διεθνή παράγοντα για να επαναλάβει την πρακτική του 2004 που της κατελόγισε την ευθύνη για την απόρριψη του σχεδίου λύσης του ΟΗΕ. Στην κατάσταση που έχει περιέλθει σταδιακά η ελληνική πλευρά, είναι πλέον διάχυτος ο φόβος ότι ένα νέο δημοψήφισμα εάν απορριφθεί δημοκρατικά από το λαό θα ανατρέψει στρατηγικούς στόχους που αφορούν οποιουσδήποτε άλλους εκτός από τους Ελληνοκυπρίους οι οποίοι θα κληθούν εκ νέου να πληρώσουν το κόστος της «απόρριψης της λύσης».
Από την άλλη δεν μπορεί να κάνει βήμα πίσω, γιατί εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναγνωρίσει στο ψευδοκράτος δικαίωμα κυριαρχίας, όπως έμμεσα επιδιώκει η τουρκική πλευρά στις συνομιλίες, το Κυπριακό θα πάψει να έχει νόημα ως πρόβλημα. Από τη στιγμή που θα αποκτήσουν δικαίωμα κυριαρχίας, κανείς δε θα μπορεί πλέον να πιέσει τους Τούρκους σ’ ένα πλαίσιο πολιτικής συνύπαρξης με τους Έλληνες. Τον στρατηγικό αυτό εγκλωβισμό, στον οποίο έχει περιέλθει η ελληνική πλευρά, γνωρίζει πολύ καλά ο διεθνής παράγοντας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται και η διαλεκτική της αρνητικότητας που ανέπτυξαν και συνεχίζουν να αναπτύσσουν οι ξένοι διαμεσολαβητές. Προσπαθούν να δημιουργήσουν μία υποκειμενική πραγματικότητα έχοντας την απαίτηση από την ελληνική πλευρά να βλέπει το πρόβλημα και συνεπώς τη λύση του μέσα από τη δική τους οπτική. Έτσι προσπαθούν να δημιουργήσουν παραστάσεις λύσεως μέσω της διαλεκτικής της αρνητικότητας, κραδαίνοντας από μια την απειλή της τελευταίας ευκαιρίας και από την άλλη την απειλή της νομιμοποίησης της διχοτόμησης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η τελεολογία που κατασκευάζεται και προσφέρεται ως διέξοδος είναι τραγική.
Στην ουσία ποια επιλογή προδιαγράφεται για την ελληνική πλευρά; Αποδεχθείτε όσο το ταχύτερον μία ολιγότερο επώδυνη λύση. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες Κύπριοι δεν έχουν πολλά περιθώρια ελιγμών, και αυτό οφείλεται στα αδιέξοδα στρατηγικής, άρα οι προσπάθειές τους, τελεολογικώς, θα πρέπει να κατευθύνονται σύμφωνα με την πορεία που χάραξαν οι ξένοι διαπραγματευτές. Η διαπίστωση αυτής της πραγματικότητας σε επίπεδο μιας πολιτικής ανάλυσης είναι δυσάρεστο γεγονός. Το να γίνεται όμως πρακτική της πολιτικής ηγεσίας, 44 χρόνια μετά την εισβολή, είναι συνάμα τραγικό.
Για δεκαετίες τώρα, η στρατηγική Αθηνών και Λευκωσίας έχει εναποθέσει τις ελπίδες επίλυσης του προβλήματος, σχεδόν αποκλειστικά, στην ψευδαίσθηση πως τόσο ο εμπλεκόμενος αμερικανοβρετανικός παράγοντας όσο και ο ΟΗΕ, θα ερμηνεύσουν το διεθνές δίκαιο όχι με κριτήριο τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες αλλά στη λογική αντικειμενικών αρχών «διεθνούς νομιμότητας». Με αυτό τον τρόπο, αντί το διεθνές δίκαιο να ενισχύει την ελληνική πλευρά, οι λανθασμένες εκτιμήσεις για το ρόλο του στις διακρατικές σχέσεις προκάλεσε σταδιακά την αποδυνάμωσή της, την εγκατάλειψη πιο αποτελεσματικών προσεγγίσεων και τη σταδιακή επικράτηση των πολιτικών θέσεων της Τουρκίας.
Από την επικράτηση της θέσης ότι η επιδίωξη της αυτοδιάθεσης τη δεκαετία του 1950 από τον κυπριακό λαό ήταν άδικη και λανθασμένη που κυριάρχησε σε κάποιους κύκλους μετά το 1974, σήμερα η ελληνική πλευρά έχει διολισθήσει σε ένα πλαίσιο λύσης που στηρίζεται στη λογική ότι οι Έλληνες της Κύπρου δεν έχουν δικαίωμα διαβίωσης στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους υπό συνθήκες ελευθερίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως με βάση την αμετατόπιστη και αναλλοίωτη ηγεμονική παράσταση που επέβαλε η Τουρκία μετά το 1974, έχει δικαίωμα στρατηγικής εποπτείας της Κύπρου.
Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής αποκρυσταλλώνεται στο σημερινό πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος, όπως το προέβλεψε στην ομιλία του ο Μακάριος, που χαρακτηρίζεται ως μία προσπάθεια ελαφράς βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης με κάποιες «συνοριακές διευθετήσεις» και με κάποιες πολιτειακές ρυθμίσεις. Παράλληλα, η αδυναμία της ελληνικής στρατηγικής δημιουργεί διαρκώς κίνητρα στην Τουρκία και στους διεθνείς διαμεσολαβητές πως η υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς είναι άνευ ορίων.
Από τη δεκαετία του 1970, ακούμε τις πολιτικές ηγεσίες να επαναλαμβάνουν φορτικώς την τραγική ψευδαίσθηση ότι οι δικοινοτικές συνομιλίες είναι μονόδρομος για τη λύση του προβλήματός μας και να την εκλαμβάνουν ως πανάκεια στην πολιτική τους μυθολογία. Τα 44 χρόνια τακτικής αποτελούν επαρκές πλαίσιο επανεκτίμησης της πεμπτουσίας της στρατηγικής σκέψης και πρακτικής. Στο πλαίσιο των δικοινοτικών συνομιλιών αυτή η θεωρητική διατύπωση αποτυπώνεται στο ερώτημα: «Τι πετύχαμε στα 44 χρόνια δικοινοτικών συνομιλιών;». Το μόνο που πετύχαμε είναι να γίνουμε οι σύγχρονοι εκφραστές του μύθου του Σισύφου. Γιατί ποια αποτυχία μπορεί να είναι χειρότερη για μία πολιτική ηγεσία όταν αυτοπαγιδεύθηκε να επιτελεί εσαεί ένα τόσο ανέλπιδο και μάταιο έργο και να πιστεύει ταυτοχρόνως ότι βρίσκεται στη σωστή τροχιά και ότι κάποια μέρα θα υλοποιήσει τους στόχους της; Ως εκ τούτου, η τελευταία και συνάμα δραματική ομιλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου διαθέτει εκ των πραγμάτων διαχρονική αξία, και εκπέμπει προβληματισμό για τα όσα κακώς έγιναν και για τα όσα θα πρέπει να γίνουν.
Εισαγωγή- Επιμέλεια Έκδοσης
Χρήστος Ιακώβου- Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ,
Η μνήμη μαύρων επετείων και αποφράδων ημερών πήρε σήμερα έκφραση και μορφή παγκυπρίου συναγερμού και παλλαϊκού συλλαλητηρίου, για καταδίκη της προδοσίας και των εγκλημάτων, που έγιναν εις βάρος σου από σκοτεινές δυνάμεις.
Αποτελεί το σημερινό συλλαλητήριο έντονη καταδίκη του Ιουλιανού προδοτικού πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής που επακολούθησε. Και, πολύ περισσότερο, αποτελεί η παλλαϊκή αυτή συγκέντρωση διαδήλωση της ακλονήτου αποφάσεώς σου για αντίσταση κατά του εισβολέα και για συνέχιση του αγώνα μέχρι τη δικαίωση.
Τρία χρόνια πέρασαν από την ημέρα του εγκληματικού εκείνου πραξικοπήματος και της επιδρομής του τουρκικού Αττίλα. Ο πόνος από τη μεγάλη συμφορά και η αγωνία για το μέλλον έγιναν έκτοτε καθημερινά βιώματά σου. Επί τρία χρόνια υποφέρεις και βασανίζεσαι.
Παρά ταύτα, στέκεις όρθιος και όρθιος πάντα θα παραμένεις επί των αγωνιστικών επάλξεων. Υπερήφανος για σένα, υπερήφανος για το προνόμιο να είμαι ο εκλελεγμένος ηγέτης σου, σού απευθύνω τον χαιρετισμό της αγάπης μου. Χαιρετίζω με αισθήματα τιμής και θαυμασμού το αδούλωτο φρόνημά σου και το αγωνιστικό πνεύμα σου. Θαυμάζω τη μεγαλοσύνη σου, που μετριέται με της καρδιάς το πύρωμα και με το σθένος στις πολλές δοκιμασίες, στις οποίες άντεξες και δεν ελύγισες, ήρωα και μεγαλομάρτυρα Κυπριακέ λαέ.
Με πολλή χαρά χαιρετίζω, επίσης, και καλωσορίζω στην Κύπρο τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος με την ομιλία του στη συγκέντρωσή μας διερμήνευσε όχι μονάχα τα προσωπικά αισθήματά του, αλλά και τα αισθήματα της αγάπης και της αλληλεγγύης όλων των αντιπροσώπων του Έθνους.
Η φωνή του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων σ’ αυτόν τον χώρο ήταν η φωνή της Ελλάδος, που μετέδιδε μήνυμα αλληλεγγύης στον αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού. Είμεθα ευγνώμονες για την πολύτιμη αυτή συμπαράσταση. Ευχαριστίες εκφράζω και προς όλους τους εκπροσώπους ελληνικών και διεθνών οργανώσεων και επιτροπών, που με την εδώ παρουσία τους και τις συμμετοχές του λαού μας διαδηλώνουν την αλληλεγγύη τους στον αγώνα μας, ο οποίος πρέπει να είναι αγώνας όλων εκείνων, που πιστεύουν στα ιδεώδη της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Τα ιδεώδη αυτά καταπατούνται καταφώρως στην Κύπρο, όπου μια φρικτή τραγωδία εκτυλίσσεται και επί τρία χρόνια συνεχίζεται με άγνωστον ακόμα τον επίλογό της. Πρόλογος αυτής της τραγωδίας ήταν το αντεθνικό πραξικόπημα της ελληνικής χούντας. Η προδοσία της δικτατορικής κυβερνήσεως των Αθηνών έπληξε, τον Ιούλιο του 1974, στο πρόσωπο της Κύπρου ολόκληρο τον Ελληνισμό. Η Κύπρος υπήρξε, βέβαια, το μεγάλο θύμα αυτής της προδοσίας. Γιατί αυτή υπέστη την τουρκική εισβολή, η οποία και συνεχίζεται με τη βίαιη κατοχή προγονικών εδαφών μας και με τον εκτοπισμό χιλιάδων
Ελλήνων Κυπρίων από τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Αλλά και ο Ελληνισμός στο σύνολό του συμπάσχει και αισθάνεται την καταστροφή σαν δική του απώλεια. Γιατί κοινή ήταν πάντα η μοίρα των Ελλήνων. Μετά την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, η υπό την Προεδρία του κ. Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ελληνική Κυβέρνηση και όλος ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδος, εκφράζοντας το πανελλήνιο αίσθημα, προσφέρουν πολύπλευρη βοήθεια και συμπαράσταση στον αγωνιζόμενο για φυσική και εθνική επιβίωση Κυπριακό Ελληνισμό.
Αυτή η πανελλήνια αλληλεγγύη παραμένει το σημαντικότερο έρεισμα του σκληρού αγώνα μας για δικαίωση και είναι η αλληλεγγύη αυτή η φυσική έκφραση των μονίμων και αναλλοίωτων δεσμών, που για χιλιάδες χρόνια συνδέουν τον Ελληνισμό της Κύπρου με τον Ελληνισμό της Ελλάδος. Και είναι οι δεσμοί αυτοί για μας του Έλληνες Κυπρίους φύτρα ζωής, ρίζες που τροφοδοτούν και συντηρούν την εθνική ύπαρξη και υπόστασή μας. Από τη συμπαράσταση της Ελλάδος και την αλληλεγγύη των φιλελευθέρων λαών αντλούμε δύναμη και θάρρος για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας μέχρι την αποκατάσταση των καταπατουμένων δικαίων μας.
Ο αγώνας μας θα συνεχισθεί. Τα τρία χρόνια, που πέρασαν απέδειξαν, ότι ο λαός μας δεν κάμπτεται και δεν λυγίζει κάτω από οποιεσδήποτε δυσκολίες και αντιξοότητες, επί τρία χρόνια ζούμε καθημερινά ένα μεγάλο δράμα. Τάφοι και σταυροί, που πάνω τους σκύβουν και θρηνούν μαυροντυμένες μάνες, αγνοούμενοι, που αγωνιούμε για την τύχη τους, εγκλωβισμένοι, που ανησυχούμε για τη διαβίωσή τους, κατοχή εδαφών μας, ξερίζωμα αδελφών μας, βεβήλωση των ιερών μας αποτελούν πτυχές του μεγάλου κυπριακού δράματος.
Αναρίθμητα δεινά και συμφορές, ερείπια και καταστροφές επέφερε στην Κύπρο ο Τουρκικός Αττίλας. Αντιμετωπίσαμε κίνδυνο φυσικού και εθνικού αφανισμού. Και πολλοί πιθανώς νόμισαν ότι με την επέλαση του Τούρκου εισβολέα έφθανε το τέλος του Κυπριακού Ελληνισμού. Απέδειξε, όμως, ο λαός μας, ότι διαθέτει πλούτο αρετής, δυναμισμό και ζωτικότητα. Και θα ζει εις τους αιώνες και ποτέ δεν θα χαθεί. Γιατί δεν χάνονται οι λαοί, που θέλουν να ζήσουν και αγωνίζονται να ζήσουν.
Οι θλιβερές επέτειοι της προδοσίας και της εισβολής κεντρίζουν έντονα τη σκέψη, που με οδύνη στρέφεται στις σκλαβωμένες περιοχές της νήσου μας και η θύμησή τους είναι προσκλητήριο σε αγώνα για το ξεσκλάβωμά τους. Δεν ξεχνούμε τα σκλαβωμένα χωριά και τις πόλεις μας. Δεν ξεχνούμε τους σκλαβωμένους τόπους, που πάνω τους είναι κτισμένοι βωμοί και εστίες μας και μέσα τους είναι θαμμένοι γονιοί και πρόγονοί μας.
Αντιστασιακό πνεύμα και αγωνιστική πορεία είναι η επιταγή των δύο μαύρων επετείων, που έχουν συνδεθεί με τα αίτια και τα αιτιατά του εθνικού μας δράματος. Αλλά ποια ήταν η εξέλιξη του δράματος της Κύπρου στα τρία χρόνια, που μας πέρασαν, και ποιες οι προοπτικές για λύση του; Ποια, με άλλα λόγια, ήταν μέχρι τώρα η πορεία του Κυπριακού προβλήματος; Απογοητευτική είναι η απάντηση. Ουδεμία απολύτως πρόοδος εσημειώθη.
Αλλεπάλληλοι κύκλοι διακοινοτικών συνομιλιών προσέκρουσαν στην τουρκική αδιαλλαξία και δεν κατέληξαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ο χρόνος των συνομιλιών χρησιμοποιείται από τουρκικής πλευράς για την άνετη παγίωση τετελεσμένων γεγονότων και για τη συγκάλυψη διχοτομικών σχεδίων.
Και έχω τη γνώμη, ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν οι συνομιλίες, αν η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν είναι έτοιμη να υποβάλει σαφείς προτάσεις για όλες τις πτυχές του προβλήματος. Διαφορετικά, θα συνεχισθεί η τουρκική παρελκυστική πολιτική και άκαρπες θα είναι οι συνομιλίες. Αν οι συνομιλίες δεν επαναληφθούν, ποια θα είναι η άμεση ενέργειά μας; Θα προσφύγουμε ξανά στα Ηνωμένα Έθνη. Δεν αναμένουμε, βέβαια, από τα ψηφίσματα του Διεθνούς
Οργανισμού άμεση ή αυτόματη λύση του προβλήματός μας αλλά και δεν πρέπει να υποτιμούμε την αξία των ψηφισμάτων. Η προσφυγή μας στα Ηνωμένα Έθνη είναι και ενέργεια για την περαιτέρω διεθνοποίηση του Κυπριακού. Το πρόβλημά μας πρέπει μέχρι τη λύση του να προβάλλεται στο διεθνές προσκήνιο και να φωτίζεται συνεχώς από διεθνείς προβολείς. Διαφορετικά θα ξεχασθεί, η διεθνής κοινή γνώμη δεν θα ασχολείται με αυτό και η Τουρκία θα παραμένει ανενόχλητη στη συνέχιση της εγκληματικής επιδρομής της. Τεραστία είναι η σημασία της διεθνούς κοινής γνώμης, την οποίαν η Τουρκία δεν μπορεί επ’ άπειρον να περιφρονεί και να εμπαίζει χωρίς δυσάρεστες γι’ αυτήν συνέπειες. Υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης η Τουρκία θα αντιληφθεί – αν ακόμα δεν αντελήφθη – ότι η εκκρεμότητα του Κυπριακού δεν εξυπηρετεί, ούτε βραχυπροθέσμως, ούτε μακροπροθέσμως τα συμφέροντά της και όχι μονάχα στα Ηνωμένα Έθνη, αλλά και σε όλα τα διεθνή βήματα πρέπει να ακούεται η φωνή του δικαίου μας και οι καταγγελίες μας κατά της Τουρκίας για την επιδρομή της στην Κύπρο και τα πολλά εγκλήματα σε βάρος του λαού μας.
Από αρκετού καιρού γίνεται λόγος για μια ευρύτερη διεθνή διάσκεψη επί του Κυπριακού προβλήματος. Η Κυπριακή Κυβέρνηση ήταν εξαρχής σύμφωνη για μια τέτοια διάσκεψη και στη νέα προσφυγή μας στα Ηνωμένα Έθνη θα προβάλουμε έντονα το αίτημα και θα ζητήσουμε απόφαση για την σύγκληση διεθνούς διασκέψεως, η οποία θα ασχοληθεί με τη εξεύρεση λύσεως του Κυπριακού.
Πιστεύω, πως τέτοια διάσκεψη μπορεί να μεθοδεύσει και να προωθήσει λύση του προβλήματος. Πιθανώς, όμως, το αίτημά μας αυτό να προσκρούσει στην αρνητική στάση της Τουρκίας ή και μερικών άλλων χωρών. Γι’ αυτό και απαιτείται από τώρα η κατάλληλη προεργασία, για να έχει δυνατότητες επιτυχίας η προσπάθειά μας για διεθνή διάσκεψη.
Γίνεται λόγος και περί μεσολαβητικών προσπαθειών και περί προσφοράς καλών υπηρεσιών εκ μέρους χωρών που έχουν επιρροή επί της Τουρκίας και δυνατότητες πιέσεώς της. Η θέση μας στο θέμα των μεσολαβήσεων και της προσφοράς καλών υπηρεσιών ήταν πάντα πολύ σαφής. Δεχόμεθα προσφορά βοηθείας οποιασδήποτε προελεύσεως και οποιασδήποτε μορφής, εφ’ όσον η προσφορά γίνεται χωρίς όρους και ανταλλάγματα, που υποθηκεύουν το μέλλον μας και εφ’ όσον το πρόβλημά μας δεν εκτροχιάζεται έξω από τα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών.
Αλλά, συγχρόνως, πρέπει να τονίσω ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει περιθώρια άλλων υποχωρήσεων, γιατί έκαμε ήδη πολλές και έφθασε σε όρια, που δεν μπορεί να υπερβεί και, επομένως, οι πολιτικές συνταγές ή συμβουλές περί αμοιβαίων υποχωρήσεων δεν πρέπει να απευθύνονται προς τους Έλληνες Κυπρίους. Υποχωρήσεις πρέπει να ζητούνται μονάχα από την τουρκική πλευρά, αν υποχώρηση μπορεί να ονομασθεί στην περίπτωση αυτή η επιστροφή κατακτηθέντων διά στρατιωτικής βίας. Η πολιτική αστάθεια και τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας δεν πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται σαν επιχειρήματα δικαιολογητικά της τουρκικής αδιαλλαξίας. Η Κύπρος δεν μπορεί να είναι θύμα των χρονίων εσωτερικών ανωμαλιών και προβλημάτων της Τουρκίας. Το μεγάλο, όμως, ερώτημα είναι τι θα κάνουμε και πώς θα αντιδράσουμε, αν ούτε τα Ηνωμένα Έθνη ούτε οι συνομιλίες ούτε οι μεσολαβήσεις μπορούν να προωθήσουν αποτελεσματικά το πρόβλημά μας προς τη λύση του.
Μερικοί συμβουλεύουν να δείξουμε περισσότερο ρεαλισμό για να βρεθεί συμβιβασμός επικαλούμενοι το επιχείρημα, ότι με την πάροδο του χρόνου σταθεροποιούνται τα τετελεσμένα γεγονότα και οι ευκαιρίες χάνονται. Ορθόν το επιχείρημα ότι ο χρόνος συμβάλλει στην παγίωση της ντε φάκτο καταστάσεως. Αλλά δεν παρουσιάσθηκε μέχρι τώρα ευκαιρία για συμβιβασμό και συμπεφωνημένη λύση του προβλήματος. Είμαστε υπέρ του συμβιβασμού. Αλλά συμβιβασμός δεν σημαίνει βέβαια την εκ μέρους μας αποδοχή των τετελεσμένων γεγονότων. Πρέπει, ακόμα, να προσθέσω, ότι σε εθνικά προβλήμαηττοπάθεια. Είμαστε ρεαλιστές, ώστε να βλέπουμε στις διαστάσεις της τη σκληρή πραγματικότητα και να μην την παραγνωρίζουμε. Ουδέποτε, όμως, θα την αναγνωρίσουμε και θα τη νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας. Ακούμε συχνά την απειλή, ότι αν δεν αναγνωρίσουμε τις νέες πραγματικότητες, που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, για να στηριχθεί πάνω σ’ αυτές ένας συμβιβασμός, τότε η Τουρκοκρατουμένη περιοχή, που είναι σήμερα είδος προτεκτοράτου της Τουρκίας, θα ανακηρυχθεί μονομερώς σε χωριστό ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος. Δεν αποκλείουμε αυτό το ενδεχόμενο. Αλλά και πάλιν δεν θα ενδώσουμε και δεν θα απεμπολήσουμε τα δίκαια και τα δικαιώματά μας και ο αγώνας, ο μακροχρόνιος αγώνας, θα είναι εθνική ανάγκη και επιταγή για να βρούμε δικαίωση.
Πιστεύει, πιθανώς, η Τουρκία, ότι η πάροδος του χρόνου και οι πολλές δυσκολίες θα μας απογοητεύσουν, ώστε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα και να υποταχθούμε τελικά στη μοίρα μας. Αυτό δεν θα γίνει ποτέ! Αγωνιστές, ανυπότακτοι θα είμαστε όσα χρόνια και να περάσουν, όσες δυσκολίες και να συναντήσουμε. Η αγωνιστική σημαία μας ουδέποτε θα υποσταλεί. Ερωτήματα και σκεπτικισμό γεννά ίσως σε μερικούς η ιδέα για μακροχρόνιο αγώνα. Και άλλοι, ίσως, να τον θεωρούν απλή κενολογία και συνθηματολογία. Αυτοί είναι οι ολιγόπιστοι και ηττοπαθείς. Πίστη απαρασάλευτη στη νίκη του δικαίου μας, πίστη σταθερή στο μέλλον μας και απόφαση ακλόνητη να μην ενδώσουμε στη βία αποτελούν την αφετηρία και την προϋπόθεση αυτού του αγώνα. Ως προς τα μέσα και τον τρόπο της διεξαγωγής του, δεν νομίζω, πως πρέπει να μιλήσω αναλυτικά και να πω πολλά.
Λέγω μονάχα ότι ο μακροχρόνιος αγώνας – υπαγόρευση ανάγκης και όχι εκλογή μας – θα πάρει σταδιακά πολλές μορφές. Η σύμπνοια Αθηνών και Λευκωσίας, η σταθερότητα πολιτικής γραμμής, η αμυντική θωράκισή μας αποτελούν τα βάθρα για τη διεξαγωγή αυτού του αγώνα. Η προσπάθεια ανακάμψεως της οικονομίας μας, σε συνδυασμό με τη δικαιοτέρα κατανομή των οικονομικών βαρών, αποτελεί επίσης σοβαρό υπόβαθρο και στερέωση του μακροχρονίου αγώνα.
Πρώτα, όμως, απ’ όλα απαιτείται ισχυρό και αρραγές εσωτερικό μέτωπο, που να το διασφαλίζει η ενότητα του λαού μας. Θα έλεγα, πως αυτή η ενότητα υπάρχει. Και μικρά είναι τα ρήγματα του εσωτερικού μετώπου. Υπάρχουν, βέβαια, μερικά αμετανόητα στοιχεία. Αλλά ούτε ΕΟΚΑ Β’ ούτε τυχόν ΕΟΚΑ Γ’ έχουν δυνατότητες οργανώσεως και δράσεως. Για κάθε, όμως, ενδεχόμενο, λαός και Κυβέρνηση θα επαγρυπνούν, γιατί δευτέρα προδοσία θα επιφέρει την τελική καταστροφή μας.
Ο αγώνας μας δεν στρέφεται κατά των Τουρκοκυπρίων. Είναι και αυτοί θύματα της Τουρκικής εισβολής και δεν είναι αντίδικοί μας. Αντίδικός μας είναι η Τουρκία. Αυτή είναι ο εισβολέας που θέλουμε να διώξουμε, για να λυτρωθούμε Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου. Για τις τυχόν διαφορές μας με τους συνοίκους Τούρκους εύκολα βρίσκουμε διευθέτηση, αν λείψουν οι ξένες επεμβάσεις. Ουδέποτε ήταν πρόθεσή μας να στερήσουμε τους Τουρκοκυπρίους από τα δικαιώματά τους ως ίσων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ισοπολιτεία, ισονομία και ίσες ευκαιρίες για όλους τους κατοίκους της Κύπρου, που την θέλουμε ανεξάρτητη, κυρίαρχη, ενιαία, ακέραιη, αδέσμευτη και χωρίς ξένους στρατούς, είναι η σταθερή επιδίωξη και ο σκοπός του σημερινού αγώνα μας.
Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ,
δραματική ήταν η πορεία σου στα τρία χρόνια από το προδοτικό πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή. Στην απέραντη συμφορά σου έδειξες σθένος αταλάντευτο και δύναμη ψυχής ακατάβλητη. Με πίστη και καρτερία, με αντοχή και εγκαρτέρηση, με θάρρος και αποφασιστικότητα αντιμετώπισες τις εθνικές περιπέτειες και τις σκληρές ταλαιπωρίες, τις καταστροφές και τα ερείπια, που προκάλεσε ο Αττίλας και παρέμεινες όρθιος. Αντιμετώπισες τη συμφορά σου με ορθία την ψυχή, με κατακόρυφο το φρόνημα, με ψηλά το μέτωπο. Οι επιπτώσεις της προδοσίας εξακολουθούν ακόμα να πιέζουν την ψυχή και την καρδιά σου. Αλλά δεν κάμπτεσαι και δεν γονατίζεις. Δεν πτοείσαι και δεν υποκύπτεις.
Δεν προσκυνάς και δεν παραδίδεσαι.
Το σημερινό συλλαλητήριό σου είναι έκφραση του αγωνιστικού παλμού σου και πολύβοη διακήρυξη της αδαμάστου θελήσεώς σου να συνεχίσεις την αντίσταση, να συνεχίσεις τον αγώνα, ανεξαρτήτως χρόνου και ανεξαρτήτως θυσιών, μέχρι της φυγής του Τούρκου επιδρομέα από τα χώματά σου, μέχρι της νίκης του δικαίου σου.
Και το δίκαιο σου θα νικήσει.
ΖΗΤΩ Ο ΑΔΟΥΛΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΛΑΟΣ!
ΠΗΓΗ:http://www.philenews.com/eidiseis/politiki/article/587891/i-teleftaia-profitiki-omilia-toy-ethnarchi-makarioy