26/4/2020
του Δρ Λάμπρου Γ. Καούλλα*
Το «πείραμα» διεθνούς αστυνόμευσης της UNCIVPOL το 1964 – Αυτές τις μέρες κλείνουν 56 χρόνια από την άφιξη της UNFICYP. Όπως θα δούμε, το Κυπριακό Ζήτημα αποτέλεσε για τους πρωταγωνιστές του νεαρού τότε Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ένα εξαιρετικό πεδίο «πειραματισμού» για μορφές διεθνούς αστυνόμευσης
Το τριπλό σημείο επαφής μεταξύ εγκληματολογίας, και συγκεκριμένα των αστυνομικών επιστημών, στρατιωτικής κοινωνιολογίας και διεθνών σχέσεων, είναι η διεθνής ή υπερεθνική αστυνόμευση στo πλαίσιo των ειρηνευτικών επιχειρήσεων. Τις τελευταίες δεκαετίες η χρήση αστυνομικού προσωπικού έχει καταστεί πιο σημαντική και εμφανής. Συνδράμουν στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του τοπικού αστυνομικού προσωπικού και προάγουν τη διαμόρφωση δημοκρατικής και πληροφοριοκεντρικής αστυνόμευσης. Η Κύπρος αποτελεί ιστορικό ορόσημο γι’ αυτές τις εξελίξεις.
Στις 9 Μαρτίου 2020 θα ελάμβανε χώραν διαδήλωση Τουρκοκυπρίων κατά του προσωρινού κλεισίματος 4 σημείων διέλευσης από την Κυπριακή Δημοκρατία ως μέτρο πρόληψης της εξάπλωσης του κορωνοϊού. Είχαν προηγηθεί δύο άλλες, μια στις 29 Φεβρουαρίου και μια στις 7 Μαρτίου, όπου σημειώθηκαν επιθέσεις κατά εθνοφρουρών και αστυνομικών. Πριν από την τρίτη εκδήλωση, ειρηνευτές του αστυνομικού αποσπάσματος της UNFICYP, της UNPOL παρατάχθηκαν στη Νεκρή Ζώνη. Όπως φαίνεται και στις σκηνές που παρουσίασε το «SigmaLive» (10/03/2020), Τουρκοκύπριοι ψευδοαστυνομικοί κακομεταχειρίστηκαν και έσπρωξαν βίαια τους ξένους αστυνομικούς προς το οδόφραγμα της Οδού Λήδρας, διότι θεωρούν πως τα «σύνορα» του αποσχιστικού καθεστώτος ξεκινούν σε άλλο σημείο εντός της Νεκρής Ζώνης. Πώς βρέθηκαν όμως οι αστυνομικοί στην Ειρηνευτική Δύναμη;
Αυτές τις μέρες κλείνουν 56 χρόνια από την άφιξη της UNFICYP. Όπως θα δούμε, το Κυπριακό Ζήτημα αποτέλεσε για τους πρωταγωνιστές του νεαρού τότε Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ένα εξαιρετικό πεδίο «πειραματισμού» για μορφές διεθνούς αστυνόμευσης.
Νέα Παγκόσμια Τάξη & ΟΗΕ
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επανήλθε η ιδέα για δημιουργία μιας Νέας Παγκόσμιας Τάξης, με κύριο όχημα τον ΟΗΕ. Σκοπός η δημιουργία ενός παγκόσμιου οργανισμού, ο οποίος εξελικτικά, και αναλόγως των γεγονότων, θα έκτιζε σταδιακά τις δομές για μια, αν ωρίμαζε ο καιρός, μελλοντική «παγκόσμια διακυβέρνηση», η οποία θα εξασφάλιζε τη διεθνή ειρήνη μεταξύ εθνών και λαών. Ορισμένοι από τους οραματιστές του διεθνισμού και ιθύνοντες νόες πίσω από τον ΟΗΕ θεωρούσαν πως μια τέτοια παγκόσμια διακυβέρνηση, για να μπορεί να επιβάλει τις αποφάσεις, θα έπρεπε να έχει ίδια μέσα επιβολής, είτε υπό τη μορφή στρατού είτε αστυνομίας είτε κάτι μεικτό ή μεταξύ των δύο.
Οι ιδέες για μια ειρηνική ανθρωπότητα, υπόλογη σε μια διεθνή έννομη τάξη και υπό τη σκέπη μιας παγκόσμιας κυβέρνησης δεν είναι πρόσφατες και έχουν ρίζες στον Διαφωτισμό. Για μια φιλελεύθερη «Νέα Παγκόσμια Τάξη» μίλησε το 1918 ο Δημοκρατικός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Woodrow Wilson. Ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος, Theodore Roosevelt, που είχε προηγουμένως υπηρετήσει και ως Αρχηγός της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης, πίστευε στη φιλοσοφία της «αστυνομικής δύναμης», μέσω της οποίας οι ΗΠΑ θα εγγυούνταν την παγκόσμια τάξη. Στο βιβλίο του «New World Order» (1940), ο Άγγλος συγγραφέας H.G. Wells οραματίζεται τη δημιουργία μιας «διεθνούς αστυνομίας» στο πλαίσιο της ενοποίησης των εθνών και αποτροπής του πολέμου. Το 1948 ο Νορβηγός τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Trygve Lie, εισηγήθηκε τη δημιουργία μιας «Δύναμης Φρουράς» ή μιας «Αστυνομικής Υπηρεσίας των ΗΕ», αλλά αποφάνθηκε ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες.
Η ιδέα δεν ολοκληρώνεται διότι προσκρούει στην ανυπαρξία συμφωνίας για το τι εστί «διεθνής κοινότητα» και «νέα παγκόσμια τάξη». Οι απόψεις για το ηθικό και πολιτικο-διπλωματικό περιεχόμενο της «Νέας Παγκόσμιας Τάξης» διίστανται, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το απρόβλεπτο και ρευστό πλαίσιο που δημιουργεί η δημογραφική, ηλεκτρο-ψηφιακή και κοινωνικο-οικονομική «Παγκοσμιοποίηση». Επιπλέον, η αναπόδραστη αλληλεπίδραση των δύο προηγούμενων φαινομένων με τις διάφορες φιλοσοφικο-μεταφυσικές αναζητήσεις ή τάσεις του διεθνούς κινήματος της «Νέας Εποχής» δυσχεραίνει περαιτέρω την υλοποίησή του, καθώς τα κυρίαρχα κράτη συνεχίζουν να έχουν εθνικά συμφέροντα και πολιτισμό. Επίσης, αρνούνται να απεμπολήσουν το μονοπώλιο της έννομης φυσικής βίας εντός των συνόρων τους και του δικαιώματος αυτοάμυνας.
Ralph Bunche
Η εμπλοκή της εμβληματικής προσωπικότητας του οραματιστή διεθνιστή Δρ Ralph Bunche συνδέει με ένα νοητό νήμα τις εξελίξεις στην Κύπρο του 1963-64 με τις ευρύτερες εξελίξεις στον ΟΗΕ.
Τον Αφροαμερικανό Bunche μεγάλωσε η πρώην σκλάβα γιαγιά του, αφού ορφάνεψε σε μικρή ηλικία. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, πέτυχε σε κάθε στάδιο της μόρφωσής του, με πολλές υποτροφίες. Συνεργάστηκε με τον Σουηδό κοινωνιολόγο Gunnar Myrdal, με χρηματοδότηση από την Carnegie Corporation, στην έρευνα για τις φυλετικές δυναμικές στις ΗΠΑ. Αν και αρχικά μαρξιστής, κατά τον Β’ Π.Π. προσχώρησε στον πρόδρομο της CIA, το OSS (Office of Strategic Services) όπου εργάστηκε ως αναλυτής για θέματα Αφρικής. Εντάχθηκε στο State Department και συμμετείχε στις διεργασίες για τη δημιουργία του ΟΗΕ στο Dumbarton Oaks το 1944 και στη Διάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο. Το 1946 αποσπάται στον ΟΗΕ. Προβλήθηκε ως «ο διπλωμάτης της Νέας Παγκόσμιας Τάξης», με τη ζωή του να αποτελεί πρότυπο χειραφέτησης των μαύρων στις ΗΠΑ και βραβεύθηκε από τον Πρόεδρο John Kennedy.
O Bunche συμμετείχε στη δημιουργία των πρώτων ειρηνευτικών επιχειρήσεων σε Σουέζ, Κονγκό και Δυτική Νέα Γουινέα, με αυτοσχεδιασμό για κάθε περίπτωση αλλά πάντα στα στρατηγικά πλαίσια του διεθνιστικού οράματος.
Δημιουργία UNFICYP
Το 1963, ο Βιρμανός ΓΓ του ΟΗΕ, U Thant, είπε ότι «δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο κόσμος θα πρέπει τελικά να έχει μια διεθνή αστυνομική δύναμη, η οποία θα είναι αποδεκτή ως ένα αναπόσπαστο και απαραίτητο μέρος της ζωής, με τον ίδιο τρόπο που τυγχάνουν αποδοχής οι εθνικές αστυνομικές δυνάμεις».
Η κρίση του 1963-64 στην Κύπρο έδωσε την ευκαιρία στον ΟΗΕ να πειραματιστεί με την ιδέα. Η UNFICYP ήταν η τέταρτη ειρηνευτική στρατιωτική αποστολή, η τρίτη με εμπλοκή του Bunche και η τρίτη όπου χρησιμοποιήθηκαν αστυνομικές δυνάμεις, αλλά η πρώτη όπου αυτές οι αστυνομικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν εξαρχής ως «αστυνομικό τμήμα» («police component»), το οποίο αναφερόταν και ως «πολιτική αστυνομία» («civilian police»).
Μετά τα γεγονότα των «Ματωμένων Χριστουγέννων» του Δεκεμβρίου του 1963 οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τις κρατικές δομές. Δημιουργήθηκε η «Κοινή Δύναμη Ανακωχής» από στρατεύματα των Βρετανικών Βάσεων και στις 29 Δεκεμβρίου χαράχθηκε η «Πράσινη Γραμμή», που έκτοτε μοιράζει τη Λευκωσία στα δύο. Η Διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 1964 για εκτόνωση της κρίσης απέτυχε, καθώς οι Τουρκοκύπριοι ζητούσαν ανταλλαγή πληθυσμών και εδάφους, διχοτόμηση υπό το μανδύα της ομοσπονδίας, ξεχωριστή διοίκηση και ξεχωριστές αστυνομικές δυνάμεις.
Τον Φεβρουάριο στο Συμβούλιο Ασφαλείας συζητείται η δημιουργία μιας ειρηνευτικής δύναμης που θα αντικαταστήσει την «Κοινή Δύναμη Ανακωχής». Οι Κύπριοι αντιπρόσωποι, Σπύρος Κυπριανού ως ΥΠΕΞ και Γλαύκος Κληρίδης ως Πρόεδρος της Βουλής, συναντήθηκαν με τους Thant, Bunche και Jose Rolz-Bennett και συζήτησαν την ιδέα. Στις 4 Μαρτίου 1964 υιοθετείται το Ψήφισμα 186, το οποίο επιβεβαίωσε πως η μοναδική κρατική Αρχή επί της νήσου ήταν η «Κυβέρνηση της Κύπρου», της «κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας». Πρακτικά αναγνωριζόταν η νομιμότητα της ελληνοκυπριακής συνθέσεως κυβέρνησης του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Στο Ψήφισμα συστήνεται η δημιουργία ειρηνευτικής δύναμης για «διατήρηση και αποκατάσταση του νόμου και της τάξης και την επιστροφή στις κανονικές συνθήκες». Ο νονός της δύναμης ήταν ο ίδιος ο Bunche. Πρότεινε τα ακρωνύμια UNFIC, UNCYMED, UNFINC, UNCYMFI και UNFORIC, αλλά κατέληξε στο UNFICYP.
Μεταξύ Μαρτίου-Ιουνίου 1964 φθάνουν τα στρατιωτικά αποσπάσματα. Πρώτος Διοικητής ήταν ο Ινδός Αντιστράτηγος Prem Singh Gyani, ο οποίος παρέδωσε σχεδόν αμέσως τη σκυτάλη στον επίσης Ινδό Στρατηγό Kadandera Subayya Thimayya. Ο Bunche επισκέφθηκε την Κύπρο τον Απρίλιο, όπου επιθεώρησε τις δραστηριότητες της UNFICYP και συναντήθηκε με πολιτικούς αξιωματούχους.
UNCIVPOL
Οι στρατιωτικοί σύμβουλοι του ΟΗΕ θεωρούσαν πως ένα τμήμα πολιτικής αστυνομίας θα βοηθήσει την τοπική αστυνομία, θα καθησυχάζει τον πληθυσμό και θα βοηθά στην αποφόρτιση χαμηλής έντασης περιστατικών ούτως ώστε να μην κλιμακώνονται και να πολιτικοποιούνται. Έτσι δημιουργήθηκε η «United Nations Civil Police», που ήταν το πρώτο επίσημο αστυνομικό «συστατικό» μέρος σε ειρηνευτική επιχείρηση του ΟΗΕ.
Η UNCIVPOL ανέλαβε καθήκοντα στις 14 Απριλίου 1964 με έδρα το Αρχηγείο της UNFICYP στη Λευκωσία. Διοικητικά υπαγόταν στη στρατιωτική διοίκηση. Μέχρι τον Ιούνιο του 1964 αφίχθηκαν 173 αστυνομικοί: 40 από Αυστραλία, 40 από Δανία, 40 από Σουηδία, 33 από Αυστρία και 20 από Νέα Ζηλανδία.
Όπως και με τα στρατιωτικά αποσπάσματα, τα αστυνομικά επιχειρούσαν ως εθνικές μονάδες. Στο καθένα ανατέθηκε διαφορετικός τομέας ευθύνης. Σε αναφορά του τότε ΓΓ περιγράφονται τα καθήκοντα της UNCIVPOL: α) Καθιέρωση συνδέσμων με την κυπριακή Αστυνομία, β) συνοδεία περιπολιών της κυπριακής Αστυνομίας κατά τον έλεγχο οχημάτων για τροχαίες ή άλλες παραβάσεις, γ) επάνδρωση αστυνομικών φυλακίων σε ευαίσθητες περιοχές, δ) διερεύνηση περιστατικών όπου πρόσωπα εμπλέκονται σε συμβάντα κατά της αντίπαλης κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της αναζήτησης ελλειπόντων προσώπων, ε) άλλες ειδικές έρευνες. Μερικές φορές οι αστυνομικοί μετακινούνταν μεταξύ αποσπασμάτων εθελοντικά με σκοπό την απόκτηση εμπειριών και την τυποποίηση λειτουργικών διαδικασιών.
Οι στρατιωτικοί πίστωσαν την UNCIVPOL με ικανότητες εκτόνωσης της έντασης σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Ο Michael Harbottle, που υπηρέτησε ως επιτελάρχης της UNFICYP μεταξύ 1966-68, γράφει πως «σε αντίθεση με τον στρατιώτη, ο αστυφύλακας είναι πολλές φορές πιο κατάλληλος να αντιμετωπίσει καταστάσεις όταν προκύπτουν ζητήματα αστικού δικαίου και ατομικών δικαιωμάτων». Η UNCIVPOL κέρδισε «υψηλό σεβασμό και υπόληψη» καθώς βοηθούσε στην ομαλή διεξαγωγή δραστηριοτήτων όπως καλλιέργεια της σοδειάς, βόσκηση κοπαδιών και μετάβαση παιδιών στο σχολείο σε περιοχές σύγκρουσης και στα μεικτά χωριά.
Από το 2005 το UNCIVPOL αντικαθίσταται διεθνώς από το «UNPOL» («UN Police») σε όλες τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις που έχουν αστυνομικό τμήμα. Στην Κύπρο αυτήν τη στιγμή η UNPOL αριθμεί περί τα 65 στελέχη.
Η UNFICYP, γενικά, μαζί με την UNCIVPOL, ειδικά, καταγράφονται ως μια από τις πρώτες προσπάθειες όπου δοκιμάζεται η διεθνής ή παγκόσμια αστυνόμευση με την ευρύτερη έννοια. Η «νέα παγκόσμια τάξη» του ΟΗΕ δοκίμασε και εξέλιξε τη «μηχανή» της στην κυπριακή κρίση του 1963-64. Ο Ralph Bunche ήταν ευχαριστημένος πως με την UNFICYP «δημιούργησε ένα πρότυπο: ένας μη-βίαιος στρατός που θα γινόταν ένα μόνιμο εργαλείο ειρήνης». Ωστόσο, οξύνους καθώς ήταν και κατανοώντας καλά τη βαθύτερη φύση της κυπριακής κρίσης, είπε στον Καναδό τότε πρέσβη στον ΟΗΕ πως, αφού εγκατασταθεί, η UNFICYP «ίσως να μην μπορέσει να φύγει ποτέ» από την Κύπρο.
Βεβαίως, ο Κυπριακός Ελληνισμός διατηρεί άσβεστη την ελπίδα της απελευθέρωσης που θα καταστήσει αχρείαστη την UNFICYP, διότι μετά το σκοτάδι της νυκτός ακολουθεί το λαμπρό φως της ημέρας.
*Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
ΠΗΓΗ:https://simerini.sigmalive.com/article/2020/4/26/to-kupriako-zetema-ste-nea-pagkosmia-taxe/