17/2/2022
γράφει ο Παναγιώτης Παντελίδης
Το μήνυμα του Ρώσου Προέδρου έχει περάσει προς πάσα κατεύθυνση, πως η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί αιτία πολέμου. Η κόκκινη αυτή γραμμή του Πούτιν βασίζεται σε μια λογική η οποία προκαλεί επιπτώσεις «ντόμινο» που απειλούν την εθνική ασφάλεια της χώρας του. Βάσει αυτής της λογικής, πρώτη απειλή αποτελεί η δημοκρατικοποίηση των χωρών που συνορεύουν με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Το Κρεμλίνο γνωρίζει καλά πως ο σεβασμός της αυτονομίας και της κυριαρχίας των γειτονικών χωρών ισούται με υιοθέτηση δυτικοφιλελεύθερων πρακτικών και αυξημένη δυτική επιρροή, όπως συνέβη για παράδειγμα στις περιπτώσεις Ρουμανίας και Βουλγαρίας, δύο χωρών του πρώην Ανατολικού μπλοκ που ανήκουν πλέον στο ΝΑΤΟ. Το Κρεμλίνο επίσης γνωρίζει πως ΝΑΤΟϊκή παρουσία στην Ουκρανία θα προκαλούσε ισχυρές στρατιωτικές και οικονομικές επιπτώσεις. Η ακτογραμμή της Ουκρανίας από τη Μαύρη Θάλασσα στην Κασπία Θάλασσα απέχει περίπου 750 χιλιόμετρα, μια απόσταση που ένας σοβαρός τακτικός στρατός θα μπορούσε να διανύσει σε μία ή δύο μέρες, αποκόπτοντας έτσι τη Ρωσία από το Βόρειο Καύκασο. Ακόμη, το κόστος μιας ρωσικής επέμβασης αυξάνεται όσο η Ουκρανία συνεχίζει να εξοπλίζεται με όπλα στρατηγικής σημασίας, κάτι που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να ξεσπάσει πόλεμος ανά πάσα στιγμή ακόμα και αν εν τέλει αποχωρήσουν μαζικά οι ρωσικές δυνάμεις από τα ρωσο-ουκρανικά σύνορα. Η επίγνωση αυτή εξηγεί εν μέρει και τη στάση των Αμερικανών να μην καθησυχάζονται εύκολα. Το ιδανικότερο σενάριο για τη Ρωσία θα ήταν η ομοσπονδοποίηση της Ουκρανικής κυβέρνησης, κάτι που θα διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, με τίμημα ωστόσο την εθνική της κυριαρχία, αφού σε ένα τέτοιο σενάριο η Ρωσία θα μπορούσε να ασκεί επιρροή σε σημαντικό μέρος της επικράτειας της Ουκρανίας με την εφαρμογή της τακτικής του διαίρει και βασίλευε, χρησιμοποιώντας ουκρανικές πολιτείες όπου υπάρχει αυξημένη ρωσική ή/και φιλορωσική παρουσία.
Στα επιτεύγματα των Αμερικανών έχει καταγραφεί η αναβίωση του ΝΑΤΟ με αυξημένη επιρροή στην ΕΕ και ειδικότερα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης οι οποίες βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία. Ωστόσο, η ρωσο-ουκρανική κρίση ήρθε έμμεσα να καταβαραθρώσει περισσότερο τη δημοτικότητα του Τζο Μπάιντεν επιβαρύνοντας την αστάθεια στις τιμές του πετρελαίου οι οποίες ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί. Η δημοτικότητα του Αμερικανού Προέδρου έχει βρεθεί σε ιστορικό χαμηλό, μετά και από την κατάρρευση της κυβέρνησης του Αφγανιστάν που υποστηριζόταν από την Ουάσινγκτον και τη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού.
Δεν θα αποτελούσε έκπληξη πάντως αν για να αυξήσει την ευρεία αποδοχή της η Κυβέρνηση των Δημοκρατικών συνέτεινε σε μια κρίση μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική εικόνα που έχει περί Κίνας η συντριπτική πλειοψηφία της αμερικανικής κοινής γνώμης. Αν και ένα σενάριο γενικευμένου πολέμου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ για τα μάτια της Ταϊβάν είναι αρκετά απόμακρο, τα σημάδια που δείχνουν πως μια κρίση βρίσκεται προ των πυλών είναι υπαρκτά. Μερικά από τα σημεία που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι η πρόσφατη πρόταση για αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ταϊβάν κατά 8,69 δισεκατομμύρια δολάρια και οι συνεχείς παρενοχλήσεις της Κίνας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ζώνης Εναέριας Αναγνώρισης της Ταϊβάν (ADIZ). Οι παρενοχλήσεις αυτές οι οποίες συμβαίνουν κατ’ επανάληψη σερβίρονται συχνά ως απάντηση ύστερα από μια προκλητική στα μάτια της Κίνας ενέργεια των ΗΠΑ όπως αυτή της πρόσκλησης της Ταιβάν στη Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία από τον Αμερικανό Πρόεδρο, κάτι που δεν έπραξε κανείς άλλος προκάτοχός του από το 1979.