Αεροπορική Ισχύς και Κύπρος: Πόσο Μακρυά είναι η Κύπρος, Αλήθεια;

Print Friendly, PDF & Email

16/8/2019

«Οὐδὲν ἔθνος δύναται νὰ θαλασσοκρατεῖ ἐφ᾿ ὅσον δὲν θεωρεῖ τὰ πολεμικὰ πλοῖα προορισμένα νὰ κινδυνεύουν»

Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης

Λοχαγός (ΜΧ) Σωτήριος Σταυριανάκος

Το παρόν άρθρο αφιερώνεται ευλαβικά στη μνήμη του Λοχαγού (ΜΧ) Σωτήριου Σταυριανάκου.

Έπεσε στις 16 Αυγούστου 1974 στο Ύψωμα Β’ του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στον Γερόλακκο.

1. Εισαγωγή

Τις ημέρες αυτές συμπληρώνονται σαράντα πέντε χρόνια από την πιο μαύρη σελίδα της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας, κι την πιο τραγική της Νεότερης Ιστορίας μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: είναι ήδη σαράντα πέντε χρόνια από τότε που οι Τούρκοι κατέκτησαν το 38% της Ελληνικής Κύπρου, κατανίκησαν ταπεινωτικά τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις και εκδίωξαν τους κατοίκους από το βόρειο μέρος του Νησιού, με την ίδια ακριβώς βαρβαρότητα που αποτελεί το πιο σταθερό στοιχείο της ταυτότητάς τους από τότε που εμφανίζονται στην Ιστορία.

Από ελληνικής πλευράς, η τραγωδία είχε μία πολύ «χρήσιμη» ιστορική λειτουργία: αποτέλεσε τη βασικότερη αιτία της πτώσης της Δικτατορίας του 1967, η οποία, ήδη από την απόσυρση της «Μεραρχίας» έφερε βαρύτατη ευθύνη για τις εξελίξεις που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή, και πολύ περισσότερο για την αποτυχία της αντιμετώπισής της. Η πτώση της Χούντας ακολουθήθηκε από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Χώρα και την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία, με Υπουργό Εθνικής Αμύνης τον Ευάγγελο Αβέρωφ και Υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Μαύρο.

Η Τουρκική Εισβολή εκδηλώθηκε στο διάστημα από 20 Ιουλίου μέχρι 16 Αυγούστου του 1974, με ένα ενδιάμεσο διάστημα «ανακωχής». Καθ’ όλη τη διάρκεια της εισβολής αυτής, το ελλαδικό κράτος υπήρξε, στην πράξη, απαθής θεατής, φωνασκώντας διπλωματικά αλλά αποφεύγοντας να πράξει οτιδήποτε ουσιώδες για να αντιμετωπίσει εμπράκτως μία ευθεία, μεγάλης κλίμακας στρατιωτική εισβολή στον εθνικό του χώρο. Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την αδράνεια υπήρξε η «με άκρα μυστικότητα» αποστολή στο Νησί μίας μοίρας καταδρομών, δηλαδή μίας μοίρας ελαφρού πεζικού, με την όποια (μηδαμινή) επίδραση θα μπορούσε να έχει στην εξέλιξη του διεξαγόμενου πολέμου μία τέτοια μονάδα. Κατά τα άλλα, το ελλαδικό κράτος και οι ηγεσίες του, από τις 20 Ιουλίου μέχρι και τη λήξη των εχθροπραξιών στις 16 Αυγούστου, ανέβασαν μία ιλαροτραγική παράσταση, στην οποία «αναζητούσαν εναγωνίως» τρόπους για να αντιμετωπίσουν «εμπράκτως» την τουρκική εισβολή, αλλά «δεν τους έβρισκαν». Είναι προφανές τι σήμαιναν οι υποκριτικοί θεατρινισμοί του θέρους του 1974 για τη χουντική ηγεσία, αλλά -κάτι που ξεχνιέται εύκολα και βολικά- εγείρουν, επίσης, σοβαρότατα ερωτηματικά για την πολιτική ηγεσία που τη διαδέχτηκε τον Ιούλιο του 1974.

Η πολιτική συζήτηση σχετικά με την αδράνεια των ελλαδικών ηγεσιών το καλοκαίρι του 1974 εξωθείται συχνά, και προφανώς σκόπιμα, σε «τεχνικές» συζητήσεις περί της πρακτικής δυνατότητας ή αδυναμίας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να πράξουν οτιδήποτε αποτελεσματικό για να αντιμετωπίσουν την Τουρκική Εισβολή. Το ενδιαφέρον στη συζήτηση αυτή είναι ότι οι θέσεις και τα επιχειρήματα «χουντικών» και «μεταπολιτευτικών» ουσιαστικά ταυτίζονται· το γεγονός είναι φυσικό αφού πρέπει να υπερασπίσουν την ίδια θέση, την «έμπρακτη αδυναμία επέμβασης». Η ταυτότητα των απόψεων είναι επιβεβλημένη και για έναν επιπλέον λόγο: παρά την πολιτειακή και πολιτική αλλαγή του Ιουλίου του 1974, οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι της Χώρας παρέμειναν οι ίδιοι καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής. Οι βασικοί φυσικοί αυτουργοί της ελλαδικής απραξίας στις 20, 21 και 22 Ιουλίου του 1974, και προδήλως ύποπτοι βαρύτατης προδοσίας -με την κυριολεκτική, νομική έννοια του  Ποινικού Κώδικα- δηλαδή ο στρατηγός Μπονάνος, ο αντιναύαρχος Αραπάκης και ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου, συνέχισαν να κατέχουν τις θέσεις τους και να επηρεάζουν επισήμως την πολιτική της Χώρας και καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής, αλλά και μετά, τερματίσαντες «ευδοκίμως» τη θητεία τους και μηδέποτε, μέχρι το τέλος του βίου τους, ενοχληθέντες για τα γεγονότα αυτά.

2. Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού στο περιοδικό «Στρατηγικόν»

Σαράντα πέντε χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, το άρθρο ενός ανωτάτου αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας έρχεται να μας θυμίσει την ταυτότητα της υπερασπιστικής γραμμής Χούντας και Καραμανλικής Μεταπολίτευσης ως προς το «τεχνικό» σκέλος της συζήτησης -και όχι μόνον εκεί. Πρόκειται για το άρθρο του του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού, που αποστρατεύτηκε τον Μάρτιο του 2014 έχοντας φτάσει στα ανώτατα κλιμάκια της ΠΑ και έχοντας διατελέσει Διοικητής της Διοίκησης Αεροπορικής Υποστηρίξεως και ex officio μέλος του Ανωτάτου Αεροπορικού Συμβουλίου. Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό «Στρατηγικόν», ένα αξιοσημείωτο διαδικτυακό περιοδικό που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη στρατηγική, την οποία αντιλαμβάνεται ως «γέφυρα που συνδέει τους σκοπούς της πολιτικής με τα στρατιωτικά μέσα» και περιλαμβάνεται στο τεύχος 2 του περιοδικού, που έχει ως θέμα την Κύπρο. Το άρθρο δεν φαίνεται να απηχεί τις θέσεις του ιδίου του περιοδικού για την Κύπρο· είναι ενδεικτικό ότι το αξιοσημείωτο άρθρο: «Κύπρος 1974: Στρατηγική Αξιολόγηση και Στρατιωτική Στρατηγική» του αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Γκαρτζονίκα έχει διαμετρικά αντίθετες θέσεις με αυτό το Βρεττού, όπως και το συναφές άρθρο: «Είναι η Κύπρος Μακριά; Ελληνική Ναυτική Στρατηγική για την Ανατολική  Μεσόγειο» του αντιναυάρχου ε.α. Βασιλείου Μαρτζούκου.[i]

Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού είναι εξαιρετικά περίεργο. Πρόκειται για ένα άρθρο στο οποίο είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποιο είναι το θέμα του και ποιο το ερώτημα στο οποίο απαντά. Στον βαθμό που μπορεί να συναγάγει κανείς από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου, αντικείμενο του κειμένου είναι:

(α) κατά πόσον ήταν δυνατή η αεροπορική υποστήριξη των Ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974 από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό αποτελεί και ένα σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα. Πρόκειται για ένα από τα «τεχνικά» θέματα στα οποία εξωθείται -για λόγους σκοπιμότητας- η κάθε συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των Ελλαδικών ηγεσιών για την αντιμετώπιση της Εισβολής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι πρόκειται για ένα τέτοιο «τεχνικό» ζήτημα, αναμένει κανείς την τεκμηριωμένη γνώμη ενός Ιπταμένου της ΠΑ, ανωτάτου αξιωματικού που έφθασε στην κορυφή της ιεραρχίας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

(β) κατά πόσον ήταν σκόπιμη από πολιτικής απόψεως η αεροπορική υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, που είναι όμως παντελώς άσχετο με το προηγούμενο. Η μόνη συσχέτιση προκύπτει από το ότι το ερώτημα (β) τίθεται μόνον εφ’ όσον έχει απαντηθεί θετικά το ερώτημα (α).

(γ) κατά πόσον είναι σήμερα εφικτή η αεροπορική υποστήριξη ενδεχόμενων ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, επίσης παντελώς άσχετο με τα δύο προηγούμενα. Το ερώτημα αυτό δεν έχει σχέση με το (α), μιας και αφ’ ενός αφορά τελείως διαφορετικά δεδομένα, που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με αυτά του 1974, αφ’ ετέρου, ούτως ή άλλως, από το 1974 δεν μπορεί να αντληθεί καμία πρακτική εμπειρία σχετικά με το θέμα, μιας και η Ελλάς… απέφυγε επιμελώς να υποστηρίξει αεροπορικά την Κύπρο.

Τα ανωτέρω εικάζονται από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου. Από το ίδιο το περιεχόμενό του προκύπτει απλώς μία σύγχυση του ιδίου του συντάκτη σχετικά με το ποιο είναι, τελικώς, το θέμα του. Εάν, εν πάση περιπτώσει, θελήσει κανείς να επιμείνει, μπορεί να διακρίνει στο κείμενο μία βασική θέση.

3. Η Θέση του Αντιπτεράρχου Βρεττού

Η βασική θέση του κ. Βρεττού είναι ότι δεν ήταν ούτε δυνατό αλλά ούτε και σκόπιμο να υποστηρίξει η Ελλάς την άμυνα της Κύπρου με την Πολεμική Αεροπορία κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974. Για την υποστήριξη της θέσης του, ο συντάκτης του άρθρου παραθέτει μία σειρά από επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα αυτά μπορούν να καταταχθούν σε τρεις κατηγορίες: (α) στα επιχειρήματα που αναφέρονται αμιγώς στην πρακτική αδυναμία επεμβάσεως της Πολεμικής Αεροπορίας στην Κύπρο κατά την εποχή εκείνη, (β) στα επιχειρήματα που αναφέρονται στη γενικότερη στρατιωτική αδυναμία επεμβάσεως στην Κύπρο κατά την ίδια περίοδο, και (γ) στα επιχειρήματα που αναφέρονται στην πολιτική σκοπιμότητα της μη επέμβασης της Ελλάδας στην Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο.

Παρ’ όλο που τα επιχειρήματα του κ. Βρεττού είναι συγκεχυμένα και ατάκτως ερριμμένα μέσα στο κείμενο, έχει γίνει προσπάθεια να παρουσιαστούν με κάποια τάξη και συνοχή. Από τη μελέτη του κειμένου τα επιχειρήματα που προκύπτουν είναι, αναλυτικά, τα ακόλουθα:

3.1. Τα «Αεροπορικά» Επιχειρήματα

Τα «αεροπορικά» επιχειρήματα που ο συντάκτης παραθέτει είναι τέσσερα, και καταλήγουν στο ότι οι δύο συνήθως συζητούμενες αποστολές της Πολεμικής Αεροπορίας στην Κύπρο, αυτή των F-84F και αυτή των F-4E θα ήταν ατελέσφορες. Προβάλλονται οι «τεχνικές κι επιχειρησιακές δυσχέρειες», όπως επί λέξει τις περιγράφει ο Αρχηγός Αεροπορίας κατά το θέρος του 1974, Αντιπτέραρχος Παπανικολάου[ii], του οποίου η επιχειρηματολογία αναπαράγεται σχεδόν αυτούσια. Ειδικότερα, τα προβαλλόμενα επιχειρήματα είναι τα εξής:

3.1.1.  Η Αποστολή των 12 F-84F ήταν Αδύνατη

Ζεύγος αεροσκαφών F-84F της Πολεμικής Αεροπορίας.

Η συνήθως αναφερόμενη αποστολή των 12 F-84F, που τελικώς δεν εκτελέστηκε, θα ήταν ατελέσφορη διότι:

(α) δεδομένης της απόστασης του αεροδρομίου του Καστελίου από την Κύπρο καθώς και της εμβέλειας των αεροσκαφών, ο επιχειρησιακά ωφέλιμος χρόνος παραμονής των αεροσκαφών F-84F πάνω από την Κύπρο «θα ήταν πέντε (5) λεπτά», και συνεπώς απολύτως ανεπαρκής για την επιτυχή προσβολή στόχων. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο τα αεροσκάφη αναγκάζονταν να ξοδέψουν επιπλέον καύσιμο κατά τη μετάβασή τους, όπως π.χ. εάν αναχαιτίζονταν από αεροσκάφη που «απαγόρευαν» την περιοχή επιχειρήσεων της Κύπρου και αναγκάζονταν να εμπλακούν, ο ωφέλιμος χρόνος παραμονής μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν.

(β) δεδομένου του προηγουμένου περιορισμού, αεροσκάφη F-84F που τυχόν αποστέλλονταν στην Κύπρο θα αδυνατούσαν να επιστρέψουν στην Κρήτη και είτε οι χειριστές θα τα εγκατέλειπαν, είτε θα προσγειώνονταν σε αεροδρόμια του Λιβάνου, με αποτέλεσμα την απώλειά τους από τη δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας. Η απώλεια αυτή κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική εν όψει ενδεχόμενης ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης ως συνέχειας ενδεχόμενης Ελλαδικής παρέμβασης στην Κύπρο.

3.1.2.  Η Αποστολή των 8 F-4E ήταν αδύνατη

Αεροσκάφος F-4E της Πολεμικής Αεροπορίας

Η σχεδιασθείσα αποστολή των 8 F-4E που δεν εκτελέστηκε ήταν ατελέσφορη διότι:

(α) ο μικρός τους αριθμός (οκτώ αεροσκάφη) δεν επέτρεπε την επίτευξη κάποιου αξιόλογου αντικειμενικού σκοπού

(β) ο φόβος υψηλών απωλειών ήταν σημαντικός, και απώλειες θα σήμαιναν την απώλεια κρίσιμου, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης, υλικού.

(γ) ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη ενός αξιόλογου αποτελέσματος από την επέμβαση των αεροσκαφών F-4E, το «παράθυρο ευκαιρίας», παρήλθε χωρίς να γίνει κάποια ενέργεια. Αν και δεν προσδιορίζεται ρητώς, εικάζεται ότι ως «παράθυρο ευκαιρίας» ορίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο στόλος αποβατικών του Τουρκικού Ναυτικού πλησίαζε την ακτή της Κυρήνειας, είτε κατά το πρώτο είτε κατά το δεύτερο κύμα απόβασης, και μέχρι τη διεκπεραίωση των μεταφερομένων δυνάμεων. Μετά την παρέλευση των δύο αυτών ολιγόωρων διαστημάτων, διαρκείας 5-6 ωρών έκαστο, δεν υπήρχε πρακτικά αντικείμενο επέμβασης για τα αεροσκάφη F-4E.

(δ) σε κάθε περίπτωση, τα F-4E των οποίων η επέμβαση συζητείται, δεν βρίσκονταν σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα αφού είχαν μόλις αφιχθεί από τις ΗΠΑ όπου είχαν παραληφθεί. Συνεπώς, η όποια δυνατότητα δράσης τους ήταν «θεωρητική» και στην πράξη, εάν αποτολμάτο, θα οδηγούσε πρακτικά σε αποτυχία, δηλαδή σε υψηλές απώλειες αεροσκαφών χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα.

3.1.3. Η ‘Έλλειψη Υποδομής Υποστηρίξεως των Αεροπορικών Επιχειρήσεων

Η διεξαγωγή αεροπορικών επιχειρήσεων δεν γίνεται απλώς με τα αεροσκάφη που ίπτανται. Προκειμένου αυτά να επιχειρήσουν αποτελεσματικά, απαιτούν την υποστήριξη από χερσαία αεροπορική υποδομή: (χερσαία) ραντάρ επιτήρησης που σχηματίζουν την εικόνα τακτικής καταστάσεως, επικοινωνιακά μέσα που μεταφέρουν την τακτική κατάσταση στα πληρώματα των αεροσκαφών, καθώς και χερσαία ναυτιλιακά βοηθήματα που βοηθούν στη ναυτιλία των αεροσκαφών, ιδίως όταν αυτά καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις -όπως είναι η μετάβαση στην Κύπρο. Τέτοια υποδομή, όμως, δεν υπήρχε στην Κύπρο και, ελλείψει αυτής, ενδεχόμενες αεροπορικές επιχειρήσεις εκεί θα είχαν ακόμη μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας και θα οδηγούσαν σε ακόμη υψηλότερες απώλειες.

3.1.4.  Το Επιχειρησιακό Δόγμα της ΠΑ δεν επέτρεπε την εμπλοκή της

Κατά τον κ. Βρεττό, το δόγμα της ΠΑ και η παραδεκτή αεροπορική αντίληψη και πρακτική είναι ότι για να υποβοηθηθούν χερσαίες επιχειρήσεις απαιτείται «αποτελεσματική» εμπλοκή και επίτευξη αεροπορικής κυριαρχίας. Όμως στην περίπτωση της Κύπρου υπήρχε «[Π]λήρης και αντικειμενική αδυναμία επίτευξης αεροπορικής κυριαρχίας λόγω γεωγραφικής απόστασης.»

Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι προκειμένου η ΠΑ να ήταν σε θέση να υποστηρίξει αποτελεσματικά τις χερσαίες επιχειρήσεις στην Κύπρο και να επηρεάσει το αποτέλεσμα του αγώνα, σύμφωνα με το δόγμα της και σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η ΠΑ θα έπρεπε προηγουμένως να αποκαταστήσει αεροπορική κυριαρχία πάνω από τον χώρο της Κύπρου, δηλαδή έπρεπε να μπορεί να αποτρέπει τα τουρκικά μαχητικά από το να προσεγγίζουν τον χώρο της Κύπρου και να μπορούν τα αεροσκάφη της που θα εκτελούσαν αποστολές βομβαρδισμού ή/και εγγύς αεροπορικής υποστήριξης να ενεργούν χωρίς απειλή ή περίσπαση από τουρκικά μαχητικά. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει έναν τρόπο διεξαγωγής της μάχης που ξεκινά από την πλήρη εξουδετέρωση της αντίπαλης αεροπορίας, με επιθέσεις σε εχθρικά αεροδρόμια και/ή μαζικές αεροπορικές εμπλοκές μαχητικών στις οποίες θα επικρατούσαν τα Ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη, και μόνον μετά την πλήρη ή σχεδόν πλήρη εξουδετέρωση του αντιπάλου, δράση των επιθετικών αεροσκαφών επ’ ωφελεία των χερσαίων δυνάμεων. Δεδομένης της απόστασης του Θεάτρου Επιχειρήσεων από τα Ελληνικά και τα Τουρκικά αεροδρόμια (και της προφανούς υπόθεσης ότι η αεροπορική η εμπλοκή θα περιοριζόταν στον εναέριο χώρο της Κύπρου) καθώς και της μεγάλης υπεροχής της Τουρκικής Αεροπορίας (εφεξής: ΤΑ) έναντι της ΠΑ, η επίτευξη αεροπορικής υπεροχής της ΠΑ ήταν αδύνατη, και συνεπακόλουθα αδύνατη ήταν και η υποστήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων.

3.2. Οι Στρατιωτικές Δυνατότητες των Δύο Πλευρών

Επιπλέον των αυστηρά τακτικής ή τεχνικής φύσης επιχειρημάτων, ο συντάκτης παραθέτει δύο «γενικότερα»  επιχειρήματα που αφορούν τις συνολικές στρατιωτικές δυνατότητες των δύο πλευρών κατά την επίμαχη περίοδο, δηλαδή λόγους που καθιστούσαν αεροπορικές επιχειρήσεις στην Κύπρο ατελέσφορες ή και επικίνδυνες. Αυτοί είναι οι εξής:

3.2.1.  Η Πολεμική Αεροπορία υστερούσε κατά πολύ σε ισχύ έναντι της Τουρκικής Αεροπορίας.

Ένα κεντρικό επιχείρημα του συντάκτη είναι ότι η ΠΑ δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να εμπλακεί με την ΤΑ γιατί ήταν σημαντικά ασθενέστερη αυτής, τόσο που με δυσκολία θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει σε περίπτωση Ελληνοτουρκικού πολέμου, πολύ περισσότερο υπό τις πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες εμπλοκής στην Κύπρο. Το επιχείρημα αυτό αιτιολογείται αναλυτικά βάσει της συγκριτικής παράθεσης των βασικών συστατικών αεροπορικής ισχύος. Έτσι, σύμφωνα με τον συντάκτη, η ΠΑ διέθετε 290 μαχητικά αεροσκάφη έναντι 520 της ΤΑ, 60 μεταφορικά αεροσκάφη έναντι 95 της ΤΑ, 92 βλήματα Νίκη έναντι 104 της ΤΑ, 9 σταθμούς ραντάρ έναντι 16 της ΤΑ, 18 αεροδρόμια έναντι 22 της ΤΑ, ενώ «η Α/Α της Ελλάδος χαρακτηριζόταν ως μέτρια έναντι ισχυρής της Τουρκίας» καθώς και απόθεμα πυρομαχικών αέρος-εδάφους («μάζα πυρός μαχητικών αεροσκαφών») (sic) «310.000 lbs βομβών έναντι 830.000 της Τουρκίας». Παρατίθενται επίσης ο δείκτης «μάζα πυρός ανά αεροδρόμιο αντιπάλου» δηλαδή, το σύνολο των διαθεσίμων (;) πυρομαχικών αέρος-εδάφους του ενός αντιπάλου προς τον αριθμό αεροδρομίων του αντιπάλου.

Όμως, πέραν της υστέρησης της ΠΑ έναντι της ΤΑ σε αριθμούς συστημάτων, η ΠΑ ήταν γενικώς σε μία συνολικώς προβληματική κατάσταση που δεν επέτρεπε την εμπλοκή της σε επιχειρήσεις.

Ειδικότερα, ως χαρακτηριστικές ενδείξεις της αδυναμίας της ΠΑ για επιχειρήσεις, παρατίθενται τα εξής: «Ήταν δύσκολες εποχές για την Αεροπορία. [..] οι επικοινωνίες μας βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό βαθμό. [..] κάποιες εκ των οδηγιών μεταφέρονταν από το ένα σημείο στο άλλο με… τζιπ, ενώ το ΑΤΑΔ είχε μόνον ένα τηλέφωνο.» Εν συνεχεία αναφέρεται ότι «η ηρωική εποχή της αεροπορίας είχε παρέλθει οριστικά και απαιτείτο πλέον ακραίος επαγγελματισμός και σκληρή μεθοδευμένη εκπαίδευση για να ανταποκριθεί το ιπτάμενο και τεχνικό προσωπικό στις απαιτήσεις των νέων δεύτερης γενιάς αεροσκαφών όπως τα F-4E. Τα ατυχήματα της Πολεμικής Αεροπορίας στη μετάβαση από τη μία εποχή στην άλλη αποτελούν απλή επιβεβαίωση της πραγματικότητας και του ότι η ψυχή, η πίστη, η δύναμη και η ανδρεία, αν και απαραίτητα, δεν ήσαν πλέον αρκετά για την επιτυχή εκτέλεση μιας επιχειρησιακής αποστολής σε συνθήκες πολέμου.»

Εννοείται ότι, παρ’ όλα αυτά, «η ΠΑ υπερτερούσε [της ΤΑ] σε ιστορία, παράδοση και ικανότητα προσωπικού» (sic).

3.2.2.  Η Γενική Στρατιωτική Ισχύς της Ελλάδος

Σύμφωνα με τον συντάκτη, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, συνολικά, δεν ήταν έτοιμες, ή σε θέση να ανταπεξέλθουν σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Κύπρο και παράλληλα σε Ε/Τ πόλεμο. Ως απόδειξη της αδυναμίας αυτής, παρατίθενται, πέραν του ζητήματος της αεροπορικής υστέρησης που αναφέρθηκε προηγουμένως, και τα εξής στοιχεία:

Η ανεπιτυχής επιστράτευση, «λόγω έλλειψης προπαρασκευής, σχεδίασης και μέσων»

«Η αναλογία στρατιωτικών δυνάμεων στον Έβρο υπέρ της Τουρκίας (1:2 έως 1:3) με αδυναμία περαιτέρω ενίσχυσης λόγω αμυντικής διάταξης, με συνολική σύγκριση χερσαίων δυνάμεων υπέρ της Τουρκίας (3:1), ενώ στα νησιά Σαμοθράκη, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Κω, Ρόδο και Λήμνο, η άμυνα ήταν λίαν αυτάρκης και η αναλογία ήταν υπέρ της Ελλάδος με εξοπλισμένους τους κατοίκους των εν λόγω νησιών»

«Η υστέρηση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού έναντι του Τουρκικού, αριθμητικά και γεωγραφικά, λόγω της φύσεως του χώρου τον οποίον καλείται να καλύψει και να υπερασπιστεί»

Τα στοιχεία αυτά αποτελούν τα βασικά σημεία της εκτίμησης καταστάσεως που έκαναν οι αρχηγοί των Όπλων στη Σύσκεψη της 12 Αυγούστου του 1974  με τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης Ευάγγελο Αβέρωφ.

Ως προς το σημείο αυτό, είναι αξιοσημείωτη η «δημιουργική ασάφεια» του συντάκτη: αφ’ ενός παραθέτει τα ανωτέρω στοιχεία ως τα ισχύοντα στοιχεία για το ελληνο-τουρκικό ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος του 1974, αφ’ ετέρου φαίνεται να αντιμετωπίζει την εισήγηση αυτή, ασχέτως εγκυρότητάς της, ως τον λόγο εξ αιτίας του οποίου η Κυβέρνηση αναπόφευκτα τήρησε τη στάση που τήρησε κατά τη διάρκεια του Αττίλα ΙΙ.

3.3.  Τα «Πολιτικά» Επιχειρήματα

Πέραν των «στρατιωτικών» επιχειρημάτων, ο συντάκτης του άρθρου προβάλλει τρία βασικά «πολιτικά» επιχειρήματα σχετικά με το γιατί δεν ήταν σκόπιμη η στρατιωτική επέμβαση της Ελλάδας στην Κύπρο, μετά την εκδήλωση της Τουρκικής εισβολής. Λόγω της πολιτικής τους φύσης, τα επιχειρήματα αυτά είναι, προφανώς, πολύ σημαντικότερα από οποιοδήποτε τεχνικό επιχείρημα που έχει προηγηθεί. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον συντάκτη:

3.3.1.  Η πρόκληση Ελληνοτουρκικού Πολέμου

Μία Ελληνική «στρατιωτική επέμβαση» στην Κύπρο θα οδηγούσε σε Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, κάτι που τεκμηριώνεται βάσει της αναφοράς του διοικητή του ΓΕΕΦ (μετά το πραξικόπημα) υποστρατήγου Καραγιάννη[iii], καθώς και του… αντιπτεράρχου Παπανικολάου στην «Απόρρητη Έκθεση «Επί Ενισχύσεως [..][iv] Προφανώς -δεν λέγεται, αλλά υπονοείται σιωπηρώς- ενώ η Κύπρος δέχεται στρατιωτική επίθεση, δεν είναι σκόπιμο να εκραγεί και ελληνο-τουρκικός πόλεμος. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που δίδεται χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, και φαίνεται να στέκεται αυτοτελώς και άνευ περαιτέρω εξηγήσεων.

3.3.2.  Η Επίδειξη Ελληνικής Επιθετικότητας

Σύμφωνα με τον συντάκτη, δεν ήταν πολιτικά σκόπιμο να επέμβει η Ελλάδα στην Κύπρο, διότι «ο επιτιθέμενος κατά κανόνα επισύρει τη διεθνή κατακραυγή», και, συνεπώς, «η κήρυξη πολέμου στην Τουρκία θα καταδίκαζε διπλωματικά την Ελλάδα». Εάν, δηλαδή, η Ελλάς επενέβαινε στην Κύπρο ενώ η Τουρκία εισέβαλλε εκεί στρατιωτικά, αυτό θα εκλαμβανόταν από τη διεθνή κοινότητα ως «επιθετικότητα» της Ελλάδος και θα επέσυρε αρνητικές εντυπώσεις και, προφανώς, αρνητική αντιμετώπιση.

3.3.3.  Η Κύπρος είναι μία ξένη χώρα

Τα πολιτικά επιχειρήματα καταλήγουν, όμως, στο εξής επιχείρημα-σκεπτικό, το οποίο είναι σκόπιμο να παρατεθεί ολόκληρο:

Η άποψη ότι «πολεμάς με ό,τι έχεις», είναι σωστή όταν αναφέρεσαι στην Πατρίδα σου, αλλά το 1974, η Κύπρος βρισκόταν μακράν της Ελλάδος τόσο με όρους γεωγραφικούς όσο -και χειρότερα- πολιτικούς, και είχε απομακρυνθεί από την ιδέα της Ένωσης. Ακολουθούσε ανεξάρτητη, δική της πολιτική.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πως αυτή η θέση (και πεποίθηση) είναι αυτή που στηρίζει όλο το κείμενο, πως το άρθρο αποτελεί απλό «αναλυτικό» πρόσχημα για να διατυπωθεί η παραπάνω θέση, καθώς και ότι άνευ της θέσεως αυτής -για την ακρίβεια: της πεποιθήσεως αυτής, το όλο κείμενο αποτελεί ένα κακόγουστο ανέκδοτο.

3.4.  Ορισμένα Επιπλέον, Άξια Σχολιασμού, Σημεία

Πέραν των επί της ουσίας του ζητήματος επιχειρημάτων του συντάκτη, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία του άρθρου.

Το άρθρο ξεκινά με μία σχοινοτενή αναφορά στην ιστορία του Κυπριακού Ζητήματος, από την ανακίνησή του από τον Παπάγο το 1954 (παρά το ότι οι «προηγούμενες κυβερνήσεις «σοφά» είχαν αποφύγει να θέσουν το θέμα»), μέχρι τη δράση της ΕΟΚΑ Β’. Σε όλη την αναδρομή, υιοθετώντας στάση που μοιάζει χαρακτηριστικά με αυτή του Κ. Τσάτσου και του Α. Βλάχου, ο συντάκτης δεν μπορεί να κρύψει τη δυσφορία του για την ανακίνηση του Κυπριακού, για την ίδια την ύπαρξη του Κυπριακού, για τον αγώνα των Κυπρίων για Ένωση και Αυτοδιάθεση, κι εν συνεχεία για Ανεξαρτησία. Αναρωτιέται κανείς για τον λόγο υπάρξεως αυτής της αναδρομής σε ένα άρθρο με σαφώς οριοθετημένο θέμα: τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα αεροπορικής υποστηρίξεως της άμυνας της Κύπρου από την Πολεμική Αεροπορία το 1974. Αν και προφανώς η αναδρομή δεν προσθέτει τίποτα στην ουσία του άρθρου, είναι εν τούτοις χρήσιμη γιατί φωτίζει τα κίνητρα του συντάκτη: τη γενικότερη «δυσφορία» του με το Κυπριακό. Είναι ακριβώς η ίδια δυσφορία που διέπνεε τους χειριστές του «δευτέρου» σταδίου Κυπριακής Κρίσης του 1974, Καραμανλή, Αβέρωφ και το περιβάλλον τους, ήδη από τη δεκαετία του ’50. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να μαντέψει κανείς ότι «τεχνικά» το άρθρο θα συνεχίσει στο πνεύμα των «Πομερανών» του Γ. Βλάχου: «Ούτε ένα F-84F, ούτε ένα Phantom δια νέας περιπετείας».

Το σύνολο των στοιχείων του συντάκτη -στις ελάχιστες φορές που μπαίνει στον κόπο να αναφέρει πηγές- αντλούνται κατά κύριο λόγο από τις εκθέσεις του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνου και του Αρχηγού της Πολεμικής Αεροπορίας Παπανικολάου προς τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης Ευάγγελο Τοσίτσα-Αβέρωφ, απ’ όπου αντλούνται επίσης, αυτούσια, και πολλά από τα συμπεράσματά του.[v] Ακόμη και αυτόχρημα κωμικά στοιχεία των εκθέσεων και των πρακτικών (όπως ενδεικτικά το «συμπέρασμα του Π/Θ Κωνσταντίνου Καραμανλή», από το Πρακτικό της Συσκέψεως της 12-8-74, μνημείο ες αεί πολιτικής γελοιότητας) παρατίθενται με απόλυτη σοβαρότητα και με την ισχύ αποδεικτικού στοιχείου. Ο παραλογισμός φτάνει στο απόγειό του όταν, στις σελίδες 78-79, ο συντάκτης εξηγεί ότι η Ελληνική πλευρά, κατά την πρώτη φάση της κρίσης, έδειξε «αυτοσυγκράτηση» κατόπιν των παροτρύνσεων των Σίσκο και Τάσκα, επειδή «μία ενέργεια [υπεράσπισης της Κύπρου] θα διασπούσε τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, θα ζημίωνε τα συμφέροντα Ελλάδος και Αμερικής και θα διάνοιγε την οδό των Ρώσσων προς Ανατολική Μεσόγειο» (sic). Εδώ δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς πώς μπορεί ο συντάκτης να ανησυχεί κατά προτεραιότητα για τα συμφέροντα των Αμερικανών ενώ η Κύπρος δέχεται επίθεση από τους Τούρκους,… Συμπληρώνει με τις «πληροφορίες ΝΑΤΟ και άλλων πηγών περί -υπαρκτών αλλά μη σχετιζόμενων με το Κυπριακό, περί κινήσεων ρωσικών αεροσκαφών», που ανάγκασαν τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις «να ασχοληθούν με τη ναρκοθέτηση της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου τη στιγμή που ο τουρκικός αποβατικός στόλος αναχωρούσε από τη Μερσίνα με κατεύθυνση την Κύπρο» (sic). Αναρωτιέται κανείς πόσο… στρατιωτικό δυναμικό απορρόφησε η ναρκοθέτηση. Αλλά όταν ο Κουρής σημειώνει ότι αυτά υπήρξαν προσχήματα για να δικαιολογήσουν οι τότε αρχηγοί την αδράνειά τους, το μόνο που έχει να σχολιάσει ο συντάκτης είναι ότι… δεν παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία γι’ αυτό (sic!). Αρκεί να επισημανθεί η κομματική ένταξη του μακαρίτη Κουρή στο ΠΑΣΟΚ για να παρακαμφθεί η ουσία της παρατήρησης, λες κι αυτή είναι… ιδεολογικής υφής.

4. Εξέταση της Θέσης του Αντιπτεράρχου Βρεττού

4.1.  Προκαταρκτικές Παρατηρήσεις

Το κείμενο του πτεράρχου Βρεττού είναι εξαιρετικά προβληματικό ως προς τη δομή και, κυρίως, ως προς τη σαφήνεια της θέσης. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τι αποτελεί θέση ή άποψη του συντάκτη και τι αποτελεί παράθεση ιστορικών γεγονότων. Έτσι, ακόμη κι προδήλως λανθασμένες απόψεις, εμφανώς ανακριβείς αναφορές, ακόμη και αστεία επιχειρήματα και απόψεις ιστορικών πρωταγωνιστών των γεγονότων, παρατίθενται υπορρήτως ως γεγονότα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την τεκμηρίωση της θέσης του συντάκτη.

Επιπλέον, και κυρίως, τα ερωτήματα τίθενται κατά τρόπο συγκεχυμένο, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η διάκριση των κρίσιμων -και διαφορετικών μεταξύ τους- ερωτημάτων. Ειδικότερα:

Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ της πολιτικής σκοπιμότητας επέμβασης και της στρατιωτικής δυνατότητας επέμβασης. Με άλλα λόγια, δεν διακρίνονται δύο, ριζικά διαφορετικής τάξεως, ζητήματα:

(α) όφειλε, κατ’ αρχήν, να επέμβει στρατιωτικά η Ελλάδα στην Κύπρο μετά την εκδήλωση της Τουρκικής Εισβολής; και

(β) εάν και εφ’ όσον πολιτικώς όφειλε να επέμβει, μπορούσε -από στρατιωτικής απόψεως- να εκτελέσει τη σχετική αποστολή η ΠΑ, κατά πόσον και πώς;

Αντιθέτως, οι απαντήσεις και οι αιτιάσεις στα δύο αυτά (διαφορετικά μεταξύ τους) ζητήματα συμπλέκονται και συγχέονται συστηματικά, και μάλιστα, με μία περίεργη «κυκλική» τακτική, όπου το ένα δίνεται ως λόγος για το άλλο.

Δεν γίνεται καμία διάκριση σε ότι αφορά τη σκοπιμότητα και τη δυνατότητα επέμβασης μεταξύ της περιόδου του Αττίλα 1, του Αττίλα 2 και της ενδιάμεσης χρονικής περιόδου, ούτε από πολιτικής ούτε από στρατιωτικής σκοπιάς. Το σύνολο της περιόδου 20 Ιουλίου-16 Αυγούστου εξετάζεται ως μία ενιαία χρονική περίοδος, χωρίς στρατωτική/στρατηγική διαφοροποίηση, κατά την οποία δεν ήταν ούτε σκόπιμη ούτε κι εφικτή οποιαδήποτε ελλαδική αεροπορική εμπλοκή στην Κύπρο.

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κ. Βρεττός, ενώ ορίζει ως αντικείμενο του άρθρου του το εάν ήταν δυνατή η επέμβασης της Πολεμικής Αεροπορίας στην Κύπρο το 1974, που είναι ένα «καλώς τεθειμένο» στρατιωτικό ερώτημα, περιορίζει την απάντησή του αποκλειστικά και μόνον στο εάν ήταν δυνατές και σκόπιμες οι δύο θρυλούμενες αποστολές των F-4E και των F-84F οι οποίες «διατάσσονταν» και «ανακαλούνταν». Η ενασχόληση με τις δύο αυτές -υπαρκτές ή προσχηματικές- αποστολές, αποτελεί έναν παραπειστικό περιορισμό του ερωτήματος του κατά πόσον ήταν δυνατή η επέμβαση της Πολεμικής Αεροπορίας στα δύο σημεία στα οποία έχει εστιάσει τη συζήτηση για το ζήτημα η απλουστευτική αντίληψη της κοινής γνώμης, των δημοσιογράφων και των πολιτικών. Η προσέγγιση αυτή, αν και μπορεί να συγχωρεθεί στην κοινή γνώμη για την απλοϊκότητα και τη σχηματικότητά της, δεν είναι αυτή που αναμένει κανείς από έναν ανώτατο αξιωματικό της Αεροπορίας. Το ερώτημα δεν είναι εάν ήταν εφικτές (και εάν θα ήταν αποτελεσματικές) οι δύο γνωστές, σχεδιασμένες αποστολές της ΠΑ, αλλά εάν η ΠΑ ήταν σε θέση το καλοκαίρι του 1974 να σχεδιάσει και να εκτελέσει αποστολές στην Κύπρο – είτε τις γνωστές σχεδιασμένες είτε άλλες που θα αναλάμβανε να σχεδιάσει, εάν ελάμβανε πολιτική εντολή και εάν υπήρχε πολιτική πρόθεση.

Τέλος, κατά τρόπο που δεν αναμένει κανείς από έναν ανώτατο αξιωματικό της Αεροπορίας, ο κ. Βρεττός δεν θέτει το ερώτημα εάν ήταν σκόπιμη η εμπλοκή της ΠΑ στην Κύπρο (στο πλαίσιο ενός συνολικού στρατιωτικού σχεδιασμού), ούτε εάν θα είχαν επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Κύπρο. Παραπειστικά και σοφιστικά, ερωτά εάν οι δύο σχεδιασμένες και ακυρωθείσες «αποστολές» της Πολεμικής Αεροπορίας, θα μπορούσαν να είχαν «αποκρούσει» την Τουρκική εισβολή -μόνες τους, χωρίς καμία άλλη Ελλαδική ενέργεια, λες και υπάρχει πόλεμος που έχει κερδηθεί με μία μοναδική στρατιωτική ενέργεια, ξεκομμένη από οποιαδήποτε άλλη στρατιωτική δράση.

Προκειμένου να δοθεί μία απάντηση στους ισχυρισμούς του κ. Βρεττού, θα εξεταστούν αναλυτικά τα επί μέρους επιχειρήματά του -τουλάχιστον όπως αυτά έχουν κωδικοποιηθεί προηγουμένως.

4.2. Τα «Αεροπορικά Επιχειρήματα»

4.2.1.  Η αποστολή των F-84F στην Κύπρο ήταν αδύνατη/ατελέσφορη

Ο ισχυρισμός ότι η αποστολή των δώδεκα F-84F στην Κύπρο ήταν «αδύνατη», είναι κατ’ αρχήν εύλογη, πλην όμως δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Στις ημέρες αμέσως πριν από την εισβολή, στο πλαίσιο της επιφυλακής της ΠΑ μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο και σύμφωνα με τον σχεδιασμό της, κλιμάκιο είκοσι αεροσκαφών της 340 Μοίρας Διώξεως/Βομβαρδισμού της 115 Πτέρυγας Μάχης, με την προσωρινή ονομασία 3402 Μ.Δ/Β μεταστάθμευσε στο αεροδρόμιο του Καστελίου, στο Ηράκλειο, ακολουθούμενο από τους μηχανικούς και το τεχνικό προσωπικό διαφόρων ειδικοτήτων, ενώ μεταφέρθηκαν στο Καστέλι και τα απαιτούμενα υλικά για την εξυπηρέτηση των αεροσκαφών.[vi]

Αποστολή του κλιμακίου, βάσει σχεδίου που είχε εκπονηθεί και δοκιμαστεί από τον καιρό της ειρήνης, και είχε ενταχθεί στα πολεμικά σχέδια της ΠΑ και στις επιχειρήσεις του Σχεδίου Αμύνης της Κύπρου («Σχέδιο Κ») ήταν η προσβολή του προγεφυρώματος που αναμενόταν να έχουν εγκαταστήσει οι Τούρκοι στην Κύπρο, σχεδόν με βεβαιότητα στην περιοχή της Κυρήνειας.[vii] Η αποστολή προέβλεπε απογείωση με υποβοήθηση JATO,  μετάβαση στην περιοχή της ακτής σε χαμηλό ύψος και με σιγή ασυρμάτου, τελική προσέγγιση της ακτής από βόρεια κατεύθυνση έτσι ώστε να προκληθεί σύγχυση ως προς την προέλευση και την ταυτότητα των αεροσκαφών, προσβολή των εχθρικών δυνάμεων σε δύο διελεύσεις, κι εν συνεχεία διαφυγή προς Κρήτη. Η διαμόρφωση των φόρτων είχε γίνει με προσοχή, και το σχέδιο, ιδίως σε ό,τι αφορά το κρίσιμο θέμα της εμβέλειας, είχε δοκιμαστεί και πρακτικά εκ των προτέρων, με δοκιμαστική πτήση αεροσκαφών με την ίδια διαμόρφωση φόρτου και το ίδιο προφίλ πτήσης. Διαπιστώθηκε ότι ο χρόνος επαρκούσε για τη μετάβαση, την προσβολή του αντιπάλου και την επιστροφή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλες τις λεπτομέρειες και τις περιπλοκές της αποστολής.

Συνεπώς: η εν λόγω αποστολή δεν ήταν κάποια ιδέα που έπεσε εν μέσω αιφνιδιασμού, έντασης, αδιεξόδου και αμηχανίας εξ αιτίας της «απρόσμενης» τουρκικής ενέργειας. Η αποστολή των δώδεκα F-84F ήταν πολεμική αποστολή της ΠΑ σχεδιασμένη από τον καιρό της ειρήνης, εγκεκριμένη από την ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας και το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, και ενταγμένη στο Σχέδιο Αμύνης της Κύπρου. Οι αξιωματικοί, λοιπόν, που εξέτασαν το σχέδιο εν γνώσει των επιχειρησιακών και τεχνικών του λεπτομερειών, το είχαν κρίνει επαρκώς ρεαλιστικό ώστε να το εντάξουν στα πολεμικά σχέδια της ΠΑ. Το Σχέδιο Αμύνης της Κύπρου βασιζόταν ουσιωδώς σε αυτή την επιχείρηση. Μπορεί κανείς, φυσικά, να αντιτάξει ότι δεν ήταν (και δεν είναι) όλοι οι σχεδιασμοί των Ενόπλων Δυνάμεων και της Πολεμικής Αεροπορίας εύστοχοι και ορθοί, όμως τότε θα πρέπει να ασκήσει κριτική σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, έχοντας γνώση των ουσιωδών του στοιχείων. Ο πτέραρχος Βρεττός δεν κάνει κάτι τέτοιο, είτε γιατί δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες του σχεδίου, είτε γιατί τις γνωρίζει και το σχέδιο ήταν ρεαλιστικό. Το ενδεχόμενο να μην εξετάζεται το σχέδιο επειδή παραμένει «διαβαθμισμένο» δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν εν έτη 2019. Κατ’ αυτό, η τακτική του συντάκτη αποτελεί συνέχεια της πρακτικής Αβέρωφ: Καταστρέφουμε τα αρχεία, και μετά λέμε ό,τι μας βολεύει. Πλην όμως, ο συντάκτης ξεχνά ότι δεν είναι πλέον η δεκαετία του 1970, του 1980 ή του 1990, οπότε τα στοιχεία ήταν δυσεύρετα και ένας πτέραρχος μπορούσε να λέει ό,τι θέλει, επικαλούμενος απλώς τον βαθμό του. Οι συμμετέχοντες καταθέτουν, πλέον, τις μαρτυρίες τους, νηφάλια και υπεύθυνα, με την απόσταση του χρόνου, και χωρίς υπηρεσιακές ή άλλες πιέσεις.

Εάν, λοιπόν, πρόκειται να αξιολογείται το εφικτό της σχεδιασμένης αποστολής των F-84F έτσι, γενικώς και αορίστως, μπορούμε πολύ εύκολα να παραθέσουμε παράγοντες που καθιστούσαν προφανώς και εφικτή και σκόπιμη την εκτέλεση της αποστολής. Πρώτον, με τα μέσα και τα δεδομένα της εποχής (ακόμη και με τα σημερινά, αλλά κατά μείζονα λόγο με τα τότε), θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο -πρακτικά αδύνατο, για την Τουρκική Αεροπορία να εντοπίσει τη μετάβαση των αεροσκαφών στην Κύπρο. Τα αεροσκάφη, σύμφωνα με το δόγμα της εποχής, θα μετέβαιναν στην περιοχή του στόχου σε πολύ χαμηλό ύψος, που για την εποχή και τις ελληνικές μοίρες των F-84F σήμαινε ύψος 30 ποδών. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν απολύτως αδύνατος ο εντοπισμός από τα τουρκικά ραντάρ της, ενώ ήταν εξαιρετικά απίθανος (πρακτικά αδύνατος) ο εντοπισμός τους από αεροσκάφη. Τα τουρκικά αεροσκάφη δεν επιχείρησαν, καν, να επιβάλουν αεροπορικό αποκλεισμό της Κύπρου από τα δυτικά, για διαφόρους βασικούς λόγους, ο κυριότερος εκ των οποίων ήταν στερούνταν μαχητικών με ραντάρ αέρος-αέρος, κάτι που καθιστούσε τη διενέργεια πολεμικών περιπολιών (CAP) αδύνατη. Όπως ο συντάκτης του άρθρου γνωρίζει καλά, τα χαμηλά ιπτάμενα πάνω από θάλασσα αεροσκάφη είναι, πρακτικά, οπτικώς ανεντόπιστα από μεγαλύτερο ύψος. Για να καλυφθεί από την ΤΑ η πρόσβαση προς τα δυτικά και βόρεια της Κύπρου με συνεχή και στοιχειωδώς αποτελεσματικό τρόπο, αυτή θα χρειαζόταν μερικές… χιλιάδες αεροσκαφών – αυτός ήταν και ο λόγος που δεν το επιχείρησε. Το πρόβλημα της διείσδυσης στην τερματική περιοχή των στόχων (ευρύτερη περιοχή της Κυρήνειας), που είναι εύλογο ότι θα καλυπτόταν από τουρκικά μαχητικά, ήταν επίσης εξαιρετικά δύσκολο για την τουρκική πλευρά να αντιμετωπίσει, καθώς ο σχεδιασμός της αποστολής το είχε αντιμετωπίσει με ευφυή τρόπο: το ίχνος της πτήσης είχε σχεδιαστεί να κατευθύνεται προς ΒΑΑ μέχρι την περιοχή βορείως της Κυρήνειας, και από εκεί νότια προς την Κυρήνεια – ούτως ή άλλως σε πολύ χαμηλό ύψος. Τούρκοι χειριστές που ενδεχομένως εντόπιζαν τα αεροσκάφη να κατευθύνονται νότια, προς Κυρήνεια -ενδεχόμενο εξαιρετικά απίθανο, όπως ήδη ανεφέρθηκε- θα τα αγνοούσαν ως φίλια μέχρι αυτά να εκδηλώσουν επίθεση. Το περιβάλλον της έναρξης της εισβολής παρείχε πληθώρα εύκολα ταυτοποιήσιμων στόχων που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερο χρόνο αναγνώρισης. Η διαφυγή σε χαμηλό ύψος από αεροσκάφη χωρίς δυνατότητα look-down/shoot-down δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Μετά τις μαρτυρίες των εμπλεκομένων ότι η αποστολή όχι μόνον ήταν εφικτή, αλλά και απολύτως έτοιμη προς εκτέλεση, ο ισχυρισμός ότι «η αποστολή των F-84F ήταν αδύνατη» είναι αυθαίρετος, και γεννά σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητά της διατύπωσής του.

Στον ισχυρισμό ότι η εκ των προτέρων σχεδιασμένη και εγκεκριμένη αποστολή των F-84F, ήδη ενσωματωμένη στο γενικό σχέδιο αμύνης της Κύπρου, κρίνεται με τόση ευκολία «πρακτικώς αδύνατη, και άρα ορθώς μη εκτελεσθείσα» από τον πτέραρχο Βρεττό, υπεισέρχεται και ένα επιπλέον κρίσιμο ζήτημα, ίσως όχι εμφανές σε κάποιον μη σχετικό, αλλά υπηρεσιακά μείζον: Ποιος και πότε κρίνει ότι ένα πολεμικό σχέδιο, εκπονηθέν και εγκεκριμένο από την περίοδο της ειρήνης, είναι «μη ρεαλιστικό» και αποφασίζει την ακύρωσή του; Εν προκειμένω, την ακύρωση της αποστολής των F-84F την αποφάσισαν -προφανώς, ex officio- οι Παπανικολάου και Μπονάνος. Ήταν αυτοί που, στην αμέσως προηγούμενη ειρηνική περίοδο, είχαν ενημερωθεί εκτενώς για τα ισχύοντα πολεμικά σχέδια και δεν είχαν εγείρει αντιρρήσεις. Τι είδους επαγγελματίες είναι αυτοί που ενημερώνονται για ισχύοντα σχέδια, συμφωνούν με αυτά (εφ’ όσον δεν υπάρχει καμία καταγεγραμμένη αντίρρησή τους), και όταν έρχεται η ώρα να τα εφαρμόσουν, διαπιστώνουν ότι είναι πλημμελώς σχεδιασμένα; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν γνωρίζουν ότι οι επιχειρήσεις που ματαιώνονται είναι κρίσιμης σημασίας για τον συνολικό αμυντικό σχεδιασμό; Και τι είδους αξιωματικός είναι αυτός που αποδέχεται μία τέτοια κρίση, και μάλιστα επικαλείται την επαγγελματική κρίση του Παπανικολάου, παραθέτοντας επανειλημμένως τις εκθέσεις του ως «αποδεικτικό» στοιχείο; Η αποστολή των F-84F μέχρι τις 19 Ιουλίου του 1974 είναι εγκεκριμένο σχέδιο, φέρει την υπογραφή και την έγκριση της ηγεσίας της Αεροπορίας (και όλης της ιεραρχίας, προφανώς), αλλά όταν είναι να εφαρμοστεί, ο Παπανικολάου το ξανασκέφτεται και βρίσκει το σχέδιο… μη ρεαλιστικό;! Από επαγγελματικής απόψεως, αυτά είναι καραγκιοζιλίκια – δεν γίνεται να χαρακτηριστούν αλλιώς. Βεβαίως, σε καμία αναφορά του Παπανικολάου δεν αναφέρεται ρητώς ότι η αποστολή των F-84F ήταν αδύνατη, ενδεχομένως γιατί έχει συναίσθηση του τι θα σήμαινε αυτό για τον ίδιον από επαγγελματικής απόψεως. Άλλωστε ο Παπανικολάου διέταξε δύο φορές την εκτέλεση της αποστολής, με εντολές που έφτασαν μέχρι τα πληρώματα στους διαδρόμους τροχοδρόμησης, και οι οποίες ακυρώθηκαν εντός δύο λεπτών η καθεμία. Είναι κάπως απίθανο ο Παπανικολάου να… αμφιταλαντευόταν τόσο έντονα για εφικτό της αποστολής. Μάλλον κάτι άλλο τον «προβλημάτιζε».

Τέλος, σε ότι αφορά το ενδεχόμενο της απώλειας κάποιου αριθμού F-84F, που κατά τον συντάκτη θα αποτελούσαν εν συνεχεία κρίσιμη έλλειψη για την ΠΑ, αξίζει να σημειωθεί το εξής: το 1974 η 115 ΠΜ διέθετε μεγάλο αριθμό F-84F σε κατάσταση μακράς αποθήκευσης. Με την ενεργοποίηση των σχεδίων, ενεργοποίησε σχεδόν 50 αεροσκάφη «Εκτός Ενεργείας», ώστε το σύνολο των «Εν Ενεργεία» F-84F της 340 να ανέλθει, σε 48 ώρες, από 70 σε περισσότερα από 110 αεροσκάφη. Προφανώς τα επιχειρησιακά σχέδια της ΠΑ δεν θα κατέρρεαν ούτε στη χειρότερη έκβαση της αποστολής, που δεν ήταν και η πιθανότερη.

4.2.2.  Η αποστολή των αεροσκαφών F-4E στην Κύπρο ήταν αδύνατη/ατελέσφορη

Μετά το επιχείρημα για το αδύνατο της αποστολής των F-84F στην Κύπρο, ο πτέραρχος Βρεττός συνεχίζει με την πολυθρύλητη ματαίωση της αποστολής των 8 F-4E στην Κύπρο. Για να ξεκινήσουμε από τα περί της αποστολής F-4E στην Κύπρο, ας ξεκινήσουμε από τα «επιχειρήματα» του κ. Βρεττού από το τέλος προς την αρχή:

Ο πρώτος ισχυρισμός είναι ότι τα F-4E που είχαν παραληφθεί μόλις πρόσφατα πριν από τα επεισόδια, δεν ήταν σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα -καθώς είχαν μόλις παραληφθεί, συνεπώς η όποια δυνατότητα δράσης τους ήταν «θεωρητική» και αυτά θα είχαν υψηλές απώλειες χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα. Αυτός είναι και ο συνηθέστερα προβαλλόμενος «στρατιωτικός» ισχυρισμός από όσους επιδιώκουν να δικαιολογήσουν τη μη επέμβαση της Ελλάδας στην Κύπρο. Όπως θα εξηγήσουμε αναλυτικά παρακάτω (υποενότητα: «Το Ζήτημα των F-4E»), αυτό είναι απολύτως ανακριβές. Η ΠΑ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 διέθετε μία πλήρη, ελαφρώς ενισχυμένη, απολύτως ετοιμοπόλεμη και έμπειρη μοίρα αεροσκαφών F-4E. Είναι απορίας άξιον ότι επανέρχεται ένας ισχυρισμός διαψευσμένος πλήρως και απολύτως αξιόπιστα.

Ο δεύτερος ισχυρισμός του κ. Βρεττού είναι ότι «ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη ενός αξιόλογου αποτελέσματος από την επέμβαση των αεροσκαφών F-4E, το «παράθυρο ευκαιρίας», παρήλθε χωρίς να γίνει κάποια ενέργεια. Ως «παράθυρο ευκαιρίας» ορίζεται, προφανώς, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο στόλος αποβατικών του Τουρκικού Ναυτικού πλησίαζε την ακτή της Κυρήνειας, είτε κατά το πρώτο είτε κατά το δεύτερο κύμα απόβασης), και μέχρι τη διεκπεραίωση των μεταφερομένων δυνάμεων. Μετά την παρέλευση των δύο αυτών ολιγόωρων διαστημάτων (διαρκείας 5-6 ωρών έκαστο), δεν υπήρχε πρακτικά αντικείμενο επέμβασης για τα αεροσκάφη F-4E. Το επιχείρημα αυτό… δεν μπορεί να αφήσει κάποιον με το στόμα ανοιχτό. Τα F-4E θα μπορούσαν να πάνε στην Κύπρο εάν… είχαν έναν συγκεκριμένο, μοναδικό στόχο που εάν καταστρεφόταν (και μάλιστα, προφανώς σε μία μοναδική αποστολή), θα κερδίζονταν ο πόλεμος. Οι πιο… τετριμμένες αποστολές δεν ήταν για τα αεροσκάφη αυτά. Έτσι, από τις 21 μέχρι τις 23 Ιουλίου και από τις 14 μέχρι τις 16 Αυγούστου, δεν βρέθηκε κάποια αποστολή «αντάξια» των αεροσκαφών, οπότε, διαβάζουμε, αυτά ευλόγως αδράνησαν.

Αφού, λοιπόν, ούτε οι υπεύθυνοι του θέρους του 1974, ούτε ο κ. Βρεττός μπορούν να βρουν ενδεχόμενα «άξια λόγου αποτελέσματα» για μία αποστολή F-4E στην Κύπρο, μπορούμε εμείς -πολύ πρόχειρα- να επισημάνουμε ορισμένα, περιοριζόμενοι στα στρατιωτικά αποτελέσματα, χωρίς να επεκταθούμε στα -πολύ σημαντικότερα- πολιτικά. Κατ’ αρχάς, μια (ακόμη και μοναδική, ακόμη και χωρίς ιδιαίτερο στόχο) αποστολή των αεροσκαφών F-4E στην Κύπρο θα ακύρωνε τη βεβαιότητα των Τούρκων ότι η επιχείρησή τους διεξάγεται χωρίς τον φόβο ελληνικής αεροπορικής επέμβαση, ο οποίος (γνωρίζουμε σήμερα με βεβαιότητα και λεπτομέρειες, αν και δεν απαιτούσε ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να το αντιληφθεί κανείς ήδη τότε) ήταν βασική παράμετρος του στρατιωτικού τους σχεδιασμού. Η εφ’ άπαξ, έστω, παρουσία ελληνικών αεροσκαφών στην Κύπρο, θα προκαλούσε σε οποιονδήποτε αντίπαλο αντανακλαστικά, τις εξής αντιδράσεις:

(α) μεγαλύτερο φόβο κι επιφυλακτικότητα για τη συγκέντρωση στρατευμάτων του, σε όλες τις περιστάσεις που αυτό απαιτούνταν στην επιχείρηση της Κύπρου,

(β) δραστική μείωση των αποστολών  Εγγύς Αεροπορικής Υποστήριξης που εκτελούνταν στην Κύπρο,  αφού η δυνατότητα αέρος-αέρος των F-4E θα επέβαλλε την εκτέλεση των αποστολών ΕΑΥ από την ΤΑ με προστασία μαχητικών αναχαίτησης, με άμεσο αποτέλεσμα κάποια μείωση της καταθλιπτικής πίεσης που ασκούσε η τουρκική αεροπορική υπεροχή στις μονάδες του ΓΕΕΦ.

Ένα δεύτερο, αυτόματο αποτέλεσμα που θα είχε η απλή, έστω, παρουσία των Ελληνικών F-4E στην Κύπρο θα ήταν η κατακόρυφη ενίσχυση του ηθικού των μονάδων του ΓΕΕΦ. Όπως, ενδεχομένως, είναι γνωστό στον συντάκτη, η αίσθηση απόλυτης απομόνωσης και ανημπόριας έναντι της τουρκικής αεροπορικής υπεροχής ήταν καταλυτική για το, ούτως ή άλλως κλονισμένο, ηθικό των Κυπρίων. Η ένταση του φαινομένου ήταν τέτοια ώστε, όταν πέταξαν ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη πάνω από την Κύπρο σε… άσκηση, το 1996 (είκοσι δύο έτη μετά την Εισβολή), οι Κύπριοι, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Γλαύκου Κληρίδη, στους δρόμους έκλαιγαν, κυριολεκτικά, από συγκίνηση.

Αυτά τα δύο πολύ απλά -και κρίσιμα- θα μπορούσε να έχει επιτύχει η έστω και συμβολική αεροπορική παρουσία στην Κύπρο το 1974. Ας δούμε, τώρα, τι άλλο θα μπορούσε να έχει επιτύχει η ελληνική αεροπορική παρουσία στην Κύπρο εάν… επεδίωκε να κάνει και κάτι -χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.

Καθ΄ όλη τη διάρκεια του Αττίλα Ι, οι τουρκικές δυνάμεις που εγκατέστησαν το προγεφύρωμα στην Κυρήνεια, δεν κατόρθωσαν να το διευρύνουν ικανοποιητικά, ενώ συνέχισαν να ενισχύονται συνεχώς με νέες δυνάμεις, οι οποίες δεν κατόρθωναν να αναπτυχθούν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να υπάρχει στην περιοχή του προγεφυρώματος, μία εξαιρετικά μεγάλη και πυκνή συγκέντρωση στόχων, που στην πράξη δεν μπορούσαν να αυτοπροστατευθούν. Οποιαδήποτε προσβολή τους, ακόμη και με λίγες βόμβες των 500 λιβρών από τα F-84F, θα προξενούσε βαριές απώλειες, κατάσταση χάους και πλήρη αποδιοργάνωση. Είναι γεγονός ότι οι Ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν απέναντί τους ήταν εξαιρετικά αδύναμες, και κατόρθωναν απλώς να περισφίγγουν τον κλοιό, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να επιτεθούν. Όμως το γεγονός ότι κατόρθωναν να κρατούν καθηλωμένες τις πολύ ισχυρότερες τουρκικές δυνάμεις, αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για το τι θα κατόρθωναν σε μία στιγμή κλονισμού των δυνάμεων του προγεφυρώματος. Εάν, τώρα, αντί για τις λίγες βόμβες των 500 λιβρών στους απροστάτευτους στόχους ρίπτονταν τα κτηνώδη φορτία που μεταφέρουν τα F-4E, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να κατανοήσει κανείς τι αποτέλεσμα θα είχαν…

4.2.3.  Η Έλλειψη Υποδομής Υποστηρίξεως των Αεροπορικών Επιχειρήσεων

Τα παράδοξα «αεροπορικά» επιχειρήματα του συντάκτη ολοκληρώνονται με την αναφορά στην έλλειψη υποδομής για την υποστήριξη αεροπορικών επιχειρήσεων στην Κύπρο. Έτσι, γίνεται αναφορά σε έλλειψη ραντάρ εδάφους τα οποία θα σχημάτιζαν τακτική εικόνα και θα τη μετέδιδαν στα αεροσκάφη κρούσεως, συστημάτων επικοινωνιών -με τα οποία, λογικά, θα κατηύθυναν οι χερσαίες δυνάμεις τα αεροσκάφη για την παροχή Εγγύς Αεροπορικής Υποστηρίξεως, καθώς και ναυτιλιακών βοηθημάτων, προφανώς για να μπορέσουν τα αεροσκάφη να φθάσουν με ακρίβεια στους στόχους τους σε τόσο μεγάλη απόσταση. Τα επιχειρήματα είναι ακατανόητα. Οι αποστολές που θα καλούνταν να αναλάβει η Πολεμική Αεροπορία στην Κύπρο ήταν αποστολές βαθιάς κρούσης, και δεν αυτές δεν γίνονται με καθοδήγηση ραντάρ. Επίσης, όπως ο συντάκτης γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν, οι αποστολές βαθιάς κρούσης δεν γίνονται με… ναυτιλιακά βοηθήματα εδάφους. Για την ακρίβεια, αυτά τίθενται εκτός λειτουργίας με την έναρξη πολεμικών επιχειρήσεων, και τα μαχητικά ή βομβαρδιστικά, εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, κατευθύνονται στους στόχους τους αδρανειακά ή, στην απολύτως χειρότερη περίπτωση, με πυξίδα/χρονόμετρο/χάρτη, που παρεμπιπτόντως αποτελούσε το επίκεντρο της εκπαίδευσης της ΠΑ της εποχής. Στην περίπτωση του Αττίλα Ι, τα αεροσκάφη ούτως ή άλλως δεν επρόκειτο να εκτελέσουν αποστολές ΕΑΥ, συνεπώς είναι ακατανόητο τι δυσκολία θα προκαλούσε η έλλειψη «διαλειτουργικών» επικοινωνιακών συστημάτων. Στην περίπτωση του Αττίλα ΙΙ, όπου η περίσταση πλέον θα απαιτούσε την εκτέλεση ευκαιριακών αποστολών ΕΑΥ σε κρίσιμες περιστάσεις, είναι ένα εξαιρετικά εύστοχο ερώτημα το γιατί δεν μεταφέρθηκαν σταθμοί επαφής σε κρίσιμες μονάδες της Εθνικής Φρουράς κατά το μεσοδιάστημα των επιχειρήσεων, κάτι απολύτως εφικτό και μάλλον εύκολο – από πάσης πλευράς.

4.3.  Τα «Γενικά» Στρατιωτικά Επιχειρήματα

4.3.1. Η Πολεμική Αεροπορία «υστερούσε κατά πολύ» σε ισχύ έναντι της Τουρκικής Αεροπορίας

Ένα από τα σημεία που εκθέτουν όσο λίγα άλλα τον συντάκτη, είναι η πραγματικά απέλπιδα προσπάθειά του να δώσει μία εικόνα έντονης υπεροχής της τουρκικής ισχύος στον αεροπορικό τομέα. Η υπεροχή υποστηρίζεται ότι είναι ποσοτική και, δευτερευόντως ποιοτική.

4.3.1.1.  Η «Ποσοτική» Διάσταση

Σε ότι αφορά την υποστηριζόμενη ποσοτική υπεροχή της Τουρκικής Αεροπορίας, ο ισχυρισμός βασίζεται στην παράθεση του αριθμού των μαχητικών των δύο πλευρών, που θεμελιώνουν μία ευρεία ποσοτική υπεροχή της τουρκικής πλευράς: 520 τουρκικά μαχητικά έναντι 290 ελληνικών μαχητικών, ή αναλογία 1,80 : 1. Πρόκειται για τους αριθμούς που παρέθεσε ο Αρχηγός Αεροπορίας αντιπτέραρχος Παπανικολάου το 1974 στις αναφορές του προς τον Πρωθυπουργό Καραμανλή και τον Υπουργό Αμύνης Αβέρωφ προκειμένου να δικαιολογήσει τις εισηγήσεις του ή/και τις αποφάσεις του για αδράνεια της Πολεμικής Αεροπορίας το θέρος του 1974.

Τα παρατιθέμενα νούμερα είναι αποθαρρυντικά, πλην όμως είναι εξόφθαλμα ψευδή. Αποδίδεται στην Τουρκική Αεροπορία του θέρους του 1974 ένας αριθμός μαχητικών τον οποίον είναι απολύτως αδύνατον να είχε. Πολύ περισσότερο, είναι ένας αριθμός που οποιοσδήποτε ασχολούμενος με την αεροπορική ισχύ των δύο χωρών διακρίνει δια γυμνού οφθαλμού ότι δεν μπορεί να είχε.

Αποχαρακτηρισμένη έκθεση της Αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του 1967[viii] (επτά έτη νωρίτερα) αποδίδει στην Τουρκική Αεροπορία 380 μαχητικά/βομβαρδιστικά «κάθε είδους». Η έκθεση του Διεθνούς Ιδρύματος για τις Στρατηγικές Σπουδές (International Institute for Strategic Studies – IISS) «Στρατιωτική Ισορροπία» για την περίοδο 1973-1974, αποδίδει στην Τουρκική Αεροπορία 288 μαχητικά/βομβαρδιστικά. Ιστορικό άρθρο του αντιπτεράρχου της Τουρκικής Αεροπορίας Hulusi Kaymakli, που ήταν διοικητής της Τουρκικής 2ης Τακτικής Αεροπορίας κατά τα έτη 1973 και 1974 και εν συνεχεία Αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, όπου περιγράφεται αναλυτικά και η διάταξη της Τουρκικής Αεροπορίας στα γεγονότα του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1974, παραθέτει αναλυτικά μία δύναμη δεκαέξι (16) μοιρών μαχητικών και βομβαρδιστικών, η οποία, με μέση δύναμη είκοσι αεροσκαφών ανά μοίρα, δίνει ένα σύνολο τριακοσίων είκοσι (320) αεροσκαφών – ή, με μέση δύναμη δεκαοκτώ αεροσκαφών ανά μοίρα (και για κάποιες μοίρες είναι βέβαιο ότι είχαν δύναμη δεκαοκτώ αεροσκαφών) δίνει σύνολο… 288 αεροσκαφών, δηλαδή όσα και η έκθεση του IISS. Όλες οι πληροφορίες, δηλαδή, δίνουν τη δύναμη των τουρκικών μαχητικών/βομβαρδιστικών γύρω στα τριακόσια αεροσκάφη για το 1974, και, επτά έτη νωρίτερα,  κάτω από τετρακόσια μαχητικά (στα οποία, όμως, συμπεριλαμβάνονται και τα αναγνωριστικά αεροσκάφη, οπότε οι αριθμοί αλλάζουν – εκατέρωθεν). Είναι απολύτως αδύνατον μία αεροπορία που το 1967 έχει 380 μαχητικά, να έχει φτάσει επτά έτη αργότερα στα 520 μαχητικά – και άρα πολύ περισσότερα, εάν συμπεριληφθούν και τα αναγνωριστικά. Το θέμα δεν είναι μόνον η απόκτηση των αεροσκαφών, όσο οι ανάγκες σε χειριστές, πληρώματα εδάφους, υποδομές κ.λπ.

Ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου και η ΠΑ το 1974 έχουν με βεβαιότητα πολύ καλή αντίληψη της δυνάμεως της Τουρκικής Αεροπορίας. Όχι μόνον έχουν τους υπηρεσιακούς μηχανισμούς συλλογής πληροφοριών -και μιλάμε για εξαιρετικά απλές και χονδροειδείς πληροφορίες- αλλά έχουν κι επίσημη (και αρκετά αξιόπιστη) πληροφόρηση μέσω του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για την αριθμητική δύναμη των τουρκικών μαχητικών. Συνεπώς, ο Παπανικολάου ούτε λάθος κάνει, ούτε πέφτει έξω. Απλώς ψεύδεται. Το γιατί ο αντιπτέραρχος Βρεττός αναπαράγει το ψεύδος αυτό, είναι απορίας άξιο. Εννοείται ότι δεν παρέχεται καμία πηγή για την τεκμηρίωση της παρατιθέμενης πληροφορίας. Είναι απολύτως βέβαιο ότι η πληροφορία δεν μπορεί να προέρχεται από υπηρεσιακή πηγή, γιατί ο συντάκτης, λόγω του χρόνου υπηρεσίας του, δεν είχε πρόσβαση σε υπηρεσιακές αναφορές πληροφοριών της εποχής. Η μόνη πηγή είναι… οι εκθέσεις Παπανικολάου.

Η προσπάθεια του αντιπτεράρχου Βρεττού να τεκμηριώσει την ποσοτική υπεροχή της Τουρκικής Αεροπορίας έναντι της Πολεμικής Αεροπορίας στη συνέχεια λαμβάνει… σουρεαλιστική τροπή. Μετά τα μαχητικά, αντιπαραβάλλονται άλλα βασικά στοιχεία αεροπορικής ισχύος των δύο αεροποριών. Έτσι, αναφέρεται ότι η ΤΑ υπερείχε σε αντιαεροπορικά βλήματα ΝΙΚΗ, όπου όμως η υπεροχή αναλύεται σε… 104 τουρκικά βλήματα έναντι 92 ελληνικών – χωρίς αναφορά σε επιχειρησιακές μονάδες – μοίρες, μονάδες πυρός, ραντάρ κ.λπ. ή σε στόχους ή περιοχές που τα συστήματα αυτά κάλυπταν, και από τα οποία προκύπτει η αποτελεσματικότητά τους. Αναφέρεται ότι η ΤΑ διέθετε 22 αεροδρόμια έναντι 18 ελληνικών, μία υπεροχή που, εκτός του ότι είναι οριακή, όταν συνδυάζεται με τη γεωγραφική έκταση του αντιπάλου, καθίσταται μάλλον… αρνητική γι’ αυτόν. Αναφέρεται ότι η ΤΑ διέθετε 16 σταθμούς ραντάρ, έναντι 9 της ΠΑ, λες και τα ραντάρ θα… συγκρουστούν μεταξύ τους. Το στοιχείο αυτό παρατίθεται χωρίς καμία αναφορά στη γεωγραφική διαμόρφωση των δύο χωρών, ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί η πληρότητα και η ποιότητα της κάλυψης που παρείχαν τα ραντάρ στο θέατρο επιχειρήσεων Θράκης-Αιγαίου, η οποία ήταν μάλλον καλύτερη για την ελληνική πλευρά. Παρατίθενται τα διαθέσιμα πυρομαχικά αέρος-εδάφους των δύο αεροποριών, με την ΠΑ να διαθέτει 310.000 λίβρες βομβών έναντι 830.000 λιβρών της ΤΑ. Φυσικά, η αναφορά αυτή δεν τεκμηριώνεται με κάποια παραπομπή, και κανείς μπαίνει στον πειρασμό να την θεωρήσει αντίστοιχης αξιοπιστίας με τα 520 μαχητικά της ΤΑ. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι με ένα μάλλον περιορισμένο φορτίο τεσσάρων Mk82 των 500 λιβρών, δηλαδή ένα μάλλον μικρό φορτίο ακόμη και για τα επιθετικά αεροσκάφη της εποχής, το αναφερόμενο απόθεμα επαρκεί για… 155 εξόδους, ή με άλλα λόγια, δεν επαρκεί για να βγάλουν ούτε μία έξοδο τα επιθετικά αεροσκάφη της ΠΑ της εποχής. Όποιος θέλει, το πιστεύει αυτό. Κυρίως, όμως, το ερώτημα που εγείρεται αφορά τη σκοπιμότητα της σύγκρισης των δύο αποθεμάτων από έναν επιτελή: Τα πυρομαχικά (και δη αέρος-εδάφους) δεν θα… πολεμήσουν μεταξύ τους, ώστε να συγκρίνονται. Διαπιστώνεται ότι το απόθεμα των 310.000 λιβρών της ΠΑ δεν επαρκούσε για την εκτέλεση των αποστολών σε κάποιο εύλογο βάθος χρόνου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την αναπόφευκτη απομείωση (λόγω απωλειών) των μαχητικών; Ο δείκτης που παρατίθεται αμέσως μετά (σημείωση: όχι μέγεθος, αλλά παράγωγος δείκτης, δηλαδή απλός πολλαπλασιασμός της αρχικής διαπίστωσης για λόγους εντυπώσεων) δείχνει ότι η ΠΑ διέθετε 6,3 τόνους πυρομαχικών αέρος-εδάφους ανά αεροδρόμιο του αντιπάλου. Αν υποθέσουμε ότι ο δείκτης αυτός έχει κάποιο νόημα, οι 6,3 τόνοι πυρομαχικών κρίθηκε (και κρίνεται) ανεπαρκής όγκος για την εξουδετέρωση ενός αεροδρομίου; Περιέργως, στο σημείο αυτό παραβλέπεται ένα βασικό σχετικό στοιχείο: η ΠΑ διέθετε ήδη εκατόν εβδομήντα πέντε (175) ενισχυμένα καταφύγια για τα μαχητικά της στα αεροδρόμιά της[ix], με αποτέλεσμα ο δείκτης αυτός να μην έχει νόημα. Από τακτικής απόψεως, η επίδραση των ενισχυμένων καταφυγίων είναι πολύ μεγαλύτερη από μία σχετική αναγωγή του δείκτη πυρομαχικών, και μάλιστα μη κατευθυνόμενων, ανά εχθρικό αεροδρόμιο, αφού σημαίνει πολύ ταχύτερο ρυθμό εξουδετέρωσης αντιπάλων αεροσκαφών στο έδαφος (ή αδυναμία εξυπηρετήσεώς τους), και άρα έχει δραστική επίδραση στα εκατέρωθεν διαθέσιμα μαχητικά. Περιέργως, δεν γίνεται καμία αναφορά στα όπλα αέρος-αέρος, παρ’ όλο που αυτό το απόθεμα είναι πολύ πιο κρίσιμο για την επίτευξη αεροπορικής υπεροχής/κυριαρχίας. Οι αναφορές των παραδόσεων όπλων από τις ετήσιες εκθέσεις του Jane’s Defence δείχνουν ότι το 1974 η ΠΑ έχει 1.136 πυραύλους AIM-9A και 453 AIM-4D έναντι 1.182 AIM-9A και 728 AIM-4A της ΤΑ. Επισημαίνεται ότι ο AIM-9A ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό και αξιόπιστο όπλο έναντι του AIM-4, ενώ η έκδοση -4D ήταν σημαντικά βελτιωμένη έναντι της έκδοσης -4A. Η παράθεση συγκριτικών στοιχείων που αποδεικνύουν την αδυναμία της ΠΑ έναντι της ΤΑ συνεχίζεται με την παράθεση των… μεταγωγικών αεροσκαφών (60 της ΠΑ έναντι 95 της ΤΑ). Αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς αποδεικνύεται με αυτό το στοιχείο… Η συγκριτική παράθεση ολοκληρώνεται με κάποια ποιοτικά στοιχεία: (α) «η αντιαεροπορική άμυνα της Ελλάδος χαρακτηριζόταν ως μέτρια έναντι ισχυρής της Τουρκίας» – όμως το μόνο στοιχείο που παρατίθεται στο σημείο εκείνο είναι οι 104 τουρκικοί πύραυλοι Νίκη έναντι των 92 ελληνικών· ο συντάκτης ευσχήμως ξεχνά να αναφέρει ότι η Ελλάς έχει προμηθευτεί συστήματα A/A συστήματα Hawk, που είναι κατά μία γενεά μεταγενέστερα των Νίκη και αποτελούν την αιχμή της τεχνολογίας Α/Α συστημάτων της εποχής, χωρίς η Τουρκία να έχει οτιδήποτε αντίστοιχο. Το στοιχείο αναφέρεται μεν, αλλά σε άλλο σημείο. (β) «[η ΠΑ] υπολειπόταν σε προσωπικό ανά αεροσκάφος με αναλογία 27 προς 46». Φυσικά, επειδή το προσωπικό εδάφους δεν… αντιπαρατίθεται με τον αντίπαλο, το μόνο ερώτημα που έχει σημασία είναι εάν το προσωπικό εδάφους της ΠΑ ήταν ανεπαρκές για να υποστηρίξει έναν επαρκή ρυθμό εξυπηρέτησης των αεροσκαφών, και μάλιστα σε (κάποιο) βάθος χρόνου. Τέτοια αδυναμία καθ’ εαυτή δεν διαπιστώνεται (και ο λόγος είναι ότι τότε η ΠΑ διέθετε, ακόμη, επαρκές προσωπικό). Συνεπώς, το εάν οι Τούρκοι είχαν διπλάσιο προσωπικό ανά αεροσκάφος, είναι αδιάφορο – θα μπορούσαν να έχουν και δεκαπλάσιο, και δεν θα επηρέαζε σε τίποτα τις επιχειρήσεις. Περιέργως, δεν αναφέρεται επίσης εάν ο αριθμός αφορά την ειρηνική ή την πολεμική σύνθεση της ΠΑ. Ως γνωστόν, η ΠΑ είχε επιστρατεύσει προσωπικό και είχε συμπληρώσει τη δύναμή της χωρίς σοβαρά προβλήματα (γ) «η ΠΑ είχε αδυναμία προσβολής στόχων λόγω βάθους των στόχων στην Τουρκία». Πρόκειται για ένα ακόμη περίεργο εφεύρημα: ενώ είναι ασαφές σε τι είδους στόχους αναφέρεται ο συντάκτης, η απλή απάντηση είναι ότι για τα αεροσκάφη και τις ακτίνες δράσεις της εποχής (με χαρακτηριστική εξαίρεση τα F-4E, αλλά σε αυτά θα γίνει χωριστή αναφορά στη συνέχεια) και οι δύο αεροπορίες διέθεταν αεροδρόμια, κύρια και δευτερεύοντα, τα οποία βρίσκονταν τόσο εντός όσο και εκτός της ακτίνας δράσης του αντιπάλου τους. Το εάν η ΤΑ διέθετε αεροδρόμια που ήταν ακόμη πιο απομακρυσμένα απ’ ότι τα αντίστοιχα ελληνικά, είναι αδιάφορο: τα αεροδρόμια είναι είτε εντός είτε εκτός της ακτίνας δράσης του αντιπάλου. Εάν είναι εκτός της ακτίνας δράσης του, είτε είναι ένα, είτε είναι χίλια χιλιόμετρα, επιχειρησιακά είναι αδιάφορο. Η Ανδραβίδα και το Άκτιο ήταν τόσο εκτός της ακτίνας δράσης της ΤΑ όσο ήταν και η Νικόπολη ή η Αμάσεια για την ΠΑ. (δ) «[η ΠΑ] είχε μειωμένη ικανότητα διασποράς δυνάμεων». Και πάλι, το ποιοτικό αυτό στοιχείο έρχεται σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα στοιχεία που ο ίδιος ο συντάκτης παραθέτει: 18 αεροδρόμια της ΠΑ έναντι 22 της ΤΑ, και μάλιστα με μεγαλύτερη γεωγραφική συγκέντρωση εντός του θεάτρου επιχειρήσεων (γιατί τα 22 της ΤΑ είναι διεσπαρμένα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, κατ’ ουσίαν πολλά εκτός θεάτρου επιχειρήσεων), και άρα υποστηρίζουν διεσπαρμένα αεροσκάφη τα οποία μπορούν να λαμβάνουν μέρος σε επιχειρήσεις, ενώ τα 22 τουρκικά είναι τόσο απομακρυσμένα ώστε τα αεροσκάφη που ενδεχομένως διασπαρούν σε πολλά από αυτά, στην πράξη αποσύρονται από τη σύγκρουση. Κι αυτό, χωρίς να λάβει κανείς υπ’ όψιν τον λόγο αεροσκαφών προς αεροδρόμια. Με τα… 520 τουρκικά μαχητικά (συν τα άλλα 90(!) μεταγωγικά) που ο ίδια αναφέρει, η δυνατότητα αραίωσης που δίνουν τα 22 αεροδρόμια της ΤΑ είναι μάλλον «στενόχωρη», τουλάχιστον συγκρινόμενα με την αντίστοιχη δυνατότητα της ΠΑ (ε) «[η ΠΑ] είχε ανεπάρκεια σε υλικά αποκατάστασης ζημιών διαδρόμων προσγείωσης». Τα υλικά αποκατάστασης ζημιών διαδρόμων προσγείωσης σχετίζονται με τα διαθέσιμα αεροδρόμια για επιχειρήσεις, συνεπώς σχετίζονται με τον αριθμό και τη διασπορά των αεροδρομίων που έχουν ήδη θιγεί. Το ερώτημα που γεννάται είναι από ποια στοιχεία προκύπτει η τουρκική υπεροχή στον τομέα αυτόν. Εάν δεν έχει καμία πλευρά τέτοια υλικά, τότε το μόνο που εξακολουθεί να έχει σημασία είναι τα διαθέσιμα αεροδρόμια. Εάν μία ή και οι δύο πλευρές διαθέτουν τέτοια υλικά, τότε αρχίζει να έχει σημασία πόσα από αυτά. Δεν παρατίθεται κανένα στοιχείο σχετικά με το εάν η ΤΑ διέθετε τέτοια υλικά – και κανείς μπορεί ευλόγως να εικάσει ότι δεν είχαν. Σε αντίθετη περίπτωση, το επιχείρημα στέκει μόνον εάν διαπιστώνεται ότι οι Τούρκοι είχαν έναν προηγμένο μηχανισμό αποκατάστασης ζημιών. Αλλά κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται, όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο. Πρόκειται για ένα ακόμη στοιχείο άνευ αντικρύσματος, που εκτοξεύεται ως πυροτέχνημα προκειμένου να δημιουργήσει εντυπώσεις και να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

4.3.1.2.  Η «Ποιοτική» Διάσταση

Πέραν των ποσοτικών δεδομένων των αεροποριών που ο συντάκτης επικαλείται, σε πολλά αν και διάσπαρτα σημεία αναφέρει ρητώς ή αφήνει εμμέσως πλην σαφώς να εννοηθεί ότι η ΠΑ το 1974 δεν ήταν σε θέση, λόγω χαμηλού επιπέδου, κακής οργάνωσης, ανεπάρκειας μέσων τηλεπικοινωνιών και ανεπαρκούς εκπαιδεύσεως των ιπταμένων, που ήταν τέτοια ώστε «δεν ήσαν πλέον αρκετά για την επιτυχή εκτέλεση μίας επιχειρησιακής αποστολής σε συνθήκες πολέμου». Επειδή οι μοναδικές συγκεκριμένες αναφορές που γίνονται είναι στις τηλεπικοινωνίες και την εκπαίδευση των ιπταμένων, ας εξετάσουμε τα επιχειρήματα αυτά.

Σε ότι αφορά τα τηλεπικοινωνιακά μέσα, το ερώτημα που τίθεται είναι: – με ποιο ακριβώς κριτήριο κρίνονται ανεπαρκή τα τηλεπικοινωνιακά μέσα της ΠΑ; Συγκρινόμενα με τα μεταγενέστερα ή τα σύγχρονα τηλεπικοινωνιακά μέσα, προφανώς και ήταν κατώτερα – η δήλωση είναι ταυτολογία. Για τους σκοπούς που μας ενδιαφέρουν εδώ, όμως, έγινε, κάποια σύγκριση με τα αντίστοιχα τουρκικά τηλεπικοινωνιακά μέσα, και προέκυψε ότι ήταν ουσιωδώς κατώτερα, δηλαδή ότι (i) ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα σε υποκλοπή από τους Τούρκους χωρίς δική μας αντίστοιχη δυνατότητα, οπότε παρεχόταν ένα κρίσιμο επιχειρησιακό πλεονέκτημα στους Τούρκους, ή (ii) ότι ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΜΕΣΑ, καθυστερούσαν τόσο τον κύκλο αποφάσεων της ΠΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΤΑ, ώστε η ΠΑ να υστερεί μονίμως χρονικά να είναι επιχειρησιακά σε μειονεκτική θέση; Τα τηλεπικοινωνιακά μέσα της ΠΑ προφανέστατα υστερούσαν έναντι των αντιστοίχων μέσω των ΗΠΑ ή της Μεγάλης Βρετανίας, πλην όμως η ΠΑ δεν αντιμετώπιζε την αμερικανική ή τη βρετανική αεροπορία, αλλά την τουρκική. Για να επικαλείται κανείς τα τηλεπικοινωνιακά μέσα της ΠΑ ως απόδειξη αδυναμίας αντιμετωπίσεως της ΤΑ, σημαίνει ότι έχει μία καλή εικόνα της αντίστοιχης κατάστασης της ΤΑ της εποχής εκείνης και μπορεί να διαπιστώσει μία σοβαρή υστέρηση. Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι σημαντικό να δοθούν τα σχετικά στοιχεία στη δημοσιότητα για να πειστούμε και οι υπόλοιποι. Δεν πρόκειται για κρίσιμα τρέχοντα στοιχεία, μιλάμε για στοιχεία 45ίας, και δεν απαιτείται να δοθούν μέσα απόκτησης πληροφοριών αλλά μόνον οι πληροφορίες. Επειδή είναι απολύτως βέβαιο ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται -όχι τώρα, αλλά ούτε και τότε- η προφανής υπόθεση εργασίας είναι ότι η κατάσταση της ΤΑ από πλευράς τηλεπικοινωνιακών μέσω ήταν παρεμφερής με αυτή της ΠΑ. Εκτός εάν ο συντάκτης θεωρεί ότι με τα τηλεπικοινωνιακά μέσα της εποχής, δεν ήταν δυνατόν να διεξαχθούν καθόλου αεροπορικές επιχειρήσεις. Τότε, εκτός του προφανούς ερωτήματος… γιατί διατηρούσαμε Πολεμική Αεροπορία, τα ίδια τα γεγονότα διαψεύδουν τον συντάκτη. ΌΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ (γιατί η απόφαση ήταν ο μόνος παράγων που έλειπε το καλοκαίρι του 1974) η ΠΑ οργάνωσε και εκτέλεσε άψογα και αστραπιαία μια πολύπλοκη επιχείρηση αποστολής ενισχύσεων στην Κύπρο, την αποστολή ΝΙΚΗ (όπου η μόνη αδυναμία που σημειώθηκε ήταν η ασυνεννοησία του ΓΕΕΦ εσωτερικά, πράγμα που δεν θα αφορούσε καμία άλλη αποστολή της ΠΑ στην Κύπρο, και σίγουρα όχι τα τηλεπικοινωνιακά μέσα). Συνεπώς, όταν αποφασίστηκε, φαίνεται ότι τα… «τζιπάκια» έκαναν επαρκέστατα τη δουλειά τους.

Η δεύτερη αναφορά του συντάκτη, που αποτελεί και βαρύτατη προσβολή για τους τότε συναδέλφους του, ήταν ότι το επίπεδο εκπαιδεύσεως της τότε ΠΑ ήταν τόσο χαμηλό (« ηρωικές εποχές», «[χωρίς] επαγγελματισμό, και μάλιστα «ακραίο» που απαιτούνταν για τα αεροσκάφη δεύτερης γενιάς όπως τα F-4E». Απόδειξη αυτού αποτέλεσαν «τα ατυχήματα κατά τη μετάβαση της ΠΑ από τη μία εποχή στην άλλη». Εδώ έχουμε μία διαδοχή λαθροχειριών.

Κατά την περίοδο 1974-1980 η Πολεμική Αεροπορία έκανε ένα μεγάλο ποιοτικό άλμα με την παραλαβή μεγάλου αριθμού μαχητικών δεύτερης γενιάς (δηλαδή ριζικά ανώτερων -και πιο πολύπλοκων- από τα προηγούμενα μαχητικά της) και ταυτόχρονα ένα μεγάλο ποιοτικό άλμα στην εκπαίδευση των ιπταμένων και των τεχνικών της. Το δεύτερο αυτό άλμα ήταν απόρροια δύο διακριτών παραγόντων: αφ’ ενός των απαιτήσεων που τα ίδια τα νέα συστήματα έθεταν στους χειριστές τους και στις συναφείς διαδικασίες που εισήχθησαν ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν, αφ’ ετέρου (και σε ότι αφορά τους ιπταμένους) αποτέλεσμα της επιχειρησιακής εμπειρίας που αποκτήθηκε -ανεξάρτητα από την απόκτηση των αεροσκαφών- από τη μετάβαση των 21 διμελών πληρωμάτων Phantom στις ΗΠΑ για να υποστούν όχι μόνον εκπαίδευση στον τύπο αλλά πλήρη εκπαίδευση πολεμικού σταδίου, και μάλιστα από τα πλέον εμπειροπόλεμα πληρώματα του κόσμου την εποχή εκείνη: τους βετεράνους της Αμερικανικής Αεροπορίας που επέστρεφαν από το Βιετνάμ. Η εκπαίδευση αυτή άνοιξε έναν καινούργιο κόσμο στην ΠΑ συνολικά, και, προς τιμήν της, η Αεροπορία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία αυτή στο έπακρο, οργανώνοντας έναν μηχανισμό συστηματικής διάχυσης της αποκτηθείσας γνώσης σε όλες τις πολεμικές μοίρες αλλά και περαιτέρω καλλιέργειας και ανάπτυξης των τακτικών δεξιοτήτων των χειριστών – μία παράδοση που αποτελεί μέχρι σήμερα τον κεντρικό πυρήνα της όποιας ποιότητας διαθέτει η ΠΑ. Κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο, η ΠΑ είναι μία «φτωχή» σε εξοπλισμό, περιφερειακή αεροπορία του ΝΑΤΟ που τροφοδοτείται από τα «αποφόρια» της Αμερικανικής Αεροπορίας και διαθέτει πολύ πιο στοιχειώδη εκπαίδευση: βασικά σε αποστολές κρούσεως (ναυτιλία με ακρίβεια δευτερολέπτου, προσέγγιση στόχου, ρίψη όπλου κι επιστροφή), και εγγύς αεροπορικής υποστηρίξεως, ενώ η εκπαίδευση σε αποστολές αέρος-αέρος ήταν κυρίως περιορισμένη στις μοίρες αναχαιτίσεως και βασιζόταν στις περιορισμένες γνώσεις που είχαν αποκτηθεί μαζί με την απόκτηση των F-5A και την εκπαίδευση ενός (1) αξιωματικού στις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ήδη το καλοκαίρι του 1974, και πριν από την οργάνωση οποιασδήποτε συστηματικής μετάγγισης των γνώσεων από τα άρτι εκπαιδευθέντα στις ΗΠΑ πληρώματα προς το σύνολο των υπολοίπων χειριστών, και μόνον μετά από προφορικές συζητήσεις, οι χειριστές των F-5A των μοιρών αναχαίτισης αρχίζουν να τροποποιούν με δική τους πρωτοβουλία βασικές πρακτικές αναχαίτησης. Σε ότι αφορά την Τουρκική Αεροπορία, από κανένα στοιχείο γνωστό το καλοκαίρι του 1974 και μέχρι σήμερα δεν προκύπτει ότι το επίπεδό της εκπαίδευσής της ήταν διαφορετικό. Οι χειριστές της ΠΑ διατείνονται ότι, ακόμη και με τα τότε δεδομένα, υπερείχαν των τούρκων χειριστών (και η εμπλοκή μεταξύ των ελληνικών F-5 και τουρκικών F-102, έστω και πολύ μικρής κλίμακας, δεν τους διαψεύδει[x]), σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν υστερούσαν. Είναι προφανές ότι η μετάβαση του συνόλου των χειριστών και των μονάδων κατά τα επόμενα έτη σε αεροσκάφη δεύτερης γενιάς υπήρξε μια δύσκολη και απαιτητική δοκιμασία, αλλά αυτό είναι ένα θέμα άσχετο με το εξεταζόμενο στο άρθρο, δηλαδή τη σχετική ικανότητα των δύο αεροποριών. Από πλευράς χειριστών, το καλοκαίρι του 1974, το επίπεδο της επιχειρησιακής ικανότητας των δύο αεροποριών ήταν λίγο-πολύ συγκρίσιμο, με την ΠΑ να διαθέτει ένα «πυρηνικό» όπλο στα χέρια της: την 339 Μοίρα «Αίας». Οι τούρκοι χειριστές παρέμειναν καθηλωμένοι σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο επιχειρησιακής ικανότητας που μόνον από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 άρχισε σταδιακά να βελτιώνεται.

Είναι απορίας άξιον το πώς ο συντάκτης αναφέρεται σε ποιοτική ανεπάρκεια της ΠΑ το καλοκαίρι του 1974.

Αυτό που είναι, όμως, αυτόχρημα κωμικό είναι ότι η συνολική σύγκριση των δύο αεροποριών, στην οποία ο συντάκτης διαπιστώνει τη συντριπτική υπεροχή της ΤΑ και την πλήρη αδυναμία της ΠΑ να την αντιμετωπίσει, καταλήγει με τη διαπίστωση ότι η ΠΑ υπερτερούσε σε «σε ιστορία, παράδοση και ικανότητα προσωπικού». Αναρωτάται κανείς εάν ο συντάκτης έχει συναίσθηση του γελοίου του πράγματος.

4.3.1.3.  Το Ζήτημα των F-4E

Στη συζήτηση περί δυνατότητας ή μη της ΠΑ να επέμβει στην Κύπρο το 1974, κεντρικό ρόλο παίζει το θέμα των αεροσκαφών F-4E, καθώς, όπως είναι ευρέως γνωστό, 8 αεροσκάφη αυτού του τύπου μετέβησαν από την Ανδραβίδα στην Κρήτη στις 22 Ιουλίου 1974 και ανέμεναν διαταγή να απογειωθούν για Κύπρο· διαταγή που δεν εδόθη ποτέ. Δεδομένης της σημασίας των αεροσκαφών αυτών καθώς και της θέσης του ζητήματος στην επιχειρηματολογία του συντάκτη, το ζήτημα θα εξεταστεί σε δύο σημεία, κατ’ αντιστοιχία με δύο διαφορετικούς ισχυρισμούς του συντάκτη. Στο παρόν σημείο θα εξεταστεί ποια ήταν η πραγματική ισχύς που η ΠΑ διέθετε εξ αιτίας της παρουσίας των αεροσκαφών αυτών στη δύναμή της, ενώ σε άλλο σημείο θα εξεταστεί η επιχειρησιακή δυνατότητα και σκοπιμότητα χρήσης των αεροσκαφών αυτών στην Κύπρο.

Είναι κατ’ αρχάς σημαντικό να εξηγηθεί αναλυτικότερα γιατί είναι τόσο σημαντικό το ζήτημα των αεροσκαφών Phantom, τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, τον Ιούλιο του 1974 δεν αντιπροσώπευαν παρά το 7,3% της δύναμης μαχητικών της ΠΑ. Είναι προφανές ότι τα αεροσκάφη ήταν τα πιο σύγχρονα που υπήρχαν στο ελληνικό και τουρκικό αεροπορικό οπλοστάσιο της περιόδου, αλλά συχνά η αναφορά σε «υπερσύγχρονα» όπλα λαμβάνει υπερβολικές και μη ρεαλιστικές διαστάσεις. Για τον λόγο αυτόν, έχει σημασία να εξηγηθεί ποια ήταν η υπεροχή του αεροσκάφους έναντι όλων των υπολοίπων.

To F-4E υπερείχε έναντι όλων των υπολοίπων μαχητικών κατά τα εξής:

  • Ήταν το πρώτο αεροσκάφος που είχε πραγματικά αποτελεσματικό ραντάρ, τόσο σε διαμορφώσεις αέρος-αέρος όσο και σε διαμορφώσεις αέρος-εδάφους. Τα περισσότερα μαχητικά δεν είχαν ραντάρ (F-84F, F-5A), άλλα είχαν ραντάρ που πρακτικά δεν είχαν λειτουργία αέρος-αέρος (F-104G), ενώ ελάχιστα (F-102) είχαν ραντάρ αέρος-αέρος που απείχε παρασάγγας από αυτών των Phantom. Η δυνατότητα των F-4E στην αεροπορική μάχη, η δυνατότητά τους να εκτελέσουν αναχαίτηση αποφεύγοντας την οπτική επαφή και λαμβάνοντας πλεονεκτικές θέσεις εν αγνοία των αντιπάλων τους, ήταν ένα πρωτοφανές και συντριπτικό πλεονέκτημα στην εναέρια μάχη κατά την εποχή εκείνη.
  • Το F-4E έφερε τα ίδια όπλα αέρος-αέρος με άλλα αεροσκάφη (πύραυλοι AIM-9B) τα οποία μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει κατά δραματικά πιο αποτελεσματικό τρόπο επειδή τα «καθοδηγούσε» το ραντάρ (διαμόρφωση «οιονοί slave» του πυραύλου).
  • Το αεροσκάφος έφερε όπλα αέρος-αέρος μέσης ακτίνας δράσης (πύραυλοι AIM-7E), δηλαδή τα μοναδικά όπλα που μπορούσαν να εκτοξευτούν πριν από την οπτική επαφή των αντιπάλων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα αντίπαλα αεροσκάφη θα δέχονταν πυραύλους χωρίς να έχουν, καν, ιδέα ότι εμπλέκονται με τον αντίπαλο. Παρ’ όλο που η αξιοπιστία του όπλου δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλή, και μόνον το γεγονός ότι ένας χειριστής δέχεται πυρά χωρίς να έχει αντίληψη της παρουσίας του αντιπάλου, είναι καταλυτικό για το ηθικό. Τα όπλα ήταν εν ενεργεία στην 339 Μοίρα κατά το καλοκαίρι του 1974, και όλα τα πληρώματα ήταν πιστοποιημένα στη χρήση τους.
  • Οι πτητικές επιδόσεις και τα πτητικά χαρακτηριστικά του αεροσκάφους ήταν τόσο ανώτερα έναντι όλων των υπολοίπων μαχητικών που του επέτρεπαν να εμπλέκεται με ευνοϊκούς όρους – ή να αποφεύγει την εμπλοκή κατά βούληση
  • Η ικανότητα μεταφοράς οπλικού φορτίου του αεροσκάφους ήταν υπερ-πολλαπλάσια όλων των άλλων μαχητικών, γεγονός που καθιστούσε μία αποστολή βομβαρδισμού ενός αεροσκάφους F-4E ισοδύναμη με πολλών αεροσκαφών άλλου τύπου της εποχής
  • Ο συνδυασμός ακτίνας δράσης-οπλικού φορτίου του αεροσκάφους ήταν δραματικά μεγαλύτερος έναντι όλων των άλλων αεροσκαφών των δύο αεροποριών της εποχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το αεροσκάφος να είναι το μόνο που πραγματικά να είναι σε θέση να εκτελέσει αποστολές βομβαρδισμού σε βάθος, ή, στην περίπτωση της Ελλάδος, το μόνο αεροσκάφος που μπορούσε με άνεση να εκτελέσει αποστολές δίωξης και βομβαρδισμού στην Κύπρο.

Ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών αυτών, καθώς και το γενικό τεχνολογικό επίπεδο του αεροσκάφους, το κατέτασσαν σε διαφορετική τεχνολογική γενιά από όλα τα υπόλοιπα (που ήταν τα λεγόμενα “century fighters” ή προγενέστερα) και το κατέτασσαν σε διαφορετική κατηγορία ή «γενιά», όπως συνηθίζεται να λέγεται στα εξοπλιστικά. Για να γίνει κατανοητή η σημασία του αεροσκάφους, μπορεί με ακρίβεια να ειπωθεί το εξής: το αεροσκάφος F-4E απείχε τεχνολογικά κι επιχειρησιακά από τα υπόλοιπα εν χρήσει αεροσκάφη στην περιοχή πολύ περισσότερο απ’ όσο απέχει τεχνολογικά κι επιχειρησιακά το F-35 από τα σημερινά F-16. Δεδομένης της κομβικής σημασίας της παρουσίας του αεροσκάφους αυτού το 1974, έχει κρίσιμη σημασία για όποιον εκφέρει γνώμη για τη δυνατότητα της ΠΑ να παρέμβει στην Κύπρο τότε, να έχει ακριβή εικόνα του θέματος.

Από πλευράς διαθέσιμου υλικού, τον Ιούλιο του 1974 η ΠΑ είχε παραλάβει 22 μαχητικά του τύπου, τα οποία βρίσκονταν στην Ελλάδα και σταδιακά συγκροτούσαν δύο πολεμικές μοίρες της 117 Πτέρυγας Μάχης στην Ανδραβίδα, στην 338 Μοίρα Διώξεως/Βομβαρδισμού «Άρης» και στην 339 Μοίρα Αναχαιτήσεως «Αίας».[xi] Η ονομαστική δύναμη της κάθε μοίρας, όταν θα ολοκληρωνόταν η παραλαβή των παραγγελθέντων αεροσκαφών, θα ήταν δέκα οκτώ (18) αεροσκάφη. Καμία από τις δύο μοίρες δεν διέθετε δέκα οκτώ αεροσκάφη, όμως εν όψει της κρίσης, στα μέσα Ιουλίου, οι δύο υπό συγκρότηση μοίρες ενοποιήθηκαν προσωρινά, σχηματίζοντας μία ενισχυμένη μοίρα F-4E (τυπικά την 339 Μοίρα) που διέθετε μία τετράδα αεροσκαφών παραπάνω από την ονομαστική της δύναμη. Για την ακρίβεια, στις 20 Ιουλίου η Μοίρα διέθετε 21 αεροσκάφη εν ενεργεία («ΕΝ/ΕΝ») στο οποίο προστέθηκε τη μέρα εκείνη ένα ακόμη (νεοπαραληφθέν που ετέθη σε πλήρη λειτουργία). Δηλαδή, από πλευράς υλικού, η ΠΑ διέθετε είκοσι δύο (22) χαρακτηρισμένα «ΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ» αεροσκάφη.

Από πλευράς πληρωμάτων, είχαν αποσταλεί στις ΗΠΑ 18 πληρώματα (36 χειριστές, 18 κυβερνήτες και 18 συγκυβερνήτες) όχι μόνον για εκπαίδευση στον τύπο (“Στάδιο Μετεκπαίδευσης”) αλλά για πλήρη επιχειρησιακή εκπαίδευση («Εκπαίδευση Πολεμικού Σταδίου»), καθώς και τρία πληρώματα (6 χειριστές, 3 κυβερνήτες και 3 συγκυβερνήτες) ως εκπαιδευτές, δηλαδή πλήρως επιχειρησιακά πληρώματα που επιπλέον είχαν καταρτιστεί ως εκπαιδευτές στον τύπο, με σκοπό να αναλάβουν την εκπαίδευση των υπολοίπων πληρωμάτων που θα σχηματίζονταν στην Ελλάδα μέχρι την επίτευξη του συνόλου των πληρωμάτων που απαιτούνταν για τις δύο μοίρες. Η εκπαίδευση περιλάμβανε 80 εξόδους με εκπαίδευση στο πλήρες φάσμα αποστολών, και γινόταν από Αμερικανούς χειριστές που μόλις είχαν επιστρέψει από εντατική πολεμική δράση στον πόλεμο του Βιετνάμ, μεταφέροντας στους εκπαιδευομένους την τελευταία λέξη της επιχειρησιακής εμπειρίας καθώς και την ένταση από τη συμμετοχή σε πραγματικές επιχειρήσεις (στοιχείο πολύτιμο κι εξαιρετικά «δυσεύρετο» για εκπαιδευομένους από στρατούς που δεν έχουν πρόσφατη πολεμική εμπειρία). Η δε λήξη της εκπαίδευσης και η πιστοποίηση των χειριστών γινόταν με την επιτυχή εκτέλεση βολών αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους, ημερησίων και νυκτερινών. Επιπλέον, να σημειωθεί ότι τα πληρώματα που είχαν επιλεγεί για αποστολή στις ΗΠΑ ήταν μεταξύ των κορυφαίων χειριστών της ΠΑ. Ο λόγος της ασυνήθιστης αυτής επιλογής (μαζική επιχειρησιακή εκπαίδευση στο εξωτερικό) ήταν εξ αρχής η συντομότερη δυνατή ενεργοποίηση της 117 ΠΜ εν όψει ελληνοτουρκικής κρίσης. Συνεπώς, από πλευράς ιπταμένων πληρωμάτων, η 339 δεν είχε απλώς «εξοικειωμένους με τον τύπο» ή «επαρκείς» χειριστές, αλλά είχε τους κορυφαίους χειριστές της ΠΑ που είχαν μόλις λάβει την κορυφαία επιχειρησιακή εκπαίδευση στον κόσμο – με άλλα λόγια, από πλευράς πληρωμάτων η 339 Μοίρα «πετούσε φωτιές».

Από πλευράς προσωπικού εδάφους, είχαν σταλεί από τις αρχές του 1974, ταυτόχρονα με τους ιπταμένους, για εκπαίδευση στον τύπο, μεγάλες ομάδες τεχνικών, οι οποίες είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους επιτυχώς,  είχαν επιστρέψει και ενταχθεί στις δύο ενεργοποιούμενες μοίρες, και ασκούνταν εντατικά. Στις αρχές του Ιουλίου 1974, σε αιφνιδιαστική άσκηση επανεξοπλισμού με καύσιμα και πυρομαχικά αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους έξι (6) αεροσκαφών της (ενοποιημένης) Μοίρας, επετεύχθη χρόνος 2 ωρών και 45 λεπτών όταν τα πυρομαχικά μεταφέρθηκαν από τον χώρο διασποράς (εκτός αεροδρομίου) και, σε επανάληψη της ίδιας ασκήσεως σε άλλη εξάδα αεροσκαφών, ο χρόνος που επετεύχθη ήταν 1 ώρα και 45 λεπτά. Ο χρόνος αυτός κρίθηκε απολύτως ικανοποιητικός για την ένταξη της Μοίρας στα σχέδια επιχειρήσεων της ΠΑ. Επιπλέον, είναι κάπως… παράξενο να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τη μη εμπλοκή της 339 στην Κύπρο, η προβαλλόμενη χαμηλή επίδοση των πληρωμάτων εδάφους της 339 Μοίρας στον επανεξοπλισμό των αεροσκαφών. Η συγκεκριμένη επίδοση είναι κρίσιμης σημασίας όταν τα αεροσκάφη πρόκειται να εμπλακούν σε επιχειρήσεις υψηλής εντάσεως, οπότε απαιτείται άμεσος επανεξοπλισμός προκειμένου τα αεροσκάφη να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερες εξόδους. Όμως τέτοιο θέμα ουδέποτε ετέθη, από τακτικής πλευράς, για την Κύπρο, καθώς είτε τα αεροσκάφη επρόκειτο να πετάξουν εφ’ άπαξ, είτε επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν σποραδικά σε αποστολές κρούσης.

Επισημαίνεται ότι τα συνήθως αναφερόμενα για πλήρη επιχειρησιακή αξιολόγηση της 339 Μοίρας από το ΑΤΑ ως επιχειρησιακής τον Μάρτιο του 1975 παραβλέπει το γεγονός ότι εν τω μεταξύ η 339 Μοίρα «διασπάστηκε» πάλι ώστε συνεχιστεί και ο σχηματισμός και η προετοιμασία της 338 Μοίρας, και συνεχίστηκε η εκπαίδευση νέων πληρωμάτων και προσωπικού εδάφους, καθώς και η παραλαβή νέων αεροσκαφών και για τις δύο μοίρες. Συνεπώς, όταν αναφέρεται ότι η 339 αξιολογήθηκε ως επιχειρησιακά έτοιμη τον Μάρτιο του 1975, παραβλέπεται ότι αυτή ήταν ουσιαστικά άλλη από την 339 του Ιουλίου του 1974, η οποία ήταν (υπέρ)πλήρης και απολύτως ετοιμοπόλεμη.

Τα ανωτέρω, αναλυτικά και συγκεκριμένα, στοιχεία έχουν κατατεθεί και κατηγορηματικά επιβεβαιωθεί έκτοτε από τους πλέον αρμοδίους και γνώστες: τον τότε Διοικητή ΔΑΥ Αντιπτέραρχο (ε.α.) Μέγγουλη Χριστόδουλο, τον τότε διοικητή της 339 Αντιπτέραρχο (Ι) (ε.α.) Κοντογιάννη Σωτήριο (τότε αντισμήναρχο), από τους δύο εναλλασσόμενους στον ρόλο Αξιωματικού Επιχειρήσεων της Μοίρας Ταξίαρχο (Ι) (ε.α.) Σκρέκα Στέφανο και Αντιπτέραρχο (Ι) (ε.α.) Μπαλέ Παναγιώτη (τότε αντισμηνάρχους), οι οποίοι, επιπλέον, ήταν επί κεφαλής των δύο τετράδων που μεταστάθμευσαν στις 22 Ιουλίου του 1974 στο Ηράκλειο, καθώς και από όλους τους χειριστές που με τον έναν ή άλλον τρόπο έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους για τα γεγονότα της εποχής. Ο μόνος περί του αντιθέτου ισχυρισμός για «ανετοιμότητα της Μοίρας» έχει διατυπωθεί από τους Αντιπτεράρχους (Ι) (ε.α.) Παπανικολάου Αλέξανδρο (τότε Αρχηγό Αεροπορίας) και Οικονόμου Περικλή (τότε Αρχηγό Τακτικής Αεροπορίας), οι οποίοι και ήταν αυτοί που δεν διέταξαν ποτέ πολεμικές αποστολές, χωρίς ποτέ καμία εξήγηση ή τεκμηρίωση του ισχυρισμού τους. Οι δύο αυτοί αξιωματικοί δεν έδωσαν καμία απάντηση, εξήγηση ή τεκμηρίωση του ισχυρισμού τους ακόμη κι όταν προκλήθηκαν ευθέως από τους υπολοίπους εμπλεκομένους. Και όταν λέμε «προκλήθηκαν» εννοούμε: Ο Ταξίαρχος (Ι) ε.α. Στέφανος Σκρέκας, ο ένας εκ των δύο Αξιωματικών Επιχειρήσεων που είχε η Μοίρα στην ενισχυμένη της «ειδική» και προσωρινή σύνθεση, απαντώντας δια του Τύπου στον Πτέραρχο Οικονόμου, αφού απάντησε λεπτομερώς στους ισχυρισμούς του τότε Αρχηγού Τακτικής Αεροπορίας, δήλωσε: «Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν θα δεχθούμε την προσβολή ανυπόστατων και ανακριβών ισχυρισμών που βλάπτουν την επαγγελματική τιμή, υπόληψη και αξιοπρέπειά Συναδέλφων που στάθηκαν και τότε και πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων»[xii]. Ο έτερος Αξιωματικός Επιχειρήσεων της Μοίρας, Αντιπτέραρχος (Ι) ε.α. Παναγιώτης Μπαλές, απαντώντας επίσης δια του τύπου, δήλωσε: «Το να υποστηρίζεται από κάποιους ότι οι χειριστές εκείνοι, και η Μοίρα στην οποία υπηρετούσαν, δεν ήταν ικανοί να εκτελέσουν πολεμικές αποστολές, αποτελεί ακραία συκοφαντική δυσφήμιση, που πλήττει βάναυσα την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή τους. Αποτελεί επίσης μομφή, μειωτική και ταπεινωτική, για την Ηγεσία της 339 Μοίρας, η οποία είχε όντως αξιοποιήσει και οργανώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο το σύνολο του δυναμικού της».[xiii] Φυσικά, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το γιατί προέβησαν στους ισχυρισμούς αυτούς οι Παπανικολάου και Οικονόμου. Όμως, το να υιοθετούνται οι ισχυρισμοί αυτοί εν έτη 2019, με όλα τα δεδομένα εν τω μεταξύ γνωστά, είναι τουλάχιστον παρεξηγήσιμο…

Ενημέρωση πληρωμάτων της «ενοποιημένης» 339 Μοίρας κατά τη διάρκεια της κρίσεως του 1974. Στην πρώτη σειρά, από αριστερά προς τα δεξιά, ο Αντισμήναρχος (Ι) Παναγιώτης Μπαλές, Αξιωματικός Επιχειρήσεων της 338 Μοίρας και προσωρινά (συν)Αξιωματικός Επιχειρήσεων της 339 Μοίρας, ο Αντισμήναρχος (Ι) Στέφανος Σκρέκας, Αξιωματικός Επιχειρήσεων της 339 Μοίρας και ο Επισμηναγός (Ι) Ιωάννης Κολοβός.

Τέλος, δεν μπορεί να μην σχολιαστεί το ατύχημα των F-4E στη Ηράκλειο, που αποτελεί και το… καταλυτικό επιχείρημα περί της «ανετοιμότητας» της μοίρας για πολεμικές αποστολές. Ο συντάκτης, παρ’ όλο που είναι επαγγελματίας χειριστής, δεν κάνει κάποια αναφορά στη διερεύνηση του ατυχήματος, ούτε παραθέτει κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο από αυτήν, το οποίο να αποδεικνύει την ανετοιμότητα της μοίρας. Στην πραγματικότητα, ο κ. Βρεττός αρπάζεται από ένα μεμονωμένο ατύχημα για να αντλήσει γενικά (και βολικά) συμπεράσματα, τα οποία δεν θα έβγαιναν ποτέ στο πλαίσιο μιας διερεύνησης. Από πότε, σύμφωνα με την επαγγελματική κρίση του συντάκτη, ένα μεμονωμένο επιχείρημα σηματοδοτεί την επιχειρησιακή ανετοιμότητα μίας μονάδας; Κάθε μοίρα στην οποία σημειώνεται ατύχημα, είναι επιχειρησιακά ανέτοιμη; Αναρωτιέται κανείς εάν ο κ. Βρεττός θα είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τους χειριστές της μοίρας το 1974 (χειριστές με τους οποίους πιθανόν επαγγελματικά να συνυπήρξε αργότερα) και να τους πει κατά πρόσωπο ότι το περιστατικό του ατυχήματος στη Ηράκλειο καταδεικνύει την εν γένει ανετοιμότητά τους για πολεμικές επιχειρήσεις.

Συμπερασματικά: η ΠΑ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 διέθετε μία ενισχυμένη μοίρα ενός τύπου αεροσκάφους που ήταν συντριπτικά υπέρτερο όλων των αεροσκαφών των δύο αντιπαρατιθέμενων αεροποριών, επανδρωνόταν από τα πλέον επίλεκτα πληρώματα της ΠΑ που είχαν λάβει την πιο εντατική και προωθημένη επιχειρησιακή εκπαίδευση χειριστών διαθέσιμη στις δύο αεροπορίες. Δεδομένης της ακτίνας δράσης και της δυνατότητας μεταφοράς οπλικού φορτίου, η μοίρα αυτή αποτελούσε ένα οιονεί στρατηγικό όπλο στη διάθεση της ΠΑ και της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα περί «ανετοιμότητας» της 339 Μοίρας να εκτελέσει πολεμικές αποστολές έρχονται σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα αντικειμενικά στοιχεία και τις μαρτυρίες των καθ’ ύλην αρμοδίων. Και όταν λέμε «μαρτυρίες» δεν αναφερόμαστε σε ενθουσιώδεις ανθυποσμηναγούς και υποσμηναγούς αλλά σε Διοικητές μειζόνων διοικήσεων, διοικητές μονάδος και αξιωματικούς επιχειρήσεων – όλοι διακεκριμένοι αξιωματικοί, οι οποίοι θεωρούν προσβλητικές για την επαγγελματική τους υπόσταση τους περί «ανετοιμότητας» ισχυρισμούς, ιδίως όταν προέρχονται από ανθρώπους που είναι σε θέση να κατανοήσουν ακριβώς τι λένε. Επίσης, δεν αναφερόμαστε  σε φήμες ή μαρτυρίες από δεύτερο χέρι, αλλά για τις μαρτυρίες των άμεσα εμπλεκομένων στα γεγονότα.

4.3.1.4.  Το Ισοζύγιο Αεροπορικής Ισχύος το 1974

Με βάση τα ανωτέρω, είναι σαφές ότι ο ισχυρισμός του συντάκτη περί «αδυναμίας» ή «μειονεκτικής θέσης» της ΠΑ ως προς την αντίπαλή της ΤΑ το καλοκαίρι του 1974 δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Η ΠΑ ήταν ελάχιστα πιο αδύναμη ποσοτικά, ενώ διέθετε κρίσιμα, συγκεκριμένα και απτά πλεονεκτήματα: μία μοίρα με αεροσκάφη κατά μία γενιά νεότερα από όλα τα υπόλοιπα των δύο αεροποριών και με πληρώματα που κυριολεκτικά απείχαν εξ ίσου απ’ όλους τους υπολοίπους των δύο αεροποριών, ασύγκριτα υψηλότερη επιβιωσιμότητα των αεροδρομίων της λόγω των 170-175 υποστέγων και σαφώς ανώτερη αντιαεροπορική άμυνα λόγω των συστημάτων HAWK.

4.3.2.  Το «Αεροπορικό Δόγμα»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το επιχείρημα του συντάκτη ότι η εμπειρία και η παραδεδεγμένη πρακτική των αεροποριών είναι να έχει η δράση τους συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλιώς -ιστορικά- η δράση τους αποτυγχάνει. Εκ των πραγμάτων, η δράση της ΠΑ δεν θα μπορούσε να έχει τα χαρακτηριστικά αυτά σε ενδεχόμενη επέμβαση στην Κύπρο, συνεπώς θα ήταν ατελέσφορη και, πιθανώς λόγω των συνεπαγομένων απωλειών που θα υφίστατο, επικίνδυνη.

Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι: αρχικός αγώνας αποκλειστικά για αεροπορική κυριαρχία (υπονοούνται επιχειρήσεις “OCA” – Offensive Counter Air), με επιθέσεις εναντίον της αντίπαλης αεροπορικής υποδομής, δηλαδή κυρίως των αεροπορικών βάσεως και του Συστήματος Αεροπορικού Ελέγχου ώστε να επιτευχθεί Αεροπορική Κυριαρχία ή έστω Αεροπορική Υπεροχή. Μόνον μετά από την επίτευξη αυτής της συνθήκης ενεργεί η αεροπορία επ’ ωφελεία των χερσαίων και/ή ναυτικών επιχειρήσεων. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ενεργείας που από τον Β’ ΠΠ μέχρι σήμερα, σε όλες τις μεγάλες αεροπορικές συγκρούσεις, όποιος τα παραβίασε, ηττήθηκε στην αεροπορική μάχη.

Όπως και με τα άλλα τεχνικά επιχειρήματα του άρθρου, η επίκληση αυτή είναι παραπειστική.

To «δόγμα» που επικαλείται ο πτέραρχος Βρεττός είναι, ασφαλώς, το ισχύον δόγμα όταν δύο αεροπορικές δυνάμεις συγκρούονται μεταξύ τους σε μία πλήρους κλίμακας σύγκρουση. Το ερώτημα που τίθεται είναι: τι σχέση έχει αυτό το δόγμα με τις επιχειρήσεις του 1974; Το 1974 υπήρξε μία στρατιωτική σύγκρουση στην οποία, εξ αιτίας του πολιτικού πλαισίου εντός του οποίου διεξήχθη, δεν επέτρεπε στη μία αεροπορία να στραφεί εναντίον της άλλης. Αντιθέτως, όπως και οι υπόλοιπες δυνάμεις, συγκρούστηκαν σε ένα πολιτικώς «μονωμένο» θέατρο επιχειρήσεων: την Κύπρο. Συνεπώς, θέμα εξουδετέρωσης της μίας αεροπορίας από την άλλη δεν ετέθη ποτέ, και δεν ετέθη για καμία από τις δύο εμπλεκόμενες δυνάμεις, και όχι μόνον για την Πολεμική Αεροπορία. Παραδόξως, αυτή η σουρεαλιστική μονομέρεια στην εφαρμογή αρχών, κανόνων, δογμάτων, κ.λπ. διατρέχει όλο το κείμενο του κ. Βρεττού, και όλων των υπερασπιστών της γραμμής «η Κύπρος κείται μακράν»: ό,τι είναι προφανώς δεσμευτικό για την ελληνική πλευρά, δεν είναι εξ ίσου δεσμευτικό για την αντίπαλη. Εν προκειμένω: «εάν η Πολεμική Αεροπορία έπρεπε να επέμβει, θα έπρεπε, σύμφωνα με το επικρατούν δόγμα, να στραφεί κατά της βάσης της ισχύος της Τουρκικής Αεροπορίας, να καταστρέψει τα αεροδρόμιά της και τις υποδομές της, και μετά να στραφεί στην παροχή υποστηρίξεως στα χερσαία τμήματα. Επειδή όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, και κατά το δόγμα θα ήταν λάθος να παρασχεθεί υποστήριξη στον χερσαίο αγώνα στην Κύπρο χωρίς πρώτα να έχει «ξεκαθαρίσει» η αεροπορική σύγκρουση αποφασιστικά, το συμπέρασμα είναι ότι… η Πολεμική Αεροπορία δεν μπορεί να εμπλακεί». Απλή απορία: το δόγμα αυτό δεν ίσχυε εξ ίσου δεσμευτικά για την Τουρκική Αεροπορία; Δηλαδή, όταν η Τουρκική Αεροπορία αποφάσισε την επέμβασή της στην Κύπρο, υπό την απειλή της επέμβασης της Πολεμικής Αεροπορίας, πώς και δεν σκέφτηκε κανείς τούρκος επιτελής να πει: «δυστυχώς, το δόγμα μας επιβάλλει –όταν εμπλέκονται αεροπορικές δυνάμεις- πρώτα να διεξάγεται και να καταλήγει με αποφασιστικό αποτέλεσμα ο αεροπορικός αγώνας, και μόνον μετά από αυτό να παρέχεται υποστήριξη στις χερσαίες επιχειρήσεις. Προκειμένου, λοιπόν, εμείς να επιχειρήσουμε, θα πρέπει είτε να μας διασφαλίσετε ότι η ΠΑ δεν θα παρέμβει στην Κύπρο, είτε, εάν παρέμβει, εμείς να εγκαταλείψουμε την υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων στο νησί, να στραφούμε σε μία αποφασιστική επιχείρηση καταστροφής της ΠΑ (στην Ελλάδα, προφανώς, όπου είναι η βάση της) και μόνο μετά να στραφούμε πάλι στην υποστήριξη των επιχειρήσεων στην Κύπρο.» Η εφαρμογή του αεροπορικού δόγματος που επικαλείται ο κ. Βρεττός, εφαρμοζόμενη με συνέπεια και ειλικρίνεια στην τουρκική πλευρά, οδηγεί σε αυτό ακριβώς το συμπέρασμα. Το συμπέρασμα αυτό είναι προφανώς αστείο, όμως ο κ. Βρεττός, για ψυχολογικούς ή για λιγότερο αθώους λόγους, αδυνατεί να αντιληφθεί το γελοίον του πράγματος (ή, εν πάση περιπτώσει, το παράλογο) και προβαίνει σε μία μηχανική εφαρμογή του δόγματος.

Από «θεωρητικής» απόψεως, κατά τον Αττίλα Ι η Τουρκική Αεροπορία επιχειρούσε να επιβάλει «αεροπορική κυριαρχία» στην περιοχή της Κύπρου, προκειμένου να επιτευχθεί η πιο λεπτή και πιο δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση που υφίσταται, η απόβαση, καθώς και να προστατευθεί ο ευάλωτος θύλακας Λευκωσίας-Κιόνελι από ελληνική επιθετική ενέργεια. Απάλειψη είτε του προγεφυρώματος είτε του θύλακα, θα επέφερε κατάρρευση της τουρκικής επιχείρησης. Η φύσει ισχυρότερη θέση της Ελληνικής πλευράς σήμαινε ότι αυτή απαιτούσε μικρότερη αεροπορική συνδρομή για να επιτύχει τους δικούς της στόχους. Με άλλα λόγια, από «θεωρητικής» πλευράς, δεν χρειαζόταν η ΠΑ να αποκαταστήσει ούτε αεροπορική κυριαρχία, ούτε αεροπορική υπεροχή. Αρκούσε να μην επιτρέψει στην Τουρκία να αποκαταστήσει αεροπορική κυριαρχία αλλά να αρκεστεί σε απλή αεροπορική υπεροχή, αρκούσε δηλαδή η «αποτελεσματική παρεμβολή» ή «απαγορευτική παρεμβολή» στις επιχειρήσεις των Τούρκων για να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα επιχειρησιακά αποτελέσματα από Ελληνικής πλευράς. Αρκούσε μία τόσο μικρή συμβολή της αεροπορίας στον χερσαίο αγώνα. Και αυτή δεν ήρθε ποτέ.

Κατά τον Αττίλα ΙΙ, είναι προφανές ότι η κατάσταση ήταν δραματικά πιο δύσκολη. Στο στάδιο αυτό, είναι προφανές ότι η επέμβαση της ΠΑ με τον τρόπο που περιεγράφηκε παραπάνω, δεν θα μπορούσε να αντιστρέψει το αποτέλεσμα. Η ευκαιριακή επέμβαση της ΠΑ επ’ ωφελεία πιεζόμενων τμημάτων, θα απέτρεπε την αίσθηση της σχεδόν πλήρους ελευθερίας κινήσεων των Τούρκων, και δεν θα τους επέτρεπε να καταλάβουν το 38% της έκτασης του νησιού. Είναι βέβαιο ότι η απειλή της επέμβασης της ΠΑ θα έθετε δραματικά πιο «μετριοπαθείς» στόχους στον αντίπαλο. Πολύ περισσότερο, θα σηματοδοτούσε μία κρίσιμη αλλαγή για τους Τούρκους: Θα αντιμετώπιζαν πλέον τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και όχι απλώς την Εθνική Φρουρά. Ούτε αυτή η επέμβαση ήρθε ποτέ.

Για να το θέσουμε και λίγο διαφορετικά: με τη συνεπή εφαρμογή του «ορθού» αεροπορικού δόγματος, ο πόλεμος των νήσων Φώκλαντς/Μαλβίνων… κακώς έλαβε χώρα, και από τις δύο πλευρές. Και αυτό γιατί η μεν Βρετανία ούτε κατά διάνοια δεν διανοήθηκε να εξουδετερώσει την αεροπορική ισχύ της Αργεντινής (ούτε πριν, ούτε κατά τη διάρκεια των χερσαίων επιχειρήσεων), αλλά διεξήγαγε όλον τον αεροπορικό αγώνα αντιμετωπίζοντας την αργεντινή αεροπορική ισχύ πάνω από το θέατρο των επιχειρήσεων, επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί τα δικά της πλεονεκτήματα στο όριο, και να εξουδετερώσει αυτά του αντιπάλου. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, γνωρίζοντας τη δική τους, περιορισμένη αεροπορική ισχύ καθώς και την αεροπορική ισχύ του αντιπάλου, με τους περιορισμούς της και τα ισχυρά σημεία της, οι Βρετανοί είχαν πλήρη συναίσθηση του οριακού χαρακτήρα του εγχειρήματός τους. Και μόνον μία μόνον προσπάθεια προσβολής ενός από τα δύο μικρά αεροπλανοφόρα εάν ήταν επιτυχής, η βρετανική επιχείρηση έληγε αυτομάτως – με αποτυχία. Από την άλλη, οι Αργεντινοί γνώριζαν ότι η δική τους αεροπορική ισχύς είναι ασφαλής και τα αεροδρόμιά τους απρόσβλητα. Η δική τους επιδίωξη ήταν κατά προτεραιότητα να εξουδετερώσουν τα αντίπαλα αεροπλανοφόρα. Δεν τα κατάφεραν, καθώς οι Βρετανοί κράτησαν τα σκάφη τους τόσο μακριά από τα νησιά Φώκλαντ/Μαλβίνες, ώστε τα αεροσκάφη τους να ενεργούν στο απόλυτο όριο της εμβέλειάς τους. Ως γνωστόν, καθώς η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, στον πόλεμο των Φώκλαντ/Μαλβίνων επικράτησαν οι Βρετανοί. Και ας παραβίασαν το δόγμα που επικαλείται ο κ. Βρεττός.

Το ερώτημα, λοιπόν, σε επίπεδο δόγματος είναι: τι συμβαίνει όταν ένας εμπλεκόμενος είναι πιο αδύναμος από τον αντίπαλό του, ή όταν πρέπει να επιχειρήσει υπό συνθήκες που δίνουν ένα αντικειμενικό πλεονέκτημα; Η απάντηση του κ. Βρεττού είναι: τότε, οι αεροπορικές δυνάμεις δεν εμπλέκονται. Προφανώς… αναμένουν τον επόμενο πόλεμο, όπου το ισοζύγιο ισχύος ή οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκότερες. Ασχέτως, πάντως, της απάντησης του κ. Βρεττού (και το μακαρίτη Παπανικολάου), ο αδύναμος εν γένει, και οι αδύναμες ή μειονεκτούσες αεροπορίες ειδικότερα, τόσο σε επίπεδο δόγματος όσο και σε επίπεδο πρακτικής, έχουν υιοθετήσει άλλη στάση: ο αδύναμος, όταν δεν μπορεί να στραφεί αποφασιστικά εναντίον του αντιπάλου του για να τον καταστρέψει, επιδιώκει την αεροπορική άρνηση: επιδιώκει να αμφισβητήσει ή/και να περιορίσει, εν τόπω και εν χρόνω, την αεροπορική κυριαρχία του αντιπάλου. Επιδιώκει να ενεργεί προσεκτικά ώστε να θέτει στον ελάχιστο δυνατό κίνδυνο τα μέσα του και να παρεμβαίνει αιφνιδιαστικά σε στιγμές και τόπους της επιλογής του, όπου μπορεί να δημιουργεί, προσωρινό έστω, επιχειρησιακό πλεονέκτημα. Αυτό ακριβώς ήταν όχι απλώς επιθυμητό το 1974 στην Κύπρο, αλλά και από μία συγκυρία της τύχης, απολύτως -σχεδόν εύκολα- εφικτό για την ΠΑ: η παρουσία της Μοίρας 339 παρείχε στην ΠΑ το ιδανικό μέσον για να αμφισβητεί κατά βούληση την αεροπορική κυριαρχία της Τουρκικής Αεροπορίας στην ευρύτερη περιοχή, και επέτρεπε στην ΠΑ είτε να επιτύχει την κατατριβή του αντιπάλου προκαλώντας εμπλοκές μαζί του στον μεταξύ της Κύπρου και Κρήτης χώρο, είτε/και να προβεί σε -ελάχιστες- ενέργειες βομβαρδισμού στόχων στην Κύπρο, με σχετική ασφάλεια, οι οποίες θα ανάγκαζαν τον Τουρκικό Στρατό να ενεργεί διαφορετικά και να υποστεί επιχειρησιακά σοβαρές απώλειες.

4.3.3. Η Ελληνική Στρατιωτική Ισχύς και η Κύπρος το 1974

Το τελικό και «απόλυτο» στρατιωτικό επιχείρημα που ο συντάκτης του άρθρου επικαλείται, είναι η «γενική» στρατιωτική αδυναμία της Ελλάδος το 1974. Μάλιστα, διευκρινίζεται ως αδυναμία το ότι οι ΕΕΔ δεν ήταν το 1974 σε θέση να ανταπεξέλθουν σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Κύπρο και παράλληλα σε Ε/Τ πόλεμο. Είναι προφανές ότι το επιχείρημα αυτό δένει αρμονικά με την δημοσιογραφικά διαδεδομένη αντίληψη περί «διαλύσεως των ΕΕΔ» το 1974, εντύπωση που επιτάθηκε δραματικά από την αποτυχημένη «γενική επιστράτευση» του Ιουλίου του 1974. Ποια ήταν, όμως, πραγματικά η στρατιωτική κατάσταση το καλοκαίρι 1974; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη, και φυσικά ο συντάκτης δεν δίνει κάποια τεκμηριωμένη ή, έστω, στοιχειωδώς συγκροτημένη απάντηση. Αρκείται στους ισχυρισμούς των αρχηγών στη σύσκεψη της 12ης Αυγούστου 1974, που όμως εμφανώς δεν είναι «αθώοι», και στη γενική εντύπωση της «διαλύσεως» για να δώσει μία τελεσίδικη απάντηση και, ως συνήθως στο κείμενό του, ο αντίπαλος, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, λείπει από την εικόνα.

Σε πολύ γενικές γραμμές, η στρατιωτική κατάσταση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το καλοκαίρι του 1974 είχε ως εξής: Ο Ελληνικός Στρατός έχει περίπου το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού και εκπαίδευσης με τον Τουρκικό Στρατό, χωρίς κάποιο στοιχείο που να διαφοροποιεί εμφανώς τις δύο δυνάμεις. Το μόνο πρόβλημα του ΕΣ το 1974 είναι ότι εξ αιτίας της δικτατορίας, η ιεραρχία και η πειθαρχία έχουν, ατύπως αλλά ουσιωδώς, διασαλευτεί σε αρκετές μονάδες, με ιωαννιδικούς «λοχαγούς» να φέρονται ως «καπετάνιοι» που παρακάμπτουν διοικητές και ανωτέρους. Το πρόβλημα αυτό είναι οξύ, ασφαλώς, στις 20 Ιουλίου, αλλά είναι το είδος του προβλήματος που με την «αποχώρηση» Ιωαννίδη, σε έναν οργανισμό όπως ο στρατός, καταστέλλεται εύκολα, εφ’ όσον η φυσική ηγεσία το έχει αποφασίσει. Επιπλέον, είναι το είδος του προβλήματος που επιδρά διαβρωτικά στην ικανότητα και την επίδοση του στρατού σε μακρά περίοδο, όμως σε περίοδο εχθροπραξιών το πρόβλημα αυτό απλά δεν τίθεται. Κι αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που ουδείς επικαλέστηκε το ζήτημα αυτό ως «δικαιολογία». Το Πολεμικό Ναυτικό ήταν σαφώς σε καλύτερη θέση από πλευράς μέσων έναντι του Τουρκικού Ναυτικού, εξ αιτίας των εξοπλισμών που είχαν μόλις προηγηθεί, και είχαν προσθέσει στο οπλοστάσιό του μέσα ή και κατηγορίες μέσων (υποβρύχια και πυραυλάκατοι) τα οποία ήταν άγνωστα στο Τουρκικό Ναυτικό. Επιπλέον, το ΠΝ είχε μία μακρά, έμπρακτη, παράδοση επαγγελματικής ανωτερότητας έναντι του αντιπάλου του. Το Κίνημα του Ναυτικού, έναν χρόνο νωρίτερα, δεν είχε επιφέρει κάποια ουσιώδη φθορά στην επιχειρησιακή ισχύ του ΠΝ, λόγω της περιορισμένης του έκτασης. Εν όψει αυτών των δεδομένων, η εκτίμηση περί «υστέρησης του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού έναντι του Τουρκικού, αριθμητικά και γεωγραφικά, λόγω της φύσεως του χώρου τον οποίον καλείται να καλύψει και να υπερασπιστεί» είναι πραγματικά «αξιοπερίεργη». Και είναι πιο «αξιοπερίεργη» όταν λαμβάνονται υπ’ όψιν τα «γεωγραφικά δεδομένα» και η «φύση του χώρου τον οποίον καλείται να καλύψει». Τα «αξιοπερίεργα» εν προκειμένω είναι δύο διαφορετικά: Το πρώτο είναι το πώς είναι δυνατόν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που επαιρόταν ότι είχε αντίληψη των στρατιωτικών πραγμάτων, να δέχτηκε τις απίστευτες αυτές ανοησίες ως εκτίμηση καταστάσεως, και δεν προέβη σε άμεση αντικατάσταση των αξιωματικών που προφανέστατα αδυνατούσαν (ή δεν είχαν πρόθεση) να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Το δεύτερο αξιοπερίεργο είναι το πώς είναι δυνατόν, εν έτει 2019, ο κ. Βρεττός να παραθέτει τις ανοησίες αυτές ως σοβαρή εκτίμηση καταστάσεως.

Σε ό,τι, δε, αφορά την ΠΑ, τα περί της σχετικής ισχύος έχουν αναλυθεί ανωτέρω.

Προφανώς, μένει η εντύπωση της αποτυχημένης «Γενικής Επιστράτευσης» του 1974, ενός γεγονότος που έδωσε την εικόνα διαλύσεως για τον ΕΣ, εικόνα που έβρισκε ανταπόκριση στη γενικευμένη δυσφορία της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού για τη χούντα, και δικαιολογούσε βολικά την απόφαση για μη εμπλοκή στην Κύπρο. Όπως όμως γνωρίζουν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η αποτυχημένη «γενική επιστράτευση» του 1974 ήταν μία φαινομενική, μόνον, αποτυχία. Ο Ιωαννίδης, άγνωστο (και τελικά αδιάφορο) για ποιους λόγους, διέταξε και επέβαλε στους αρχηγούς των όπλων κάτι που… δεν υφίσταται, ούτε υφίστατο, ως έννοια ή ως σχέδιο. Ο Ελληνικός Στρατός, ούτε το 1974, ούτε πριν -τουλάχιστον μεταπολεμικά-, ούτε μετά και μέχρι σήμερα, είχε ποτέ σχεδιασμό για «γενική επιστράτευση» όπως αυτή που διαλαλήθηκε από τα ραδιόφωνα το καλοκαίρι του 1974. Η επιστράτευση είναι μία διαδικασία που αφορά πολλούς αλλά συγκεκριμένους επιστράτους και που διεξάγεται γρήγορα αλλά σταδιακά. Αυτό που «απέτυχε» το 1974 ήταν η έμπνευση του Ιωαννίδη και όχι η επιστράτευση του ΕΣ. Αντιθέτως, η «κανονική» επιστράτευση διεξήχθη λίγο-πολύ κανονικά, ή τουλάχιστον όσο «κανονικά» διεξάγεται επιστράτευση μεταπολεμικά και μέχρι σήμερα, μιας και η επιστράτευση δεν φαίνεται να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για τον ΕΣ.

Το γεγονός όμως που εντυπωσιάζει στην επίκληση της υστέρησης της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος έναντι της Τουρκικής το 1974 δεν είναι απλώς η εκτίμησή του περί της σχετικής στρατιωτικής ισορροπίας γενικά. Ο ισχυρισμός είναι ότι η Ελλάς «δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε και να διεξαγάγει πόλεμο και στην Κύπρο, και στην Ελλάδα», προφανώς σε περίπτωση που Ελληνική αεροπορική επέμβαση στην Κύπρο προκαλούσε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Εδώ έχουμε άλλη μία περίσταση όπου η πραγματικότητα αντιστρέφεται τελείως. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι το εξής: κατά την επαγγελματική άποψη του κυρίου Βρεττού, η Τουρκία, με την ελαφρά στρατιωτική υπεροχή που έχει ποσοτικά, και η οποία έχει εμπλακεί σε μία μείζονα επιχείρηση στην Κύπρο που έχει απορροφήσει σημαντικό μέρος από τις αεροπορικές και σχεδόν το σύνολο των ναυτικών της δυνάμεων, και έχει προφανώς απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος του διοικητικού δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεών της (με απλά λόγια: έχει ένα θέατρο επιχειρήσεων ανοικτό, με ό,τι αυτό σημαίνει για διοίκηση, διοικητική μέριμνα κ.λπ.), θα επέλεγε να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο εναντίον ενός ισχυρού αντιπάλου, σε ένα τελείως διαφορετικό θέατρο επιχειρήσεων; Θα επέλεγε, π.χ. να αντιμετωπίσει την ΠΑ (για την οποία ο κ. Βρεττός θεωρούσε την απώλεια 12 F-84F απαγορευτική) με τη μισή της σχεδόν δύναμη προσανατολισμένη στην Κύπρο, και ανίκανη να συμμετάσχει σε μία σύρραξη στο Αιγαίο; Θα επέλεγε η Τουρκία να αρχίσει εχθροπραξίες στο Αιγαίο με το Ναυτικό της δεσμευμένο στην περιοχή μεταξύ Νότιας Μικρασίας και Κύπρου, και πέριξ αυτής; (Στην Αλικαρνασσό είχε δημιουργηθεί πανικός από τη φήμη ότι αποβιβάζονται οι Έλληνες, και το Τουρκικό Γενικό Επιτελείο είχε την εύλογη άποψη ότι έχει αρκετό βάθος ώστε να μπορέσει, τελικά, να απορροφήσει μία ελληνική ενέργεια. Αυτός ήταν ο -εύλογος, αν όχι προφανής- τρόπος σκέψης στις ΤΕΔ το καλοκαίρι του 1974. Πάμε στην Κύπρο με την -περίπου εγγύηση- ότι οι Έλληνες δεν θα αντιδράσουν εκεί, και ως προς το Αιγαίο και τη Θράκη… εάν, εν πάση περιπτώσει μας επιτεθούν, κάπως θα το αντιμετωπίσουμε). Αυτές είναι οι προφανείς σκέψεις για κάποιον στρατηγικώς  συγκροτημένο άνθρωπο: ότι έχω διασπάσει τις δυνάμεις μου, έχω ρίξει το μείζον των δυνάμεών μου εναντίον του αδυνάτου σημείου του αντιπάλου (Κύπρος), κι ανησυχώ μήπως το ισχυρό του αντιπάλου επιλέξει να με προσβάλει εκεί που εγώ έχω ως πρόθεση να τηρήσω αμυντική στάση. Αντ’ αυτού, ο φόβος του αντιπτεράρχου Παπανικολάου του 1974 ήταν… μην προκαλέσει την Τουρκία, κι αυτή επιτεθεί στη Θράκη ή στο Αιγαίο!… Και τον φόβο αυτόν, εν έτει 2019, ο αντιπτέραρχος Βρεττός τον συμμερίζεται…

4.4. Τα «Πολιτικά» Επιχειρήματα

Τα πλέον σουρεαλιστικά επιχειρήματα του κ. Βρεττού εμφανίζονται όταν αυτός εγκαταλείπει το καθαρά στρατιωτικό πεδίο και υπεισέρχεται στο πολιτικό. Εκεί, για να είμαστε δίκαιοι, ο κ. Βρεττός απλώς επαναλαμβάνει τρία προκλητικά επιχειρήματα που έχουν ακουστεί κατά κόρον από το 1974 προκειμένου να δικαιολογήσουν τη στάση της Ελλάδας στο Κυπριακό κατά το καλοκαίρι του 1974.

Κατά τον συντάκτη, μία Ελληνική «στρατιωτική επέμβαση» στην Κύπρο θα οδηγούσε σε Ελληνοτουρκικό Πόλεμο. Το προφανές -αν και υπόρρητο- συμπέρασμα είναι ότι, συνεπώς, καλώς αποφεύχθηκε. Αν παραβλέψουμε το φαιδρό του να τεκμηριώνει ο κ. Βρεττός τον ισχυρισμό αυτόν με απόδειξη τη σχετική αναφορά του διοικητή του ΓΕΕΦ (μετά το πραξικόπημα) υποστρατήγου Καραγιάννη[xiv], καθώς και του… αντιπτεράρχου Παπανικολάου στην «Απόρρητη Έκθεση «Επί Ενισχύσεως [..]»[xv], δηλαδή τις αναφορές των πλέον αναρμοδίων προσώπων για να προβούν σε εκτίμηση σχετικά με το θέμα (και στην περίπτωση Παπανικολάου, τουλάχιστον υπόπτων), μας μένει η ουσία του επιχειρήματος. Η ουσία, λοιπόν, του επιχειρήματος είναι ότι εφ’ όσον η Τουρκία εισέβαλε παρανόμως στην Κύπρο, της οποίας εγγυήτρια δύναμη είναι η Ελλάδα και η οποία είναι de facto ελληνικός χώρος, και αφού η Τουρκία προσέβαλε (με την έναρξη των επιχειρήσεων) τις στρατιωτικές δυνάμεις του Ελληνικού Κράτους, βομβαρδίζοντάς τις σφοδρά, και όσο η Τουρκία προβαίνει σε μεγάλης εκτάσεως, συστηματικά εγκλήματα πολέμου στην Κύπρο (και δεν αναφερόμαστε σε ανεξέλεγκτα στοιχεία των ΤΕΔ αλλά στη συστηματική τους, συγκροτημένη πολιτική), εάν η Ελλάς αντιδράσει στρατιωτικά στην Κύπρο, (προσοχή: όχι ευθέως έναντι της Τουρκίας, π.χ. στον Έβρο ή στο Αιγαίο, αλλά στον «μονωμένο» χώρο της Κύπρου), τότε… η Τουρκία μπορεί να παρεξηγηθεί και να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα. Το οποίο είναι βέβαια απευκταίο γεγονός, δεδομένου ότι η Τουρκία δεν επιτίθεται, δα, και στην ίδια την επικράτεια του Ελληνικού Κράτους, αλλά στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αναρωτιέται κανείς πόσο θράσος πρέπει να διακατέχεται για να διατυπώνει έναν τέτοιον συλλογισμό. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι εάν πολλοί διατυπώσουν, με την ίδια φυσικότητα και το ίδιο θράσος, τον ίδιον εξωφρενικό ισχυρισμό, ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται να γίνεται πιο… εύλογος, ακόμη και να αποκτά νομιμοποίηση.

Για να κατανοήσει κανείς το θράσος του συλλογισμού αυτού, είναι σκόπιμο να εξετάσει την «αντίστροφη» εκδοχή του. Η Τουρκία το θέρος του 1974 ετοιμάζεται να εισβάλλει στην Κύπρο, με πρόσχημα το πραξικόπημα Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου. Ας εξετάσουμε έναν ενδεχόμενο προβληματισμό των Τούρκων το 1974:

«Έχουμε πρόθεση να εισβάλουμε στην Κύπρο. Η Κύπρος είναι ένα κατά βάσιν ελληνικό νησί, στο οποίο έχουμε μία κοινότητα της τάξεως του 20%. Ο στρατός της Κύπρου,  επανδρώνεται σε σημαντικό βαθμό από Ελλαδίτες. Επίσης, στην Κύπρο υπάρχουν αμιγώς Ελλαδικές στρατιωτικές δυνάμεις που ανήκουν επίσημα στο Ελληνικό Κράτος. Εμείς θα εισβάλλουμε στο νησί αυτό, θα καταλάβουμε το 40% της επικράτειάς του, θα διώξουμε τους Έλληνες από το έδαφος αυτό, θα βομβαρδίσουμε ανηλεώς τις Ελλαδικές στρατιωτικές δυνάμεις και θα εμπλακούμε σε σκληρές μάχες με την Εθνική Φρουρά.

Μήπως η Ελλάς μας κηρύξει πόλεμο μετά από όλα αυτά;…

Ή, εν πάση περιπτώσει, μήπως η Ελλάς επέμβει κι αυτή -κάπως, όπως κρίνει ότι τη βολεύει- στην Κύπρο, όταν εμείς θα κάνουμε όλα τα ανωτέρω;…»

Αυτός είναι ένας εύλογος συλλογισμός και μία λογική ανησυχία για κάποιον που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να έρθει σε ανοικτή κι ευθεία σύγκρουση με έναν αντίπαλό του, έστω κι αν επιλέξει ένα «οριοθετημένο» μέτωπο για να το πράξει. Αυτός, λοιπόν, ο συλλογισμός, κατά το πρώτο σκέλος του («μήπως η Ελλάς μας κηρύξει πόλεμο μετά από όλα αυτά;…») δεν απασχόλησε την Τουρκία παρά ελάχιστα. Αυτό μπορεί να συνέβη είτε επειδή είχε διαβεβαιώσεις ότι δεν θα συμβεί αυτό, ίσως απλά επειδή, έχοντας στοιχειώδη λογική, συναισθάνονταν ότι δεν θα μπορούσε και «να χρωστάει» και να … «ζητήσει και το βόδι». Κατά το δεύτερο σκέλος του, ήταν η βασική ανησυχία της Τουρκίας κατά τη διάρκεια του Αττίλα Ι, και λιγότερο του Αττίλα ΙΙ, πάντως χωρίς ποτέ, ευλόγως, να εξετάσει την εκ μέρους της κήρυξη πολέμου ως… λύση στο πρόβλημα της επιχείρησης στην Κύπρο. Οι λόγοι είναι μάλλον προφανείς σε οποιονδήποτε σκέφτεται με στοιχειώδη λογική: Από στρατιωτικής απόψεως, η Τουρκία είχε σε εξέλιξη μία μείζονα επιχείρηση σε ένα λίγο-πολύ απομονωμένο θέατρο επιχειρήσεων, που είχε κατ’ ουσίαν απορροφήσει το μείζον μέρος των αεροπορικών της και σχεδόν το σύνολο των ναυτικών της δυνάμεων και προφανώς το σύνολο των μέσων διοικήσεως ελέγχου και πληροφοριών. Το να εμπλακεί σε ένα άλλο θέατρο επιχειρήσεων, θα ήταν η πλέον… παράδοξη στρατηγικά αντίδραση. Από πολιτικής απόψεως, η κατάσταση ήταν για την Τουρκία πολύ πιο δύσκολη. Στην πραγματικότητα, η όλη συμπαιγνία ΗΠΑ-Τουρκίας κατά το καλοκαίρι του 1974 αποσκοπούσε στο να δοθεί ελευθερία κινήσεων στην Τουρκία στο θέατρο επιχειρήσεων της Κύπρου, αφ’ ενός χωρίς να επέμβει η Ελλάς στην Κύπρο, αφ’ ετέρου χωρίς να προκύψει γενικότερη εμπλοκή στο νοτιοανατολικό σκέλος του ΝΑΤΟ (εν μέσω Ψυχρού Πολέμου), το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο την ενότητα του ΝΑΤΟ. Με απλά λόγια, όπως είναι εύλογο κι όπως πλέον γνωρίζουμε ιστορικά, ΗΠΑ και Τουρκία θεωρούσαν ότι η ενέργεια στην οποία προέβαινε η τελευταία θα προκαλούσε την εύλογη αντίδραση της Ελλάδας, με βεβαιότητα στην Κύπρο -κάτι που έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ίδια την τουρκική επιχείρηση εκεί- και, ενδεχομένως και σε όλη τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, όταν η Ελλάς θα επιχειρούσε να κάνει το αυτονόητο, δηλαδή να υπερασπιστεί τον εθνικό της χώρο, πράγμα που θα απέβαινε καταστροφικό για το ΝΑΤΟ -και τα συμφέροντα των ΗΠΑ εδώ. Περιέργως, ο συντάκτης, και όχι μόνον αυτός άλλωστε, επιδιώκει να αντιστρέψει την πραγματικότητα, και δεν το επιδιώκει, καν, «ταχυδακτυλουργικά» αλλά με χονδροειδείς παραλογισμούς.

Ακριβώς στην αντιστροφή αυτή επιτείνει ο κ. Βρεττός με το επόμενο «πολιτικό» επιχείρημα: δεν ήταν πολιτικά σκόπιμο να επέμβει η Ελλάδα στην Κύπρο, διότι «ο επιτιθέμενος κατά κανόνα επισύρει τη διεθνή κατακραυγή», και, συνεπώς, «η κήρυξη πολέμου στην Τουρκία θα καταδίκαζε διπλωματικά την Ελλάδα». Ενώ λοιπόν η Τουρκία εισβάλλει απροσχημάτιστα στην Κύπρο, εάν η Ελλάδα προστρέξει προς βοήθειά της, καθίσταται αυτή επιτιθέμενη. Ή, εάν προστρέξει προς βοήθειά της, και η Τουρκία, προκειμένου να διευκολυνθεί στρατιωτικά, επιτεθεί στην Ελλάδα, (γιατί αυτό είναι το μόνο ενδεχόμενο που εξετάζει κι ο κ. Βρεττός), και πάλι… η Ελλάδα είναι επιτιθέμενη. Γιατί όχι και ιμπεριαλιστική δύναμη, θα προσθέταμε εμείς.

Τα πολιτικά επιχειρήματα καταλήγουν, όμως, στο εξής επιχείρημα-σκεπτικό, το οποίο είναι σκόπιμο να παρατεθεί ολόκληρο:

Η άποψη ότι «πολεμάς με ό,τι έχεις, είναι σωστή όταν αναφέρεσαι στην Πατρίδα σου, αλλά το 1974, η Κύπρος βρισκόταν μακράν της Ελλάδος τόσο με όρους γεωγραφικούς όσο -και χειρότερα- πολιτικούς, και είχε απομακρυνθεί από την ιδέα της Ένωσης. Ακολουθούσε ανεξάρτητη, δική της πολιτική.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πως αυτή η θέση και πεποίθηση είναι που στηρίζει όλο το κείμενο, πως το άρθρο αποτελεί απλό «αναλυτικό» πρόσχημα για να διατυπωθεί η παραπάνω θέση, καθώς άνευ της θέσεως αυτής -της πεποιθήσεως αυτής, μάλλον- το όλο κείμενο αποτελεί ένα καταγέλαστο ανέκδοτο.

Έτσι λοιπόν, κατά τον κ. Βρεττό, η Κύπρος το 1974 «δεν ήταν πλέον Πατρίδα του». Κι αυτό, επειδή ο Μακάριος και οι οπαδοί του είχαν ακολουθήσει μία ορισμένη πολιτική, η οποία «είχε απομακρυνθεί από την ιδέα της Ενώσεως». Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, προφανώς, το ότι υπήρχαν λόγοι τακτικής -τους οποίους δεν τους συμμερίζονταν μόνον Κύπριοι αλλά και Ελλαδίτες, και μάλιστα πολύ οξυδερκέστεροι και εμβριθέστεροι επί του θέματος -ας αναφέρουμε ενδεικτικά τον πρέσβη Γεώργιο Σεφέρη- που υποστήριζαν ότι επιδίωξη της Ενώσεως κατά τη φάση εκείνη θα ενείχε οξύτατο κίνδυνο διχοτόμησης. Ούτε, φυσικά, έχει σημασία, το ότι ελάχιστα λιγότεροι από τη συγκυριακή πλειοψηφία των Μακαριακών ήταν η μεγάλη μειοψηφία των φανατικά Ενωτικών. Η Πατρίδα για τον κ. Βρεττό δεν είναι το όμαιμον, το όμογλωσσον, το ομόθρησκον και ομότροπον, δεν είναι τα Φυλακισμένα Μνήματα ούτε η Μονή του Μαχαιρά, δεν είναι ούτε ο Ευαγόρας ούτε η Μαρία η Συγκλητική, δεν είναι ούτε ο Αυξεντίου ούτε ο Παλληκαρίδης,  δεν είναι το Λιμανάκι της Κερύνειας ούτε η Πέτρα του Ρωμιού. Η Πατρίδα για τον κ. Βρεττό είναι η στρογγυλή σφραγίδα, κι εφ’ όσον αυτή είχε άλλη παράσταση από αυτή της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν είναι για τα Phantom μας. Βέβαια, τυγχάνει ο Αρχηγός του στρατού της Κύπρου να ήταν και να είναι Ελλαδίτης στρατηγός, τυγχάνει μεγάλο μέρος της ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς να ήταν Ελλαδίτες ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί, στελέχη του Ελληνικού Στρατού, τυγχάνει ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς να ήταν αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού, τυγχάνει στην Κύπρο να υπήρχε ένα ενισχυμένο Σύνταγμα του Ελληνικού Στρατού ως άμεση, επί τόπου εγγύηση της ασφάλειας της Κύπρου, αλλά όλα αυτά, κατά τον κ. Βρεττό δεν αφορούσαν την Πατρίδα μας· αφορούσαν μία ξένη Χώρα. Όλοι αυτοί βρέθηκαν εκεί στο πλαίσιο κάποιας διμερούς εμπορικής συμφωνίας, δεν ήταν δα και για πόλεμο! Κι αν, εν πάση περιπτώσει, αυτοί ήταν, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, υπεύθυνοι για την αποδιάρθρωση της άμυνας της Κύπρου με τη διενέργεια πραξικοπήματος που άνοιξε την πόρτα στον Αττίλα, ε, τι να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά. Δεν θα πάμε και σε πόλεμο για κάτι τέτοιες ψιλοπαρεξηγήσεις. Ή, όπως «ιδιοφυώς» είπε κι ο Μπονάνος το πρωί της 20ης Ιουλίου, σε μία από τις πλέον επαίσχυντες φράσεις που έχει βγει από το στόμα αξιωματικού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων: «Η Τουρκία επιτίθεται στην Κύπρο – αλλά εμείς είμαστε Ελλάς!»

Το 1974, και έκτοτε προφανώς, η Κύπρος δεν είναι Πατρίδα του κ. Βρεττού. Παρ’ όλα αυτά, λέει παρακάτω, εάν κριθεί απαραίτητο, η ΠΑ είναι σε θέση να συνδράμει την Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως οι ΕΕΔ έκαναν αποστολές στη Βοσνία, στο Αφγανιστάν και στη Σομαλία, φαντάζεται κανείς. Ή, επειδή πλέον η Κύπρος έχει πλησιάσει πάλι γεωγραφικά την κυρίως Ελλάδα.

Πέραν της ιδιαίτερα ελαστικής αντίληψης περί Πατρίδας που η θέση αυτή φανερώνει, έχει και μία άλλη, εξ ίσου βαθιά αθλιότητα: Το 1974, ακόμη κι αν «με όρους γεωγραφικούς όσο -και χειρότερα- πολιτικούς» δεν ήταν Πατρίδα του κ. Βρεττού, στην Κύπρο βρισκόταν ένα ενισχυμένο Σύνταγμα του Ελληνικού Στρατού, και ένας μεγάλος αριθμός στελεχών του Ελληνικού Στρατού, ένα απόσπασμα του Πολεμικού Ναυτικού. Αυτοί βρισκόταν εκεί κατόπιν επίσημης εντολής της Πατρίδας (ακόμη και όπως την αντιλαμβάνεται ο κ. Βρεττός). Αυτοί, το 1974 είχαν εμπλακεί -στο πλαίσιο της εντολής της Πατρίδας τους (ακόμη και όπως την αντιλαμβάνεται ο συντάκτης) σε πόλεμο με τους Τούρκους, δέχονταν σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις από τους Τούρκους, μάχονταν και σκοτώνονταν σε σφοδρές εχθροπραξίες με τους Τούρκους. Αυτούς τους συμπατριώτες του (ακόμη και με την έννοια που την αντιλαμβάνεται ο κ. Βρεττός) και συναδέλφους του, ο κ. αντιπτέραρχος δεν θεωρεί ότι ήταν υποχρέωση της Ελλάδας και των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να τους συνδράμουν αφού τους διέταξαν να μπούνε στη φωτιά; «Λυπάμαι, ατυχήσατε.» είναι η θέση του κ. Βρεττού. Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των εν ενεργεία σήμερα συναδέλφων του.

5. Ήταν δυνατή η αεροπορική επέμβαση στην Κύπρο το 1974;

Μιας και στο εξεταζόμενο άρθρο το ερώτημα οριοθετείται από «τεχνικής»-επιχειρησιακής απόψεως, ασχέτως εάν στις προσχηματικές δικαιολογίες για να δοθεί αρνητική απάντηση, συμφύρονται και πολιτικά επιχειρήματα κενά περιεχομένου, είναι χρήσιμο να διατυπωθεί κατά τρόπο σαφέστερο και αναλυτικότερο:

Στις 20 Ιουλίου του 1974, η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο με μία επιχείρηση που περιλάμβανε τον βομβαρδισμό ελληνικών στρατιωτικών στόχων, την απόβαση μίας δύναμης στην περιοχή της Κηρύνειας και την εγκατάσταση εκεί ενός ευρέος προγεφυρώματος, τη διενέργεια αεραπόβασης (από αέρος ενίσχυσης είναι μάλλον ακριβέστερο) στον μεγαλύτερο τουρκικό θύλακα της Κύπρου, τον θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας-Κιόνελι, και τη συνένωση του προγεφυρώματος της Κυρήνειας με τον θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας-Κιόνελι μέσω της διάβασης του Αγίου Ιλαρίωνα. Αυτός είναι ο γνωστός «Αττίλας Ι», μία επιχείρηση που διήρκεσε τρεις ημέρες. Εν συνεχεία, και για τρεις περίπου εβδομάδες, επικράτησε μία κατάσταση «ανακωχής» κατά την οποία η Τουρκία ενίσχυσε εντατικά τις δυνάμεις της και κατά τόπους διεύρυνε το προγεφύρωμά της κατά παράβαση της ανακωχής. Τέλος, στο τριήμερο 14-16 Αυγούστου, με μία μεγάλη επιχείρηση, οι τουρκικές δυνάμεις διεύρυναν το προγεφύρωμα με ευρείες επιθετικές επιχειρήσεις και με την έντονη υποστήριξη της Τουρκικής Αεροπορίας, καταλαμβάνοντας τα μέχρι σήμερα κατεχόμενα εδάφη. Αυτός είναι ο γνωστός «Αττίλας ΙΙ», και η ενότητα «Αττίλα Ι», εκεχειρίας και «Αττίλα ΙΙ» είναι που συνιστούν τα γεγονότα της Κύπρου τον καλοκαίρι του 1974.

Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται, σε ότι αφορά την Πολεμική Αεροπορία, είναι το εξής: ΕΑΝ υπήρχε σχετική πολιτική οδηγία και απαίτηση προς τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να βοηθήσουν ενεργά την άμυνα της Κύπρου κατά τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974, θα μπορούσε η Πολεμική Αεροπορία να λάβει μέρος σε ένα τέτοιο επιχειρησιακό εγχείρημα ή όχι; Και μάλιστα, υπό τα δεδομένα της γενικής στρατιωτικής ισορροπίας των δύο πλευρών, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί προηγουμένως; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται, και όχι εάν ήταν εφικτή η μία ή η άλλη σπασμωδική ενέργεια που διαμορφωνόταν ως πρόταση (ή πρόσχημα) από την τότε στρατιωτική ηγεσία.

Η απάντηση, λοιπόν, δεν είναι δύσκολη. Είναι προφανές ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την αεροπορική κυριαρχία πάνω από την Κύπρο, ούτε θαλάσσια κυριαρχία γύρω από αυτήν. Κατά τον Αττίλα Ι υπήρξε, ούτως ή άλλος, τέτοιας έκτασης στρατηγικός αιφνιδιασμός, που δεν προλάβαινε να οργανωθεί μείζων επιχείρηση, ενώ και κατά τον Αττίλα ΙΙ, θα ήταν στρατηγικά άφρον να διακινδυνεύσει η Ελλάς χωρίς σημαντική προετοιμασία το μείζον της αεροπορικής και της ναυτικής της ισχύος σε μία σύγκρουση που θα γινόταν σε χώρο που είχε επιλέξει και ευνοούσε την Τουρκία. Η προφανής αντίδραση σε αυτές τις περιπτώσεις, ιστορικά, είναι η αντίδραση του αδυνάμου: η τακτική της αεροπορικής και ναυτικής άρνησης, δηλαδή η προσπάθεια να εμποδιστεί ο αντίπαλος να κυριαρχήσει στην περιοχή που επέλεξε να ενεργήσει. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, από συγκυρία, το καλοκαίρι του 1974 είναι ιδανικά προετοιμασμένες να επιτύχουν κάτι τέτοιο, καθώς διαθέτουν μικρούς αλλά ισχυρότατους πυρήνες τεχνολογικής και επιχειρησιακής υπεροχής οι οποίοι, μάλιστα, είναι ιδανικοί για τον ρόλο της άρνησης -σε εκείνη τη στιγμή και σε εκείνη την περίσταση- και για τους οποίους δεν υφίσταται κανένα κώλυμα «ειδικής φύσεως». Οι δυνάμεις αυτές είναι, προφανώς, από ναυτικής πλευράς, τα υποβρύχια κλάσης 209/1100 και από αεροπορικής πλευράς η 339 Μοίρα «Αίας» (η «ειδική» ενισχυμένη μορφή εκείνης της στιγμής).

Με τα μέσα αυτά, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε θέση να κλονίσουν αποφασιστικά μία βασική βεβαιότητα και προϋπόθεση της τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης: ότι αυτή θα διεξαχθεί ανενόχλητη από στρατιωτική παρέμβαση εκτός Κύπρου, και ειδικότερα: ότι οι χερσαίες δυνάμεις θα διεκπεραιωθούν δια θαλάσσης με ασφάλεια στην Κύπρο, ότι θα ενεργήσουν με -ανενόχλητη- εντατική αεροπορική υποστήριξη, και ότι δεν θα υποστούν οι ίδιες αεροπορικές επιθέσεις από τον αντίπαλο. Αυτές ήταν οι απολύτως ουσιώδεις στρατιωτικές προϋποθέσεις κατά τον Αττίλα Ι, τις οποίες οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν ασφαλώς σε θέση να κλονίσουν, ΕΦ’ ΟΣΟΝ ΕΊΧΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Πολεμική Αεροπορία, αφ’ ενός η -εφ’ άπαξ- αποστολή από F-84F θα κλόνιζε την τουρκική επιχειρησιακή «ασυδοσία», κι αυτό σε μία ιδιαίτερα λεπτή φάση της επιχείρησής τους, θα αποσπούσε αεροπορικής δυνάμεις που πίεζαν αφόρητα την Εθνική Φρουρά και θα τόνωναν αποφασιστικά το κλονισμένο ηθικό των δυνάμεων στην Κύπρο – εν πολλοίς κλονισμένο και από την αεροπορική ασυδοσία της Τουρκικής Αεροπορίας και την αίσθηση εγκατάλειψης από την Ελλάδα, κυρίως στον αεροπορικό τομέα. Μία τέτοια αποστολή, δεδομένου ότι θα εκτελούταν εφ’ άπαξ, προφανώς είχε και τα όρια της επιρροής επιχειρησιακής της επιρροής, αν και τα όρια της πολιτικής της επιρροής ήταν, προφανώς, πολύ μεγαλύτερα.

Ακόμη σημαντικότερη από την αποστολή των F-84-F θα ήταν η εμπλοκή της 339 Μοίρας στην Κύπρο. Με αυτό το επιχειρησιακό εργαλείο, η Πολεμική Αεροπορία διέθετε κάτι στο οποίο η Τουρκική Αεροπορία απλούστατα αδυνατούσε να αντιδράσει. Η Πολεμική Αεροπορία είχε κάθε δυνατότητα και ευχέρεια να εκτελεί αποστολές βομβαρδισμού στην Κύπρο (και φυσικά όχι απλώς την μία και μοναδική, που τεχνηέντως αναφέρεται πάντοτε), στον ρυθμό, με τον χρόνο και με τους στόχους που αυτή επέλεγε, χωρίς η Τουρκική Αεροπορία να είναι σε θέση να αντιδρά. Επιπλέον, η αναπόφευκτη προσπάθεια της Τουρκικής Αεροπορίας να αναχαιτίσει τα αεροσκάφη της 339 Μοίρας στον μεταξύ Κρήτης και Κύπρου χώρο, θα οδηγούσε μαθηματικά σε τέτοιες τουρκικές απώλειες που θα έθεταν σε αμφισβήτηση την ίδια την διάθεση της ΤΑ να συνεχίσει την επιχείρηση στην Κύπρο συνολικά. Κατά τη φάση του Αττίλα Ι, οι στόχοι ευκαιρίας ήταν τόσοι πολλοί, μεγάλοι και γεωγραφικά συγκεντρωμένοι (ενδεικτικά, στην περιοχή Κυρήνειας) που αποστολές βομβαρδισμού θα είχαν κρίσιμες επιπτώσεις στην ίδια την αντικειμενική δυνατότητα του Τουρκικού Στρατού να συνεχίσει τις επιχειρήσεις, για να μην πούμε τίποτα για τη θέληση και το ηθικό.

Είναι προφανές ότι το μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, η στρατιωτική κατάσταση για την Ελλάδα είναι δύσκολη: τυπικά δεν μπορεί να παρενοχλήσει τη συνεχή ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο, (οι οποίες αλλάζουν δραματικά τη στρατιωτική κατάσταση στο νησί), και η ίδια δεν μπορεί να ενισχύσει κατά αντίστοιχο τρόπο την Κύπρο -αν και ασφαλώς μπορούσε να ενισχύσει ουσιωδώς τις χερσαίες της δυνάμεις – αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση. Εξ ίσου προφανές είναι ότι η συνέχιση των Τουρκικών επιχειρήσεων στην Κύπρο βασίζεται στη βεβαιότητα που η Τουρκική, και, εξ ίσου η Αμερικανική, πλευρά έχει αποκομίσει από την επιχείρηση του Αττίλα Ι, ότι η Ελλάς θα παραμείνει παθητικός θεατής σε περίπτωση εχθροπραξιών. Είναι αυτή, και μόνον αυτή η βεβαιότητα που επιτρέπει τη διεξαγωγή του Αττίλα ΙΙ. Τη βεβαιότητα αυτή η Ελληνική Κυβέρνηση είναι σε θέση να την κλονίσει κατά το μεσοδιάστημα, με απλή διακοίνωσή της, χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσει πώς και τι θα κάνει. Και την έμπρακτη δυνατότητα να παρέμβει στην Κύπρο δεν την παρέχουν οι θεατρινικές προετοιμασίες για αποστολή μεραρχίας, αλλά η δυνατότητα της 339 Μοίρας και των υποβρυχίων 209/1100 να παρέμβουν κατά βούληση και ατιμώρητα. Οι Τούρκοι (και οι Αμερικανοί) αντιλαμβάνονται πολύ καλά τη δυνατότητα αυτή, και παρακολουθούν προσεκτικά σημάδια που μπορεί να δείξουν προς μια τέτοια πρόθεση. Τέτοια σημάδια δεν έρχονται ποτέ. Αυτό μάλλον δεν αποτελεί έκπληξη – τουλάχιστον για τους Αμερικανούς. Πιο απλά: η αδράνεια κατά τον Αττίλα Ι και κατά το μεσοδιάστημα, έχει στρατηγική επίπτωση: ασχέτως της επίδρασης στον ίδιο τον Αττίλα Ι, είναι αυτή που επιτρέπει τον Αττίλα ΙΙ..

Σε τακτικό επίπεδο, μετά τον Αττίλα Ι η επανάληψη των εχθροπραξιών, αν δεν είναι βέβαιη, είναι πάντως ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Είναι προφανές ότι κατά τις τρεις εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι τον Αττίλα ΙΙ, η ΠΑ, ΕΦ’ ΟΣΟΝ ΤΗΣ ΕΙΧΕ ΖΗΤΗΘΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ, θα όφειλε να έχει λάβει μέριμνα για την αποτελεσματική δράση της σε επόμενο γύρο. Υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονταν, η εφ’ άπαξ αποστολή των F-84F θα ήταν, πλέον, μικρότερης σημασίας (αν και όχι άνευ αξίας). Παρέμενε, όμως, στο ακέραιο η δυνατότητα εμπλοκής της 339 Μοίρας. Το επιχειρησιακό πλαίσιο, βέβαια, θα ήταν πλέον διαφορετικό: ούτε μείζονες στόχοι ευκαιρίας υπήρχαν διάσπαρτοι σε πολύ περιορισμένη περιοχή, ούτε η τουρκική επιχείρηση ήταν, πλέον, σε τόσο επιχειρησιακά λεπτό στάδιο. Τι έμενε, υπό τις συνθήκες αυτές στις ΕΕΔ; Το μόνο που έμενε, πλέον, ήταν να προετοιμάσει την ενδεχόμενη δράση της 339 Μοίρας σε συνεργασία με τις χερσαίες δυνάμεις για την υποστήριξή τους σε συγκεκριμένες, ιδιαίτερες περιπτώσεις. Μία τέτοια απόφαση θα απαιτούσε την αποστολή ομάδων επαφής από τις Ελλαδικές ΔΒ στην Κύπρο, και την προσκόλλησή τους σε συγκεκριμένες μονάδες που είχαν τις πιο κρίσιμες αμυντικές αποστολές. Προφανώς το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, αλλά -ιδιαίτερα υπό πολεμικές συνθήκες- απολύτως εφικτό. Σε τρεις εβδομάδες, υπό πολεμική πίεση, είναι ένας αιώνας. Τι θα επετύγχανε έτσι η ΠΑ (και η Εθνική Φρουρά); Σε συγκεκριμένες, προφανώς κρίσιμες περιστάσεις, εκεί όπου εντοπίζονταν εγκαίρως μεγάλες τουρκικές συγκεντρώσεις (επειδή επέκειντο σημαντικές τουρκικές επιθέσεις), θα ήταν δυνατή η επέμβαση ελληνικών αεροσκαφών επ’ ωφελεία των χερσαίων δυνάμεων. Είναι απολύτως βέβαιο ότι τέτοιου είδους αντιδράσεις, ενώ ασφαλώς δεν θα αμφισβητούσαν τη συνολική χερσαία τουρκική υπεροχή στο νησί, θα καθιστούσαν τους -ούτως ή άλλως επιφυλακτικούς- Τούρκους, εξαιρετικά πιο επιφυλακτικούς και απρόθυμους για ευρείες επιθετικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, το ενδεχόμενο ουσιώδους ελληνικής εμπλοκής στην Κύπρο κατά τον Αττίλα ΙΙ, θα επιδρούσε καταλυτικά στους στρατηγικούς υπολογισμούς όλων των εμπλεκομένων μερών. Ειδικότερα, η Τουρκία θα έπρεπε να επιλέξει μεταξύ του να στραφεί άμεσα κατά της Ελλάδος, δηλαδή όχι στον οριοθετημένο χώρο της Κύπρου αλλά στο Αιγαίο, μια ενέργεια όμως που τίναζε στον αέρα τις συνολικές ισορροπίες της Ανατολικής  Μεσογείου, και την οποία θα έσπευδαν με τρόμο να αποτρέψουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, με πρώτους τους Αμερικανούς. Προφανώς όμως, οι Αμερικανοί ανακάλυψαν ότι ήταν πιο εύκολο το να αποτρέψουν τους Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς από το να υπερασπιστούν το εθνικό τους έδαφος…

6.  Ένα Πραγματικό (αντι)Παράδειγμα: Ο Πόλεμος των Νήσων Φώκλαντ/Μαλβίνων

Αν θέλει κανείς να ελέγξει τη σοβαρότητα των αναφερομένων από τον κ. Βρεττό για την Κύπρο, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, δεν έχει παρά να τα αντιπαραβάλει με την αντίδραση των Βρετανών στην κατάληψη των νήσων Μαλβίνων/Φώκλαντ από τους Αργεντινούς. Για λόγους έκτασης και μόνον, δεν θα αναφερθούν εδώ στα βασικά στρατιωτικά και πολιτικά δεδομένα τα οποία διείπαν τη σύγκρουση εκείνη. Δεν θα αναφερθούν οι… εξωφρενικές αποστολές βομβαρδισμού του διαδρόμου από/προσγείωσης του αεροδρομίου του Λιμένα Στάνλεϋ (αποστολές Black Buck 1 έως 7) από… ένα μοναδικό αρχαίο βομβαρδιστικό τύπου Vulcan που απογειωνόταν από τη Νήσο την Αναλήψεως (απόσταση από τον στόχο: 3.377,26 ν.μ.)· ίσως στο σημείο αυτό ο κ. Βρεττός, που θεωρεί ότι η εντατικά εκπαιδευμένη 339, με την αφρόκρεμα των χειριστών της ΠΑ της εποχής και με ένα αεροσκάφος που ήταν μια γενιά πιο προηγμένο από τις αρχαιότητες που πετούσαν πάνω από την Κύπρο, δεν έπρεπε να εμπλακεί -εν μέσω πολέμου- «μη κι έχει απώλειες») αρχίσει να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει «ιστορία, παράδοση και ικανότητα προσωπικού» για έναν οργανισμό, όταν δεν χρησιμοποιείται ως κούφια παρόλα σε δεκάρικους[xvi].

Μπορεί κανείς να περιοριστεί στην ίδια την διαδικασία της λήψης της απόφαση από τη Βρετανική Κυβέρνηση να ανακαταλάβει στρατιωτικώς τα δύο νησιά, που ήταν απλώς μία ξεχασμένη αποικία της, άνευ καμίας εθνικής ή στρατηγικής σημασίας, στην άκρη, κυριολεκτικά, του κόσμου. Η αποφασιστική σύσκεψη έλαβε χώρα το απόγευμα της 31ης Μαρτίου 1981, όταν είχε καταστεί σαφές ότι στις επόμενες ώρες οι Αργεντινοί θα καταλάμβαναν τα νησιά και οι εκεί βρετανικές δυνάμεις προφανώς θα αδυνατούσαν να αντιδράσουν. Αφού αρχικά οι περισσότεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί αρμόδιοι εισηγήθηκαν στην πρωθυπουργό της χώρας ότι πρέπει να διαπραγματευτούν με τους εισβολείς επειδή αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν στρατιωτικά την ενέργεια των Αργεντινών, παρενέβη, στο όριο της θεσμικής του αρμοδιότητας, ο Αρχηγός του Βρετανικού Ναυτικού Ναύαρχος Henry Leach (δηλ. ο αξιωματούχος αντίστοιχος του  Αραπάκη). Όπως περιγράφει ο ίδιος, και παραθέτει και η επίσημη βρετανική ιστορία του πολέμου:

[..] at one stage the Prime Minister asked me, ‘Supposing the Argentines do invade the Falklands, do you really think that we can recapture them?’ I replied that yes, I did think so, that it would be a high-risk venture. And there were all sorts of details that were discussed too, like the degree of air cover or the lack of it, and so forth. But to sum it up, my reaction was that yes, we could recapture, it would be a high-risk venture, but I then stuck my neck out (which was beyond my terms of reference really) and said, ‘And we should’. She was on to that like a hawk and said, ‘Why do you say that?’ so I said, ‘Because if we do not, if we muck around, if we pussyfoot, if we don’t move very fast and are not entirely successful, in a very few months’ time we shall be living in a different country whose word will count for little’. She gave me a very cold look and then cracked into a grin, because it was exactly, I think, what she wanted to hear.[xvii] [xviii]

(Μετάφραση: [..] σε κάποια φάση η Πρωθυπουργός με ρώτησε: «Αν υποθέσουμε ότι οι Αργεντινοί όντως εισβάλουν στα Φώκλαντ, πιστεύετε πραγματικά ότι μπορούμε να τα ανακαταλάβουμε;» Απάντησα πως ναι, το πιστεύω, και πως θα ήταν ένα πολύ επικίνδυνο εγχείρημα. Και υπήρχαν και ένα σωρό λεπτομέρειες που είχαν αναφερθεί, όπως ο βαθμός της αεροπορικής κάλυψης ή η απουσία τέτοιας κάλυψης, και ούτω καθεξής. Αλλά συνοψίζοντας, η αντίδρασή μου ήταν ότι ναι, μπορούσαμε να τα ανακαταλάβουμε, θα ήταν πολύ επικίνδυνο εγχείρημα, αλλά μετά αποτόλμησα (στην πραγματικότητα υπερβαίνοντας τη θεσμική μου αρμοδιότητα) και είπα: «Και πρέπει να τα ανακαταλάβουμε». Αυτό το άρπαξε σα γεράκι, και μου είπε «Γιατί το λέτε αυτό;» οπότε απάντησα: «Γιατί αν δεν το κάνουμε, αν χασομεράμε, αν υπεκφεύγουμε, αν δεν ενεργήσουμε πολύ γρήγορα και δεν είμαστε απολύτως επιτυχείς, σε πολύ λίγους μήνες θα ζούμε σε μία διαφορετική χώρα, που ο λόγος της θα έχει πολύ μικρή σημασία». Μου έριξε ένα πολύ κρύο βλέμμα, και μετά έσκασε ένα χαμόγελο, επειδή, νομίζω, ήταν αυτό ακριβώς, που ήθελε να ακούσει.)

Όποιος υποστηρίζει ότι «ο πόλεμος είναι μία πολύ σοβαρή υπόθεση για να εξετάζεται με συναισθηματισμούς, είναι χρήσιμο να γνωρίζει πώς έχουν διεξαχθεί οι πραγματικοί (και νικηφόροι) πόλεμοι.

7. Συμπέρασμα

Ο κ. Βρεττός έγραψε ένα άρθρο απροσδιορίστου θέματος και θέσεως. Είναι πολύ εύκολο να κατανοήσει κανείς ότι ο συντάκτης θεωρεί ότι η Ελλάδα καλώς δεν επενέβη στρατιωτικώς στην Κύπρο το 1974 για να ενισχύσει τις χειμαζόμενες ελληνικές δυνάμεις. Για τον σκοπό αυτόν, προβάλλει στρατιωτικούς λόγους οι οποίο είτε βασίζονται σε στοιχεία ανακριβή, είτε απλώς διαψεύδουν τους ισχυρισμούς του. Οι πολιτικοί λόγοι που προβάλλει είναι επιεικώς αξιοθρήνητοι, και τελικώς, καταλήγουν σε αυτό που εξ αρχής να διαφανεί στο όλο άρθρο: δεν έχουμε καμία υποχρέωση απέναντι στην Κύπρο, η Κύπρος δεν είναι Πατρίδα μας, άρα γιατί να θέσουμε τους εαυτούς μας σε κίνδυνο για κάποιους ξένους; Βέβαια, ακόμη και με αυτό το έσχατο επιχείρημα, δεν εξηγεί πως κρίνει με τόση άνεση ότι καλώς αφέθηκαν χωρίς υποστήριξη οι Ελλαδίτες συνάδελφοί του (συμπατριώτες του με βούλα γνησιότητας) οι οποίο βρέθηκαν στην Κύπρο σε διατεταγμένη υπηρεσία.

Τελικώς, τα πράγματα με το άρθρο του κ. Βρεττού είναι απλά: γράφτηκε ένα άρθρο προκειμένου να προστατευθεί η πολιτική μνήμη του «Εθνάρχη» Καραμανλή, και μάλιστα με αδιάσειστα «τεχνικά» επιχειρήματα. Αναπόφευκτα, τα «αδιάσειστα» τεχνικά επιχειρήματα ήταν εκείνα τα ίδια έωλα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι φυσικοί αυτουργοί της εγκατάλειψης της Κύπρου, η κατάπτυστη τριάδα Μπονάνου-Αραπάκη-Παπανικολάου. Και αναπόφευκτα καταλήγουν στο εμετικό «Οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς!» που εκστόμισε ο Μπονάνος στις 0500 της 20ης Ιουλίου 1974.

Το κείμενο του κ. Βρεττού μας λέει πολύ λίγα σχετικά με την υπόθεση της Κύπρου, μας λέει όμως αρκετά πράγματα για τον ίδιο.

8. Υστερόγραφο

Στην αρχή του κειμένου υπάρχει μία αφιέρωσή: το κείμενο αφιερώνεται στον ηρωικό Λοχαγό (ΜΧ) Σωτήριο Σταυριανάκο, που έπεσε μαχόμενος στις 16 Αυγούστου 1974 στο Ύψωμα Β’, στην περίμετρο του παλαιού στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λοχία Διονυσίου Πλέσσα, αυτός βλέποντας τις συνεχείς επιθέσεις του τουρκικού στρατού και τη συντριπτική υπεροχή των Τούρκων με άρματα και πολυάριθμο πεζικό, απευθύνθηκε στον Σταυριανάκο λέγοντάς του (αφήγηση του ιδίου):

«Δε μου λες, κύριε Λοχαγέ εμείς εδώ οι λίγοι, τι κάνουμε; Τι παριστάνουμε; Τους 300 του Λεωνίδα; Γιατί όσο και να αντέξουμε, όσο και να κρατήσουμε, σε κάποια στιγμή θα πέσουμε».

Ο Λοχαγός Σταυριανάκος απάντησε:

«Άκουσε να σου πω Λοχία. Είμαστε Έλληνες Στρατιώτες, εδώ είναι Ελλάδα και είμαστε υποχρεωμένοι να πέσουμε μέχρι ενός. Τα άρματα θα περάσουν από πάνω μας».

Λίγο αργότερα, σηκώθηκε από τη θέση μάχης που κατείχε για να εξουδετερώσει πολυβολητή επερχόμενου τουρκικού άρματος. Εκείνη τη στιγμή δέχτηκε βλήμα που τον φόνευσε.

Είναι χρήσιμο να αντιπαραβληθούν τα λόγια του Σταυριανάκου με το απόσπασμα του κειμένου:

Η άποψη ότι «πολεμάς με ό,τι έχεις, είναι σωστή όταν αναφέρεσαι στην Πατρίδα σου, αλλά το 1974, η Κύπρος βρισκόταν μακράν της Ελλάδος τόσο με όρους γεωγραφικούς όσο -και χειρότερα- πολιτικούς, και είχε απομακρυνθεί από την ιδέα της Ένωσης. Ακολουθούσε ανεξάρτητη, δική της πολιτική.

«Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται», όπως θα έλεγε κι ο ποιητής.

Υποσημειώσεις

[i] Υπό μία έννοια, η πρώτη αναφορά στο περιοδικό «Στρατηγικόν» εξ αιτίας του άρθρου Βρεττού είναι άδικη, δεδομένου ότι πρόκειται για αξιοσημείωτο περιοδικό, ακριβώς του είδους που δεν υφίσταται στην Ελλάδα. Σε προσεχές σημείωμα, θα παρουσιαστεί αναλυτικότερα και… δικαιότερα.

[ii] Στοιχεία προσωπικής αναφοράς Παπανικολάου προς Καραμανλή

[iii]  Στρατηγικόν, τ.2, σελ. 75

[iv] Απόρρητη Έκθεση «Επί Ενισχύσεως [..], 14/8/74 (Στρατηγικόν, τ.2, σελ. 78)

[v] Αναφορά σε εκθέσεις Μπονάνου-Παπανικολάου

[vi] Τα στοιχεία για την αποστολή των F-84F αντλούνται κυρίως από το άρθρο του Γιώργου Λαμπράκη: Όταν τα F-84F θα χτυπούσαν τους Τούρκους στην Κερύνεια – Η αποστολή που ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή… Το άρθρο περιλαμβάνει τις μαρτυρίες του Πτεράρχου (Ι) ε.α. Ορφανάκη Γεωργίου, Πτεράρχου (Ι) ε.α. Ορέστη Κριτσωτάκη, Αντισμηνάρχου (Ι) ε.α. Κουμπούρη Παναγιώτη, καθώς και στοιχεία από το βιβλίο «Ελληνικά Φτερά στην Κύπρο» του Υποπτεράρχου (Ι) ε.α. Γεωργίου Μήτσαινα,

[vii] Στην πραγματικότητα, στο ΓΕΕΦ και στο ΑΕΔ δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες σχετικά με το που θα λάμβανε χώρα η τουρκική απόβαση. Βλ. Χαραλαμπόπουλος Χαράλαμπος: Περιμένοντας τον Αττίλα, Εστία, 1992, για την εκτενή και τεκμηριωμένη μαρτυρία του προηγούμενου Α/ΓΕΕΦ σχετικά με το θέμα. Φυσικά, στο ίδιο βιβλίο θα δει κανείς και τη μάλλον σουρεαλιστική αντίληψη που διείπε την ηγεσία του ΑΕΔ και του ΓΕΕΦ σχετικά με την αντιμετώπισή της, ειδικά ως προς τις «προϋποθέσεις». Δυστυχώς, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι και οι σημερινές Ένοπλες Δυνάμεις κυριαρχούνται από το ίδιο πνεύμα.

[viii] Central Intelligence Agency: Military Capabilities of Turkey-Greece-Cyprus, Απόρρητη Έκθεση. Το όνομα του συντάκτη παραμένει διαβαθμισμένο. Η έκθεση αποχαρακτηρίστηκε και δημοσιοποιήθηκε στις 22/03/2001.

[ix] Επιστολή Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Χριστόδουλου Μέγγουλη, (Διοικητής ΔΑΥ το καλοκαίρι του 1974) στο περιοδικό Πόλεμος και Ιστορία, τεύχος 68, Νοέμβριος 2003.

[x] Σάββα Βλάσση «Η Ελληνοτουρκική Αερομαχία στο Αιγαίο το 1974», Άγνωστοι Στρατιώτες, Κύπρος», τ.1, Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, 2004

[xi] Τα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση και την αποστολή της 339 Μοίρας «Αίας» αντλήθηκαν από το βιβλίο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Παναγιώτη Μπαλέ (αξιωματικού επιχειρήσεων της δεύτερης μοίρας Phantom 338 «Άρης» και προσωρινού Αξιωματικού Επιχειρήσεων της «προσωρινής» ενισχυμένης 339 Μοίρας «Αίας» το θέρος του 1974) «Παρακαταθήκες Αετών», εκδόσεις Ινφογνώμων, 2012, το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Σωτηρίου Κοντογιάννη (διοικητή της πρώτης μοίρας Phantom 339 «Αίας») «Η Συγκρότηση της Πρώτης Μοίρας Phantom. Εκπαίδευση στις ΗΠΑ, Κρίση Κύπρου, Συγκρότηση ΣΟΤ», Στρατιωτική Ιστορική Έρευνα, τ.1,  Σεπτέμβριος 2013, άρθρου του Σάββα Βλάσση «Πετώντας με την 309 TFS, Η Εκπαίδευση των Ελλήνων στη Φλώριδα», Στρατιωτική Ιστορική Έρευνα, τ.1,  Σεπτέμβριος 2013, μαρτυρία Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Γεωργίου Σκαρλάτου «Το Ατύχημα των Phantom στο Ηράκλειο», Άγνωστοι Στρατιώτες, Κύπρος», τ.1, Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, 2004, μαρτυρία Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Χριστόδουλου Μέγγουλη «Η Πολεμική Αεροπορία ήταν έτοιμη», Άγνωστοι Στρατιώτες, Κύπρος, τ.2, Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, 2010,

[xii] Επιστολή στην εφημερίδα «Το Βήμα», 31 Αυγούστου 2000

[xiii] Επιστολή στην εφημερίδα «Το Βήμα», 11 Σεπτεμβρίου 2000

[xiv] σελ. 75

[xv] Απόρρητη Έκθεση «Επί Ενισχύσεως [..], 14/8/74 (σελ. 78)

[xvi] Η επιχείρηση αυτή έχει επικριθεί ως ανούσια και απλή «επίδειξη σημαίας» από την RAF, η οποία εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη σύγκρουση. Είναι όμως ενδεικτική της τόλμης και της αποφασιστικότητας του Όπλου, καθώς και της ικανότητάς του να επιχειρεί όταν κρίνει ότι υπάρχει λόγος γι’ αυτό.

[xvii] Sir Lawrence Freedman: The Official History of the Falklands Campaign, vol I, Routledge 2005, σ. 181

[xviii] Dorman A, Kandiah M., Staerck G. (eds): The Falklands War, CCBH Oral History Programme, σ. 29

ΠΗΓΗ:https://belisarius21.wordpress.com/2019/08/16/αεροπορικη-ισχυσ-και-κυπροσ-ποσο-μακρ/