Η συμβολή της συγχρόνου Χαρτογραφίας και των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών στην μελέτη Διεθνών ή/και Ενδοκρατικών Κρίσεων

22/5/2022

γράφει ο Ηλίας Ηλιόπουλος

Η εντυπωσιακή εξέλιξη της Επιστήμης της Χαρτογραφίας, συνεκτιμωμένων των Νέων Τεχνολογιών στα πεδία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, ιδιαιτέρως δε της επινοήσεως, αναπτύξεως και διαρκούς εξελίξεως των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS), διανοίγει νέους ορίζοντες για την μελέτη του συνθέτου φαινομένου των (διεθνών ή/και ενδοκρατικών) Κρίσεων. Χρήσιμη και αναγκαία είναι η διευκρίνιση, εν προκειμένω, ότι η (από αρχαιοτάτων χρόνων ανακαλυφθείσα, ήδη δε από των Πρωΐμων Νεωτέρων Χρόνων ευδοκίμως θεραπευομένη και έκτοτε διαρκώς εξελισσομένη) Επιστήμη της Χαρτογραφίας δεν ταυτίζεται με την (εν πολλοίς, κατά την τελευταία πεντηκονταετία αναπτυχθείσα) Τεχνολογία των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών, αφ’ ης στιγμής η πρώτη, παλαιόθεν, ισχυρώς συνδέεται με το αντικειμενικό-γεωπολιτικό (αλλά και με το υποκειμενικό-γεωστρατηγικό) υπόβαθρον της (εκάστοτε) αναπαραστάσεως του γεωγραφικού χώρου.

Ο όρος «Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών» (GIS) είχε εισαχθεί, αρχικώς, στον Καναδά από των αρχών της δεκαετίας του 1960 από τον «οραματιστή γεωγράφο» Roger Tomlinson, ο οποίος ανέπτυξε ένα σύστημα απογραφής των ορίων της γης (Canada Land Inventory). Κατά την αυτή, περίπου, περίοδο παρατηρούνται και οι πρώτες απόπειρες αναπτύξεως Λογισμικού Χαρτογραφίας («προδρόμου λογισμικού ΣΓΠ») από το Laboratoryfor Computer Graphics του Harvard Graduate School of Design.

Η εξέλιξη των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών επιτρέπει την έγκαιρη και, πάντως, ταχύτερη εν συγκρίσει προς το πρόσφατο παρελθόν αντιμετώπιση Φυσικών Καταστροφών. Αυτό συμβαίνει ήδη, επί παραδείγματι, προκειμένου να εντοπισθεί η ακριβής θέση ανθρώπων παγιδευθέντων κατόπιν σεισμού. Σε αυξανόμενο βαθμό, κατά τα τελευταία έτη, οι παντοειδείς ανθρωπιστικοί Οργανισμοί χρησιμοποιούν τα πλεονεκτήματα της εντυπωσιακώς εξελισσομένης Χαρτογραφίας. Το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (OCHA), φερ’ ειπείν, ενέκρινε την ανάπτυξη ενός προγράμματος με σκοπό την έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή ανθρωπιστικής βοηθείας. Πράγματι, είναι ηλίου φαεινότερη η εν προκειμένω βαρύνουσα σημασία της εξελιγμένης Χαρτογραφίας, οι δε συνέπειες είναι ευεργετικές για τους εκάστοτε πληττομένους υπό θεομηνιών (Φυσικών Καταστροφών) ή Ανθρωπογενών Περιβαλλοντικών Καταστροφών. Ανάλογα ισχύουν, εξ άλλου, και για τα Ανώτατα Ερευνητικά Ιδρύματα: το Πανεπιστήμιον του Harvard, π.χ., ανέπτυξε ένα σύστημα Χαρτογραφίας Κρίσεων και Εγκαίρου Προειδοποιήσεως.

Τα πράγματα είναι, βεβαίως, πολύ διαφορετικά – ή, πάντως, όχι τόσον απλά – προκειμένου περί διεθνών Κρίσεων αλλά και περί ενδοκρατικών συγκρούσεων, που έχουν ή προσλαμβάνουν διεθνείς διαστάσεις, και περί των εν γένει διενέξεων, διακρατικής, εθνοπολιτικής, θρησκευτικής, ιδεολογικής ή άλλης μορφής και αιτιολογίας. Στο επίπεδο της θεωρητικής εξετάσεως, προκύπτουν ήδη ζητήματα, αρχής γενομένης από την αξιοσημείωτη  δυσκολία ενός κοινώς αποδεκτού ορισμού της ιδίας της εννοίας της Κρίσεως. Εκείνο, πάντως, το οποίο δύναται βασίμως να λεχθεί είναι ότι «μία διακρατική Κρίση αποτελεί ένα, χρονικώς και αιτιακώς, ενδιάμεσο στάδιο σε μία νοητή κλίμακα εκκινούσα από την απειλή εναντίον των συμφερόντων ενός ή περισσοτέρων δρώντων (η οποία δύναται να κλιμακωθεί μέχρι της απειλής συρράξεως) και φθάνουσα μέχρι της διευθετήσεως της Κρίσεως – ή της εκδηλώσεως της συρράξεως – από την άλλη πλευρά». 

Σε γενικές γραμμές μπορεί να λεχθεί ότι, ως έχει καταδειχθεί ιστορικώς, οι συγκρούσεις, δηλαδή αντιθέσεις συμφερόντων που χαρακτηρίζουν τις διακρατικές σχέσεις και οι οποίες φαίνονται ανεπίλυτες, διέρχονται κάποτε μίαν ολιγώτερο ή περισσότερο περιορισμένη χρονικώς φάση, κατά την διάρκεια της οποίας οι κατ’ αρχάς και επί μακρόν λανθάνουσες αντιθέσεις συμφερόντων κλιμακώνονται, οπότε αυξάνεται  αναλόγως και ο κίνδυνος μιας ανοικτής πολεμικής αντιπαραθέσεως. Αυτή η χρονική φάση αποδίδεται στην παγκόσμια βιβλιογραφία με την αρχαία ελληνική λέξη «Κρίσις» (εκ του ρήματος «κρίνω»). 

Οι Glenn Snyder και Paul Diesing όρισαν την Κρίση ως «μία συνέχεια διαδράσεων μεταξύ Κυβερνήσεων δύο ή περισσοτέρων Κυριάρχων Λαών εντός μιας εντεινομένης διενέξεως, η οποία ευρίσκεται ήδη στο μεταίχμιο του πολέμου, συμπεριλαμβάνοντας ή εμπερικλείοντας συγχρόνως την παράσταση μιας υψηλής πολεμικής απειλής». Ο Edward L. Morse, εξ άλλου, όρισε την Κρίση ως την «αιφνιδία εμφάνιση μιας καταστάσεως, η οποία απαιτεί από ένα ή περισσότερα Κράτη, εντός ενός σχετικά βραχέος χρονικού διαστήματος, μία επιλογή (υπό την έννοια της αποφάσεως) μεταξύ διαφορετικών ή και αντιθετικών μεταξύ τους, αλλά σημαντικών (ή θεωρουμένων ως σημαντικών) στόχων.» Η βασιμότητα του εν λόγω ορισμού επαληθεύεται ακόμη και στην ακρότατη περίπτωση, καθ’ ην η ληφθησομένη απόφασις – και, άρα, η επιλογή – κινείται μεταξύ πολεμικής συρράξεως, αφ’ ενός, και άνευ όρων συνθηκολογήσεως, αφ’ ετέρου.

Ένας εύστοχος και περιεκτικός ορισμός είναι εκείνος που βασίζεται στην σωρευθείσα πείρα και γνώση του Σεμιναρίου Διεθνούς Πολιτικής του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου του Μονάχου (τότε υπό την διεύθυνσιν του Καθηγητού Gottfried-Karl Kindermann): «Διεθνής Κρίση είναι μία επανεκδοχή ή οξυμμένη εκδοχή μιας διακρατικής συγκρουσιακής καταστάσεως, πραγματική ή προσλαμβανομένη ως τοιαύτη υπό των ιθυνόντων λήψεως πολιτικών αποφάσεων – ή των παρατηρητών -, ως συνέπεια της οποίας αναμένεται μια επανεμφανιζομένη ή έτι περαιτέρω αυξανομένη απειλή για την ειρήνη ή κλιμάκωση μιας ήδη εκραγείσης πολεμικής συρράξεως ή αντιστοίχου καταστάσεως.» 

Εν τούτοις, νέα και δυσεπίλυτα ζητήματα ανεφύησαν και ανακύπτουν, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εξ αιτίας της ολοένα και συχνέστερης εκδηλώσεως όχι πλέον ή όχι αμιγώς «διεθνών» (διακρατικών) Κρίσεων αλλά ενδοκρατικών Κρίσεων («εμφυλίων» διενέξεων πάσης μορφής), καθώς επίσης και εξ αιτίας μιας ολοένα φανερότερης ρευστοποιήσεως των ορίων και συγχύσεως των αντιστοίχων εννοιών μεταξύ διεθνούς και εσωτερικής Κρίσεως, ιδίως μετά την πτώση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, το τέλος του (Πρώτου) Ψυχρού Πολέμου (1946/47–1989/91) και την έκτοτε καταβληθείσα και εξακολουθητικώς καταβαλλομένη προσπάθεια περιστολής, συρρικνώσεως, αποφλοιώσεως, υπονομεύσεως ή και καταλύσεως της εννοίας, της αρχής και του περιεχομένου της Εθνικής/Κρατικής Κυριαρχίας.

Σε κάθε περίπτωση, δύναται να λεχθεί ότι Κρίση είναι μία συγκρουσιακής φύσεως οξεία απειλή εναντίον όχι μόνον του διεθνοπολιτικού αλλά του εν τη ευρεία εννοία στρατηγικού status quo μιας χώρας ή περιοχής, η οποία απαιτεί άμεση αντίδραση και απόφαση.

Στις Κρίσεις της περιόδου, την οποίαν διανύομε, επεισέρχονται πλείστοι όσοι συστημικοί, υποσυστημικοί αλλά και, συνηθέστατα πλέον, υπερσυστημικοί δρώντες: επί τόπου αντιμαχόμενα στρατόπεδα – πολιτικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά ή φυλετικώς οργανωμένα (σε χώρες της Αφρικής, π.χ., αλλ’ όχι μόνον) – προκειμένου περί ενδοκρατικών διενέξεων, διακριτοί εθνοκρατικοί γεωστρατηγικοί δρώντες προκειμένου περί διακρατικών κρίσεων, Μέσες Περιφερειακές Δυνάμεις του εκάστοτε γεωπολιτικού υποσυστήματος, η Πλανητική Δύναμις (η μετά το 1991 αποκληθείσα και «εναπομείνασα Υπερδύναμις») αλλά και οι επίδοξες (ή επίφοβες) ανταγωνίστριές της Μεγάλες Δυνάμεις του διεθνούς συστήματος κ.λπ.

Εάν αναλογισθεί κανείς το (διαχρονικής βαρύτητος) νόημα της περιλάλητης ρήσεως του Nicholas Spykman, ότι «κάθε Υπουργείον Εξωτερικών, όποιον άτλαντα και αν χρησιμοποιεί, ενεργεί διανοητικώς με ένα διαφορετικό χάρτη του κόσμου», ευχερώς αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα της χρήσεως και αξιοποιήσεως ή εκμεταλλεύσεως της Χαρτογραφίας στις περιπτώσεις διεθνών Κρίσεων ή, ακόμη χειρότερα, συρράξεων ή ενδοκρατικών συγκρούσεων, ταραχών ή εμφυλίων πολέμων. Όσον και αν απέχομε χρονικώς από της εποχής, κατά την οποίαν η κατοχή χαρτών υπό μη εξουσιοδοτημένων οργάνων του κράτους αποτελούσε αιτίαν φυλακίσεως ή οι χάρτες των πόλεων εσκεμμένως παρεποιούντο, προκειμένου να δυσχεράνουν το έργον δυνητικών στασιαστών ή επαναστατών, ο χάρτης παραμένει πάντοτε εργαλείον πολιτικής ισχύος, και δη κρίσιμον. Και βεβαίως, θα ήτο κανείς αφορήτως αφελής να πιστεύσει ότι η διαπίστωση αυτή ισχύει μόνον για τις χώρες εκείνες, όπου εξακολουθεί να υφίσταται κρατικός έλεγχος της Χαρτογραφίας (όπως η Ρωσσία, π.χ.) και όχι, φερ’ ειπείν, για την Πλανητική Δύναμη ή για τα πάσης φύσεως και παντός είδους όργανα και παραρτήματα της Υπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των ούτω καλουμένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.  

Ως ένα πρώτο και μάλλον επιτυχές παράδειγμα «Χαρτογραφήσεως Γεωπολιτικών Κρίσεων», η Barbara Loyer, επί οκταετίαν διατελέσασα Διευθύντρια του Γαλλικού Ινστιτούτου Γεωπολιτικής, ανέφερε την περίπτωση της πολιτικής Κρίσεως, η οποία ενέσκηψε στην Κένυα τον Ιανουάριο του έτους 2008, συνεπεία των τότε διεξαχθεισών εθνικών εκλογών στην περί ης ο λόγος αφρικανική χώρα, και η οποία συνοδεύθηκε από εκτεταμένες ταραχές. Σοβούσης της προαναφερθείσης Κρίσεως, ο Patrick Meier, γεννηθείς και ανατραφείς στην Αφρική, επενόησε ένα Σύστημα Χαρτογραφίας Κρίσεων, βασιζόμενον στην δυνατότητα παροχής χαρτογραφικής εικόνας των εστιών ταραχών και συναφών επεισοδίων σε πραγματικό χρόνο διά της συγκεντρώσεως όλων των μηνυμάτων γεωγραφικού εντοπισμού, των αποστελλομένων υπό παντός ενδιαφερομένου.

Η προαναφερθείσα ερευνήτρια φέρεται μάλλον αισιόδοξη ως προς τον ρόλο των πολιτών στην ανάδειξη και διερεύνηση ζητημάτων σχετικών με ενδοκρατικές ή διεθνείς Κρίσεις, λόγω των δυνατοτήτων των παρεχομένων υπό των Νέων Μέσων Κοινωνικής Δικτυώσεως και με την βελτίστη δυνατή εφαρμογή των συγχρόνων μεθόδων της Χαρτογραφίας και των Γεωγραφικών Πληροφοριών. 

Εν τούτοις, μετά την σωρευθείσα εμπειρία τριών δεκαετιών εκ των ξένων διπλωματικών παρεμβάσεων αλλά και στρατιωτικών επεμβάσεων καθώς και των επιχειρήσεων υπονομεύσεως και αποσταθεροποιήσεως χωρών και ανατροπής κυβερνήσεων (όρα Γιουγκοσλαυΐα, Ιράκ, Γεωργία, Ουκρανία το 2004 και το 2014, Λιβύη, Συρία κ.ο.κ.), δεν δικαιολογείται, κατά την εκτίμησιν του γράφοντος, να τρέφει κανείς αυταπάτες, αναπαράγοντας τα τετριμμένα στερεότυπα του κατά Κονδύλην «Ηθικού Οικουμενισμού» της ούτω καλουμένης «Δύσεως».

Εις ουκ ολίγες περιπτώσεις ενδοκρατικών συγκρούσεων, η εξελιχθείσα χάρις στα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών Χαρτογραφία προδήλως τυγχάνει εκμεταλλεύσεως υπό ποικίλων ενδιαφερομένων μερών, όπως ακριβώς αυτό συμβαίνει, απροκαλύπτως πλέον, από δεκαετιών ήδη, με τα («δυτικά») Μέσα Μαζικής Επιρροής της Υπερεθνικής Ελίτ και τα ανά χώρες παραρτήματα και πρακτορεία τους. Ενδεικτικώς ας αναφερθεί εδώ το παράδειγμα της ευθέως πολιτικής – και ουχ ήκιστα μεροληπτικής – παρεμβάσεως της «Διεθνούς Αμνηστείας» στην Συριακή Κρίση ή στον καταχρηστικώς καλούμενο Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο (εάν θέλομε να ακριβολογούμε, μάλλον περί Διεθνούς Συμμοριτοπολέμου εν Συρία θα έπρεπε να κάνομε λόγον).

Η περί ης ο λόγος οργάνωσις αποτελεί, ως γνωστόν, ένα εκ των παλαιοτέρων και, αποδεδειγμένως, λυσιτελεστέρων όπλων παγκοσμίου επιβολής της αξιώσεως Πλανητικής Ηγεμονίας της Υπερεθνικής Ελίτ. Υπό την οιονεί κανονιστική νομιμοποίηση του «Ηθικού Οικουμενισμού» της τελευταίας αμφισβητεί εμπράκτως και υπονομεύει την αρχή της Εθνικής Κυριαρχίας και, κατ’ ακολουθίαν, της Μη Αναμείξεως εις τα εσωτερικά Κυριάρχου Κράτους υπό τρίτων – η οποία αρχή απετέλεσε το στερεόν και αναντικατάστατον θεμέλιον του διεθνούς συστήματος, από της εποχής της συνομολογήσεως της Ειρήνης της Βεστφαλίας και του Οσναμπρύκ (1648), και καθοριστικώς επέτρεψε την απελευθέρωση της Ευρώπης από το φρικτόν παρελθόν των αενάων και αιματηροτάτων Θρησκευτικών Πολέμων, την επικράτηση του Πολιτικού Ρεαλισμού, αντί της Θεολογίας, στις Διεθνείς Σχέσεις, τον συνεπακόλουθο εξορθολογισμό της Εξωτερικής Πολιτικής των κρατών και της Διεθνούς Πολιτικής εν γένει και, εν τέλει, τον ουσιώδη εξορθολογισμό του φαινομένου του Πολέμου (και τον πολιτικό έλεγχο της διεξαγωγής αυτού) καθώς και, συναφώς, την εντυπωσιακή ανάπτυξη τόσον του Δικαίου προς Πόλεμον όσον και του Δικαίου εν Πολέμω. 

Για να επιστρέψομε, όμως, στο παράδειγμα της Συρίας, συνεκτιμωμένης ιδιαιτέρως της χρήσεως της συγχρόνου Χαρτογραφίας (οι ψηφιακοί χάρτες αποκαλούνται στην ιστοσελίδα της οργανώσεως «διαδραστική ένδειξις»), η Διεθνής Αμνηστεία υπέβαλε, επανειλημμένως μάλιστα, αίτημα προς το ούτω καλούμενον «Διεθνές Ποινικόν Δικαστήριον» όπως επέμβει εις τα εσωτερικά ενός Κυριάρχου Κράτους, ισχυριζομένη ότι «οι ευρείες και συστηματικές επιθέσεις κατά πολιτών [εννοεί: υπό των νομίμων Οργάνων του Κράτους] συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος…». 

Κατ’ αρχάς, η ούτω διατυπωθείσα έκκλησις προς το «Διεθνές Ποινικόν Δικαστήριον» εφαίνετο να αγνοεί ή να παραβλέπει το αδιάψευστον γεγονός ότι «καθοριστικός παράγων στην Κρίση υπήρξε η εμφάνιση του Ισλαμικού Στρατού (ISIS)», ο οποίος «δημιουργήθηκε με έμμεση ή άμεση δυτική στήριξη, για να αποτελέσει την πρόφαση στρατιωτικής εμπλοκής της δυτικής συμμαχίας» και, συγκεκριμένως, την «αιτία εισόδου των ΗΠΑ με 2.000 στρατιώτες στην βορειοανατολική Συρία».

Πέραν του εν προκειμένω ανακύπτοντος υψίστου ζητήματος αρχής – αφ’ ης στιγμής καιρίως πλήττεται η αρχή της Εθνικής Κυριαρχίας – προκύπτουν και έτερα, ουχ ήττον σοβαρά ζητήματα, εάν συνεκτιμηθεί, π.χ., το γεγονός ότι οι κυριώτεροι εθνοκρατικοί δρώντες του διεθνούς συστήματος δεν αναγνωρίζουν την δικαιοδοσίαν του περί ου ο λόγος «Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου», πρωτίστως δε οι ΗΠΑ (αλλά και η Ρωσσική Ομοσπονδία, το Ισραήλ κ.ο.κ.).

Βεβαίως, πέραν της παροχής μιας οιονεί κανονιστικής («ηθικής»/ «ανθρωπιστικής») νομιμοποιήσεως στην επιχείρηση υπονομεύσεως και αποσταθεροποιήσεως της Συρίας και, εν τέλει, ανατροπής της νομίμου Κυβερνήσεώς της, η Διεθνής Αμνηστεία, όπως και σειρά άλλων “ΜΚΟ”, προδήλως είχε κατά νουν την δυνατότητα, την οποίαν διαθέτει (ακριβέστερα: έχει το ίδιο παράσχει στον εαυτόν του) το Συμβούλιον Ασφαλείας του ΟΗΕ να ζητεί από τον ούτω καλούμενον Εισαγγελέα του περί ου ο λόγος «Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου» να προβαίνει εις διερεύνησιν καταγγελιών περί «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητος». Εν τούτοις, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι ουδέν εκ των Μονίμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας προέβαινε, εν προκειμένω, εις άσκησιν του προβλεπομένου δικαιώματός του της αρνησικυρίας (veto) αλλ’ ότι, αντιθέτως, συναινούσε στην ανάληψιν ενεργείας υπό του λεγομένου Εισαγγελέως του «Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου», και πάλιν τούτο δεν θα αποτελούσε, εν τέλει, ει μη μίαν εισέτι εφαρμογή της πρακτικής των «Δύο Μέτρων και Σταθμών» εκ μέρους της καταχρηστικώς καλουμένης «διεθνούς κοινότητος» και, κατ’ ακολουθίαν, θα συνιστούσε την (νιοστή) επαλήθευση της πλέον ευστόχου, λογικώς τεκμηριωμένης και διαχρονικώς ισχυούσης κριτικής του αειμνήστου Κονδύλη προς τον Ηθικό (ή, μάλλον, Ηθικίζοντα/Ηθικιστικό) Οικουμενισμό της «Δύσεως»:

Διότι, θεωρητικώς, ο Ηθικός Οικουμενισμός, ο διακηρυσσόμενος από την Παγκόσμιο Δύναμη (αλλά και τις επικουρικές της – και δυνάμει ανταγωνιστικές της – οιονεί Περιφερειακές Δυνάμεις της Ευρώπης) θα μπορούσε να είναι αποδεκτός, στο πλαίσιο της πολιτικής εκφράσεως μιας Καντιανής Φιλοσοφίας των Διεθνών Σχέσεων, εάν και εφ’ όσον υφίστατο ένας παγκόσμιος Οργανισμός εντεταλμένος με την πραγματοποίηση των αρχών αυτού του Οικουμενισμού, ο οποίος Οργανισμός θα συμπεριλάμβανε στις τάξεις του όλους ανεξαιρέτως τους δρώντες του συστήματος: Μεγάλες, Μεσαίες και Μικρές Δυνάμεις. Βεβαίως, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι, με πρωτοβουλία μιας Μεγάλης Δυνάμεως – και χάρις στην ισχύ και επιρροή της τελευταίας – ενδεχομένως «σωφρονίσθηκε» μία μικρότερη Δύναμη (όρα περίπτωση Ιράκ 1991) δεν αποδεικνύει απολύτως τίποτε: το ακριβώς αντίθετον θα ήτο η κατά Κονδύλην «θεμέλιος δοκιμασία» (Prüfstein) ενός όντως υπαρκτού Οικουμενισμού. Ο ονομαστικώς διακηρυσσόμενος Ηθικός Οικουμενισμός θα υφίστατο θεωρητικώς (αλλά και πραγματικώς) μόνον στην περίπτωση κατά την οποίαν μία Μεγάλη Δύναμις, περιφερειακού ή ακόμη και παγκοσμίου βεληνεκούς,  θα ετιμωρείτο, εν ανάγκη, με ευθεία παρέμβαση του εν λόγω διεθνούς Οργανισμού, προκληθείσα μάλιστα κατόπιν πρωτοβουλίας μικροτέρων Δυνάμεων, επειδή (η Μεγάλη Δύναμις) προσέβαλε, με την διεθνοπολιτική συμπεριφορά της, τις καθολικώς και απαρεγκλίτως ισχύουσες δικαϊκές-ηθικές αρχές. Εν τούτοις, γνωρίζομε ότι κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη διαρκούντος του (Πρώτου) Ψυχρού Πολέμου: ούτε οι ΗΠΑ ούτε η ΕΣΣΔ υπέστησαν οιανδήποτε πραγματική κύρωση εξ αιτίας διεθνοδικαϊκών ατοπημάτων τους, παρατηρεί ο πολύς Κονδύλης. Στον μεταδιπολικό κόσμο δε τα πράγματα μετεβλήθησαν επί τα χείρω: μετά το 1991, η «εναπομείνασα Υπερδύναμις» (Παγκόσμιος Δύναμις) αυτονοήτως πλέον έθετε εαυτήν υπεράνω των αρχών και δεσμεύσεων του Διεθνούς Δικαίου, οσάκις οι τελευταίες αντέβαιναν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, χωρίς καν να κήδεται των προσχημάτων της νομιμότητος.

Εξ άλλου, πέραν των προαναφερθέντων μειζόνων ζητημάτων αρχής, αυτονοήτως προκύπτουν και ουκ ολίγα λοιπά ζητήματα σχετιζόμενα με την χρήση της εξελιγμένης Χαρτογραφίας και των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών στις περιπτώσεις διεθνών ή ενδοκρατικών Κρίσεων, το σοβαρώτερον των οποίων είναι το ζήτημα της αξιοπιστίας, ιδιαιτέρως εις ό,τι αφορά τις λεγόμενες πηγές (εκ του) πλήθους (crowd sourcing).

Ο εντοπισμός ενός ανθρώπου ή μιας ομάδος ανθρώπων παγιδευθέντων ή εγκλωβισθέντων συνεπεία ενός σεισμού, π.χ., και απεγνωσμένως καλούντος ή καλούντων εις βοήθειαν ουδέν ζήτημα αξιοπιστίας εγείρει. Δεν δύναται να λεχθεί το αυτό, ωστόσο, για την έκκλησιν μιας ομάδος ατόμων, ισχυριζομένων ότι τυγχάνουν θύματα – κτηνώδους μάλιστα – πολιτικής ή συναφούς βίας ή, έτι χειρότερον, «εθνοκαθάρσεως» και ότι, συνεπώς, χρήζουν αμέσου βοηθείας – νοουμένης ως τοιαύτης της (δυναμικής) επεμβάσεως ξένου παράγοντος. Πιθανώς, το πράγμα έχει ως διατείνονται οι καλούντες εις βοήθειαν. Εξ ίσου πιθανόν είναι, όμως, ως εδείχθη πολλάκις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι ενδιαφερόμενοι να προκαλέσουν δυναμική επέμβαση τρίτου παράγοντος στην διαμάχη τους με έτερον μέρος να έχουν επιμελώς προσχεδιάσει και τεχνηέντως σκηνοθετήσει μία κατάσταση ακριβώς επί τω σκοπώ της προκλήσεως της ενεργού επεμβάσεως του τρίτου (ξένου) παράγοντος. Αφ’ ης στιγμής γνωρίζομε δε ότι ευχερώς, πλέον, δύναται κανείς να παραποιήσει ή και να κατασκευάσει εξ ολοκλήρου μίαν πληροφορία ή μίαν εικόνα – προκειμένου να πλήξει απ’ ευθείας το Κέντρον Βάρους της συγχρόνου «Massen-Demokratie» (Κονδύλης), ήγουν το τηλεοπτικόν κοινόν του «CNN», του «BBC», του «ZDF» και των λοιπών Μέσων Μαζικής Επιρροής – το αυτό δύναται να συμβεί και με έναν χάρτη.

Τα ανωτέρω μας οδηγούν σε μία μάλλον οδυνηρή διαπίστωση. Το αναντιλέκτως θαυμαστόν γεγονός του εμπλουτισμού της Χαρτογραφίας μέσω των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών καθώς και το ομοίως θετικώτατο γεγονός ότι ένας αριθμός πολιτών αποκτά διαρκώς εξοικείωση με την χρήση της Χαρτογραφίας και των ως άνω συστημάτων δεν συνεπάγονται, αυτονοήτως και αυτοδικαίως, την μείωση, έτι δε ολιγώτερον την εξάλειψη της Παραπληροφορήσεως ή της χειραγωγήσεως των μαζών.

Το αντίθετον συμβαίνει, στην πραγματικότητα. Οι «ΜΚΟ» έχουν καταστεί «παίκτες» εις αυτό το οποίον έχει αποκληθεί «η μάχη των χαρτών». Πρόκειται περί της ιδίας «ιδεολογικής μάχης», όπου «οι χάρτες παίζουν τον ίδιον ρόλο όπως οι εικόνες»: «Η κοινή γνώμη είναι το όπλο σε αυτήν την μάχη, και το όπλο αυτό έχει διαδοθεί ανά την υφήλιον σε διαφόρους βαθμούς, εν συνδυασμώ προς τα μέσα επικοινωνίας.»

Στον αντίποδα των ανωτέρω, μίαν αυστηρώς επιστημονική, πολιτικώς αμερόληπτη και, συνεπώς, λίαν αξιόπιστη εφαρμογή των συγχρόνων μεθόδων της Χαρτογραφίας κατά την μελέτη ενδοκρατικών ή διεθνών κρίσεων, και συγκεκριμένως των χωρο-χρονικών διαστάσεων αυτών, παραθέτουν οι Καθηγητές Ιωάννης Μάζης, Γεώργιος Σιδηρόπουλος και Δημήτρης Σταθάκης στην από κοινού εκπονηθείσα εργασία τους υπό τον τίτλον «Η Συριακή Κρίση: Εκτίμηση της ανάλυσης των “νυκτερινών φώτων” (2014–2018)». Πρόκειται περί μιας ρηξικέλευθης όσον και συναρπαστικής προσεγγίσεως, η οποία παρουσιάσθηκε στο 15ον Εθνικόν Συνέδριον Χαρτογραφίας της Ελλάδος, οργανωθέν υπό της Χαρτογραφικής Επιστημονικής Εταιρείας Ελλάδος το 2018.

Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί δορυφορικές εικόνες νυκτός, διαθέσιμες εξ ανοικτών πηγών για την εξεταζομένη περίοδο, οι οποίες καταγράφουν με αρκετή ακρίβεια τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της εξεταζομένης Κρίσεως στον χώρο, κάτι το οποίον, όπως ευλόγως επισημαίνουν, «δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί βάσει οποιασδήποτε άλλης πηγής πληροφοριών για τη συγκεκριμένη ή για παρόμοιες πολεμικές συρράξεις».

Η συλλογιστική αφετηρία αυτής της πρωτότυπης και, συνάμα, συναρπαστικής μεθόδου φαίνεται απλή: Οι δορυφορικές εικόνες νυκτός καταγράφουν το φως στην επιφάνεια της γης διαγενομένης της νυκτός, έχουν δε ήδη χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να μελετηθούν φαινόμενα συνδεόμενα ευθέως με ανθρωπογενή δραστηριότητα, όπως, επί παραδείγματι, η αστική εξάπλωση, η κατανάλωση ενεργείας, η εκτίμηση εποχικού πληθυσμού αλλά και επιδημιολογικές μελέτες. Συμφώνως προς κρίσιμη επισήμανση του Καθηγητού Σταθάκη, «βασικός συντελεστής επιτυχίας των προσπαθειών αυτών είναι ότι έχει αποδειχθεί επανειλημμένως πως τα νυκτερινά φώτα συμμεταβάλλονται σημαντικά με τον πληθυσμό και με το ΑΕΠ μιας δεδομένης περιοχής». Συνεπώς, αφ’ ης στιγμής έχουν την ικανότητα να λειτουργούν ως «αντιπροσωπευτική (proxy) μεταβλητή» για την ένταση της ανθρωπίνης δραστηριότητος, τα φώτα έχουν χρησιμοποιηθεί και προκειμένου να μετρηθούν οι επιπτώσεις πολεμικών συγκρούσεων.

Στην υπό εξέτασιν περίπτωση της Συριακής Κρίσεως – και τελικώς, φευ, ενόπλου συγκρούσεως – ερευνάται πώς και τίνι τρόπω η δραστηριότης των φώτων νυκτός αντιστοιχεί σε μίαν ήδη διαμορφωμένη κατάσταση εν τω πεδίω. Η μέθοδος, την οποίαν ακολουθούν οι Μάζης, Σιδηρόπουλος και Σταθάκης, αποκωδικοπεί ποιες «γεωπολιτικές παράμετροι» («Γεωπολιτικοί Δείκτες») δύνανται να μελετηθούν αποτελεσματικώς και, κατ’ ουσίαν, «συγκεκριμενοποιεί» τους όρους, υπό τους οποίους η μελέτη των φώτων νυκτός μπορεί να ενταχθεί, ως νέα αναλυτική μέθοδος, στο πεδίον της Γεωστρατηγικής.

Τόσον η σύλληψις της ιδέας όσον και η εφαρμογή της μεθόδου δύνανται να θεωρηθούν πολύτιμη συμβολή στην περαιτέρω ανάπτυξη των διεπιστημονικών προσεγγίσεων αλλά και στην μελέτη του πολυσυνθέτου φαινομένου των (διεθνών ή/και ενδοκρατικών) Κρίσεων. Παραπέμποντες στην (πολλάκις) επαληθευθείσα διαπίστωση του Boniface, συμφώνως προς την οποίαν ο πόλεμος συνοδεύεται πάντα από έναν «πόλεμο πληροφόρησης», που προηγείται του πραγματικού πολέμου και έπεται αυτού, οι τρεις διακεκριμένοι συγγραφείς ορθώς επιμένουν στην διάκρισιν μεταξύ των εννοιών της πληροφορίας, της πληροφορήσεως και της παραπληροφορήσεως. Η μέθοδός τους βασίμως υπόσχεται μίαν αμιγώς τεχνοκρατική, μη ιδεολογικοποιημένη, πολιτικώς ουδέτερη και, κατά συνέπειαν, αξιόπιστη προσέγγιση του συνθέτου φαινομένου των συγχρόνων διεθνών ή/και ενδοκρατικών Κρίσεων.    

  • Boniface, Pascal, “Guerre et opinion publique: communiquer, informer, désinformer”, Hermès, 70 (2014), cairn.info.
  • Dougherty, James E. / Pfaltzgraff, Robert L., Contending Theories of International Relations, Philadelphia / New York / Toronto, 1981, σσ. 181-416.
  • Ηλιόπουλος, Ηλίας, Γεωπολιτική των Θαλασσίων Δυνάμεων: Η Γεωγραφία της Βρεττανικής Ισχύος 1815-1956, με συνεκτίμηση του Ανατολικού Ζητήματος και των Ανταγωνισμών Ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, Αθήναι: Λειμών, 2017.
  • Ηλιόπουλος, Ηλίας, «Περί Συντηρητικών και “Νεο-Συντηρητικών”: Μία συμβολή στην Πολιτική Φιλοσοφία των Διεθνών Σχέσεων», εις: Γεωστρατηγική, τεύχος 12, Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2007, σσ. 110-119.
  • Gantzel, Klaus Jürgen / Kress, Gisela / Ritterberger, Volker, Konflikt-Eskalation-Krise, Sozialwissenschaftliche Studien zum Ausbruch des Ersten Weltkrieges, Düsseldorf, 1972.
  • Κάβουρας, Μαρίνος (επιμέλεια), Επιστήμη Γεωγραφικής Πληροφορίας, Αρχές και Τεχνολογίες, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015, www.kallipos.gr
  • Kondylis, Panajotis, Planetarische Politik nach dem Kalten Krieg, Berlin: Akademie Verlag, 1992.
  • Loyer, Barbara, “Mapping Geopolitical Crises”, Hérodote, Volume 146-147, Issue 3-4, 2012.
  • Μάζης, Ιωάννης (επιμέλεια), Γεωπολιτική και Γεωστρατηγικές της Συριακής Κρίσεως, Αθήναι: Λειμών, 2016, σσ. 34-75.
  • Μάζης, Ιωάννης / Σιδηρόπουλος, Γεώργιος / Σταθάκης, Δημήτρης, «Η Συριακή Κρίση: Εκτίμηση της ανάλυσης των “νυκτερινών φώτων” (2014–2018)», Εισήγησις στο 15ον Εθνικόν Συνέδριον Χαρτογραφίας, Θέμα: «Η Χαρτογραφία των Κρίσεων», Χαρτογραφική Επιστημονική Εταιρεία Ελλάδος, Θεσσαλονίκη, 31 Οκτωβρίου – 2 Νοεμβρίου 2018, http://scholar.uoa.gr/sites/default/files/ yianmazis/files/mazis_ sidiropoulos_stathakis.pdf
  • Robinson, James A., εις: International Encyclopedia of the Social Sciences, London / New York, 1968, Vol. III, σσ. 510-514.
  • Snyder, Glenn / Diesing, Paul, Conflict Among Nations: Bargaining, Decision-making and System Structure in International Crises, Princeton, 1977.
  • Spykman, Nicholas, “Geography and Foreign Policy, I.”, εις: American Political Science Review, Vol. 32, no. 1 (1938), σσ. 28-50.
  • Stathakis D., Tselios V., and I. Faraslis, “Urbanization in European regions based on night lights, Remote Sensing Applications”, Society and Environment, Vol. 2 (2015), σσ. 26-34.
  • Stathakis D. and P. Baltas, Seasonal population estimates based on night-time lights, Computers, Environment and Urban Systems, vol. 68 (2018), σσ. 133-141.

Tanter, Raymond / Ullman, R. H., Theory and Policy in International Relations, Princeton / New York, 1972.

ΠΗΓΗ:https://www.militaire.gr/i-symvoli-tis-sygchronoy-chartografias-kai-ton-systimaton-geografikon-pliroforion-stin-meleti-diethnon-i-kai-endokratikon-kriseon/