24/5/2022
γράφει ο Παναγιώτης Παντελίδης
Η αρχή μιας μεγάλης αβεβαιότητας
Δύσκολα πλέον μπορεί να αμφισβητηθεί το ενδεχόμενο μιας ευρύτερης πολεμικής σύρραξης με σενάρια που μιλούν ακόμη και για παγκοσμίο πόλεμο. Έχουμε από τη μια πλευρά την άμεση εμπλοκή της πυρηνικής υπερδύναμης που λέγεται Ρωσία η οποία δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει στην υλοποίηση των δικών της σχεδιασμών όπως τους είχε ορίσει πριν τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία και από την άλλη πλευρά την έμμεση εμπλοκή της Δύσης η οποία έχοντας εις γνώση τις ρωσικές κόκκινες γραμμές και τις συνέπειες των ενεργειών της επιχειρεί ακόμη μεγαλύτερο ρήγμα. Οι προσεχείς εξελίξεις φαίνονται δυσοίωνες, γνωρίζοντας ότι οι αυταρχικές ηγεσίες σε τέτοιες περιπτώσεις πολύ δύσκολα υποχωρούν νοουμένου της διακύβευσης της πολιτικής τους επιβίωσης και όχι μόνο. Εκτός από την Ουκρανία, μέχρι τώρα οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης φαίνεται να αγγίζουν περισσότερο την Ευρώπη, με το κόστος των επιλογών κατά της Ρωσίας να έρχεται υπό τη μορφή της ακρίβειας και των επιπτώσεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Κόστος το οποίο υφίστανται οι ευρωπαικοί λαοί, για χάρη ουσιαστικά του αμερικανικού βαθέος κράτους. Το γεγονός αυτό εγείρει ζητήματα έλλειψης στο επίπεδο των ηγεσιών στην Ευρώπη καθώς και στο επίπεδο των δυνατοτήτων της να αντιμετωπίσει εξωτερικές απειλές.
Οι στρατηγικές κινήσεις της Τουρκίας και τα ανταλλάγματα
Από την άλλη έχουμε μια λιγότερο επηρεασμένη από την κρίση του πολέμου Τουρκία, με εξαίρεση το πρόβλημα του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού. Η τουρκική ηγεσία δείχνει να έχει μια πιο δυναμική και ισορροπημένη στάση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, περνώντας το μήνυμα ότι είναι ένας αυτόνομος παίκτης του οποίου η άποψη μετρά για τις αποφάσεις που λαμβάνονται από εδώ και στο εξής σε υψηλό επίπεδο. Παράδειγμα οι πρόσφατες αντιρρήσεις της στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ για χάρη των Κούρδων. Ενώ Ελλάδα και Κύπρος παίζουν το παιχνίδι διαφορετικά συνταυτιζόμενες πλήρως με τις θέσεις του δυτικού στρατοπέδου στο οποίο ανήκουν, η Άγκυρα με μια πιο ισορροπημένη στάση αποφεύγει την κατά μέτωπο ρήξη με τη Ρωσία και κατ’ επέκταση τα αρνητικά που θα τη συνόδευαν όπως πχ. το πλήγμα στον τουριστικό τομέα. Προσπαθεί να επιβάλει μάλιστα τη θέλησή της στον υπόλοιπο κόσμο με την πρώτη ευκαιρία εκεί και όπου μπορεί, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης αναθεωρητικής στρατηγικής μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Την είδαμε να επιχειρεί να εξαργυρώσει την αποδοχή της στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με πιθανά ανταλλάγματα πέραν του ζητήματος των Κούρδων, την αναβάθμιση των F-16, την επανεισδοχή της στο πρόγραμμα των F-35 από το οποίο αποκλείσθηκε λόγω της προμήθειας των ρωσικών S-400 και ειδικότερα την αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου και την καθιέρωση γκρίζων ζωνών, ενός δηλαδή καθεστώτος αμφισβήτησης της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Τα πρώτα ανταλλάγματα έχουν ήδη έρθει με το Ηνωμένο Βασίλειο να προχωρεί στην άρση του εμπάργκο όπλων εις βάρος της Τουρκίας. Όσον αφορά το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης, οι Τούρκοι θα μπορούσαν στρατηγικά να ζητήσουν την απομάκρυνση όπλων ανατολικής προέλευσης που χρειάζεται η Ουκρανία από τα νησιά του Αιγαίου, παρουσιάζοντας ως εξυπηρέτηση του συμμαχικού συμφέροντος τον αφοπλισμό ουσιαστικά των νησιών.
Η πολιτική του καλού παιδιού
Εδώ γεννάται το ερώτημα ποια από τις δύο στάσεις είναι που οδηγεί στην αποκόμιση οφέλους, αυτή της Τουρκίας ή η πολιτική του καλού παιδιού Αθήνας και Λευκωσίας; Αυτή την περίοδο, ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύεται η Τουρκία φαίνεται να είναι περισσότερο επικερδής συγκριτικά με την πολιτική του yes sir που ακολουθούμε εμείς στις επιθυμίες των εταίρων μας, πολιτική η οποία τοποθετεί όλα τα αυγά σε ένα καλάθι. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει η Ελλάδα να αλλάξει στρατόπεδο, αλλά ότι επιβάλλεται η πολιτική της ηγεσία να εντάξει επιτέλους τις ενέργειές της σε ένα συγκροτημένο πλαίσιο στρατηγικής. Αν στα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ελλάδα πιστεύουν ότι η στάση του καλού παιδιού είναι αυτή που θα διασφαλίσει την επιβίωση του Ελληνισμού και θα εξυπηρετήσει τους γεωπολιτικούς του στόχους, τότε είναι υποχρεωμένοι να τη συνοδέψουν με τις απαραίτητες ενέργειες. Σε διαφορετική περίπτωση, η πολιτική αυτή οδηγεί ως boomerang σε οδυνηρές παραχωρήσεις αφού σε καθιστά πιόνι στη διεθνή σκακιέρα, δεδομένο και ευάλωτο παίκτη και συνεπώς μαγνήτη πιέσεων για την επίλυση προβλημάτων. Σε ένα πρόβλημα, ο διαμεσολαβητής που αναζητά επίλυση των διαφορών μεταξύ δύο πλευρών βολιδοσκοπεί ποια πλευρά είναι περισσότερο αδιάλλακτη και συνεπώς δεν μπορεί να πιεστεί και ποια πλευρά φαίνεται να δείχνει διαλλακτικότερη με προοπτικές υποχωρήσεων που θα οδηγήσουν στην εύρεση κοινής συνισταμένης. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών, αυτός ο διαμεσολαβητής είναι οι ΗΠΑ. Στο ενδιάμεσο της σύγκρουσης με τη Ρωσία, οι ΗΠΑ έχουν να διαχειριστούν τα ελληνοτουρκικά ως ρήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Σε αυτό το πρόβλημα, ο πιο αδιάλλακτος παίκτης φαίνεται να είναι η Τουρκία ενώ ο δεδομένος παίκτης μοιάζει περισσότερο με την Ελλάδα. Μαντέψτε ποιος παίκτης είναι πιθανότερο να συναντήσει οποιαδήποτε στιγμή πιέσεις για υποχωρήσεις που θα σημαίνουν παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, αναγκαίες για την αποφυγή της σύγκρουσης.
Προτάσεις για την επόμενη μέρα της ομιλίας Μητσοτάκη
Το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί κομμάτι της δυτικής αρχιτεκτονικής δεν εγγυάται από μόνο του την επιτυχία των γεωστρατηγικών στόχων της ως ανεξάρτητη χώρα. Αντιθέτως, χωρίς τις απαραίτητες ενέργειες αυτό μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος θεμελιωδών εθνικών συμφερόντων. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως πρέπει να αλλάξει ο γεωπολιτικός μας προσανατολισμός, αλλά αντιθέτως να επιδιώξουμε τη στερέωση της γεωπολιτικής μας θέσης στο δυτικό στρατόπεδο, μακριά από καταστρεπτικές πολιτικές. Η εντύπωση που έχει δώσει η Ελλάδα στη Δύση, ότι μπορεί να θεωρείται ένας αξιόπιστος σύμμαχος και ένας πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή οφείλει να αξιοποιηθεί υπέρ και όχι κατά των εθνικών μας συμφερόντων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει μια συγκυρία τεράστιας απέχθειας απέναντι σε επιθετικές συμπεριφορές, παρέχοντας μια μεγάλη ευκαιρία στην Ελλάδα να προχωρήσει στα στοιχειώδη, με εφαρμογή των εθνικών κυριαρχικών της δικαιωμάτων και επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 νμ. Η επέκταση των χωρικών υδάτων εγκαθιδρύει την κυριαρχία στην περιοχή μιας Ελλάδας απόλυτα πιστής και άκρως προσδεδεμένης στο άρμα της Δύσης η οποία θα ενίσχυε τη ΝΑΤΟική δομή δημιουργώντας σύγκλιση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας με τα δυτικά συμφέροντα σε βάθος χρόνου. Διότι, ο ορθολογισμός λέει ότι οι ΗΠΑ θα προτιμούσαν μια φιλοδυτική ελληνική κυριαρχία στην περιοχή έναντι μιας τουρκικής υπεροχής με μια Τουρκία αμφιταλαντευόμενη να παρουσιάζεται ως μια ενδυάμεση δύναμη μεταξύ Δύσης και Ανατολής, με ορατό μάλιστα τον κίνδυνο να ενσωματωθεί σε ένα καινούργιο Πανευρασιατικό σχήμα του διπολικού πυρήνα Ρωσίας – Κίνας.
Στο παιχνίδι και η Κύπρος
Πέραν της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12νμ, κίνησης η οποία θα αδρανοποιούσε το τουρκικό casus belli και θα έβαζε τέρμα σε αυτή την κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, της μη εξάσκησης των ελληνικών εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, υπάρχει ως ανάγκη και το αίτημα για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Ένα τέτοιο αίτημα θα προσέκρουε φυσικά σε τουρκικό βέτο, κάτι που θα έδινε διπλωματικούς πόντους σε Αθήνα και Λευκωσία και θα αφαιρούσε από την Τουρκία που θα στεκόταν για άλλη μια φορά εμπόδιο της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Κυρίως, μια τέτοια στρατηγική κίνηση θα διέγραφε το επιχείρημα της Τουρκίας περί προστασίας των Τουρκοκυπρίων και θα έβλαπτε την εικόνα του ειρηνοποιού εγγυητή με την οποία θέλει να εμφανίζεται. Δυστυχώς για τέτοιες καθοριστικές κινήσεις χρειάζεται ορθολογισμός και πολιτική βούληση. Στην Κύπρο δεν έχει καν συζητηθεί θεσμικά το ενδεχόμενο για αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ, ενώ ακολουθείται ακατανόητη εξωτερική πολιτική, με αναφορά σε ΜΟΕ και μονομερείς υποχωρήσεις διά του στόματος ενός Υπ.Εξωτερικών του οποίου οι δημόσιες δηλώσεις κάθε φορά έχουν και περισσότερο χάσμα με τη ρεαλιστική θεωρία και τους κανόνες των διεθνών σχέσεων.