Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΤΟ 1964 ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ. Η ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΜΕ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΛΙΝΤΟΝ ΤΖΟΝΣΟΝ

του Γιάννη Κ. Λάμπρου,

Φιλολόγου – Ιστορικού, Συγγραφέα

Αποστολή της ειρηνευτικής δύναμης, την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε να στείλει στην Κύπρο με το ψήφισμα της 4ης Μαρτίου 1964, ήταν η παρεμπόδιση της επανάληψης των διακοινοτικών συγκρούσεων όχι όμως και η κάλυψη των αμυντικών αναγκών της Κύπρου. Γι’ αυτές χρειαζόταν στρατός υπό τον άμεσο έλεγχο της Κυπριακής Κυβέρνησης. Η τουρκική ανταρσία κατά τα πρώτα στάδιά της είχε αντιμετωπιστεί με αστυνομικούς και εθελοντές. Τα σώματα των εθελοντών πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα τους, ήταν όμως ατελώς εξοπλισμένα και εκπαιδευμένα και τους έλειπε η αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία. Υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στα καπετανάτα, ενώ η χαλαρή πειθαρχία και η ανευθυνότητα οδηγούσε και στην διάπραξη ωμοτήτων1, που ζήμιωναν την υπόθεση της Κύπρου και έφερναν σε δύσκολη θέση την Κυβέρνηση.

Στις 25.2.1964 η Κυβέρνηση εξήγγειλε τον αφοπλισμό των ατάκτων και τη δημιουργία μιας δύναμης 5.000 ειδικών αστυνομικών. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για τη δημιουργία στρατού, που πήρε την ονομασία Εθνική Φρουρά. Στην αρχή η Εθνική Φρουρά απαρτίστηκε πάλι από εθελοντές, εξοπλιζόταν όμως και ελεγχόταν από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο, μετά την αποχώρηση των Τούρκων υπουργών από την Κυβέρνηση, έγινε και Αμύνης.

Επειδή δεν υπήρχε ελπίδα η έκρυθμη κατάσταση να τερματιστεί σύντομα, η Εθνική Φρουρά δεν ήταν δυνατό να εξακολουθήσει να επανδρώνεται από εθελοντές. Γι’ αυτό την 1.6.1964 θεσπίστηκε ο νόμος περί Εθνικής Φρουράς, ο οποίος προέβλεπε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Τη δημιουργία τακτικού Κυπριακού Στρατού και την αντικατάσταση των ανεδαφικών σχεδίων άμυνας της Κύπρου με νέα αποτελεσματικά σχέδια είχε εισηγηθεί νωρίτερα ο στρατηγός Γρίβας. Βρισκόταν τότε ακόμη στην Αθήνα, αλλά μεριμνούσε για την άμυνα της Κύπρου επικεφαλής του Ειδικού Μικτού Επιτελείου Κύπρου (ΕΜΕΚ), που ιδρύθηκε με εισήγησή του στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας.

Ο νόμος περί Εθνικής Φρουράς προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Τουρκίας, της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος Φαζίλ Κουτσιούκ, ο οποίος μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις δήλωσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν νεκρή, τώρα πρόβαλε βέτο και απαίτησε σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου στην πράσινη γραμμή για συζήτηση του θέματος. Ο Μακάριος απέρριψε το διάβημα του Κουτσιούκ και η Τουρκική Κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού ειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι σκόπευε να διατάξει στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο. Όμως στις 5.6.1964 ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον, με μια εξαιρετικής αυστηρότητας επιστολή στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, ανέκοψε την τουρκική πρόθεση2. Ο Τζόνσον έλαβε σοβαρά υπόψη του και τις προηγηθείσες σαφείς και κατηγορηματικές προειδοποιήσεις του πρωθυπουργού της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ, ότι δεν θα ανεχόταν μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Γι’ αυτό στην επιστολή του καθιστούσε σαφές ότι οι ατλαντικοί σύμμαχοι της Τουρκίας θα ήταν απρόθυμοι να έλθουν σε σύγκρουση με την Σοβιετική Ένωση, εάν η Τουρκία επενέβαινε στην Κύπρο, χωρίς να έχει την πλήρη συγκατάθεση και κατανόησή τους3. Ο Τζόνσον διαφωνούσε με την άποψη της Τουρκικής Κυβέρνησης ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως παρείχε στην Τουρκία το δικαίωμα να επέμβει. Κατά τον Τζόνσον, συνέπεια της εισβολής θα ήταν η διχοτόμηση της Κύπρου, πράγμα που η Συνθήκη απέκλειε. Επίσης η Συνθήκη απαιτούσε διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες δύο Εγγυήτριες Δυνάμεις, πράγμα που η Τουρκία δεν έπραξε. Ο Τζόνσον υπογράμμιζε την αντίθεσή του επικαλούμενος και άλλους σοβαρούς λόγους και κατέληγε με την προειδοποίηση ότι σε περίπτωση που η Τουρκία επέμενε, θα ζητούσε επείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.4

Οι συνεχείς απειλές της Τουρκίας προβλημάτιζαν σοβαρά τις κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας. Ο Έλληνας υπουργός Άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς εισηγήθηκε αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κύπρο. Η εισήγηση εγκρίθηκε από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και έγινε δεχτή από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου 1964, με την άγρυπνη φροντίδα του Π. Γαρουφαλιά και του υφυπουργού Εθνικής Αμύνης Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ολόκληρη μεραρχία 8.000 ανδρών με τον οπλισμό της έφθασε στην Κύπρο με μυστικότητα αλλά και ταχύτητα5. Η μεραρχία, που συνθηματικά ονομάστηκε ΕΛΔΥΚ-Μ, υπαγόταν απευθείας στο Υπουργείο Αμύνης της Ελλάδας. Η άφιξη και εγκατάστασή της στην Κύπρο έγινε με τη σιωπηρή ανοχή της Αμερικής6 και του ΝΑΤΟ. Την έβλεπαν ως εχέγγυο κατά της επικράτησης του κομμουνισμού στην Κύπρο και κατά της ανεξέλεγκτης δράσης του προέδρου Μακαρίου. Επίσης ως όργανο επιβολής λύσης που ενδεχομένως θα συνεφωνείτο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας7.

Η παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας θωράκισε σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό την Κύπρο και ανακούφισε τον Κυπριακό Λαό από τον φόβο τουρκικής εισβολής. Όταν αργότερα ο Ινονού έδινε οδηγίες στον Νιχάτ Ερίμ για την επιχειρηματολογία που έπρεπε να χρησιμοποιήσει κατά τις συνομιλίες του με τον Άτσεσον, τον συμβούλευσε να μην επισείει πια την απειλή της εισβολής, διότι ύστερα από την εγκατάσταση της Ελληνικής Μεραρχίας μια εισβολή στην Κύπρο ήταν εξαιρετικά δύσκολη8.

Παράλληλα ανδρωνόταν και η Εθνική Φρουρά. Η δύναμή της ανερχόταν σε 11.000 άνδρες, αργότερα όμως έπεσε σε 8.0009. Καθώς οι κυπριακής καταγωγής αξιωματικοί ήταν πολύ λίγοι, ιδιαίτερα εκείνοι των ανώτερων βαθμίδων10, η Εθνική Φρουρά βασικά στελεχώθηκε από Ελλαδίτες αξιωματικούς και οργανώθηκε έχοντας ως πρότυπο τον Ελληνικό Στρατό. Πρώτος αρχηγός της διορίστηκε ο αντιστράτηγος Γεώργιος Καραγιάννης, που εργάστηκε με ζήλο για την οργάνωση της Εθνικής Φρουράς και την κατασκευή οχυρωματικών έργων.

Εξαιτίας του φοβερού τουρκικού κινδύνου μια μεγάλη μερίδα του Κυπριακού Λαού ζήτησε να ανατεθεί στον διατελέσαντα αρχηγό της ΕΟΚΑ, στρατηγό Γεώργιο Γρίβα- Διγενή, πρωταγωνιστικός ρόλος στην άμυνα της Κύπρου. Για την κάθοδο του Γρίβα στην Κύπρο είχαν επιφυλάξεις τόσο ο Μακάριος όσο και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο πρώτος εξαιτίας των παλαιότερων διαφορών του με τον στρατηγό και ο δεύτερος επειδή προέβλεπε αντιδράσεις της Τουρκίας και του ΝΑΤΟ. Τελικά δόθηκε άδεια στον Γρίβα να έλθει μυστικά στην Κύπρο, να μελετήσει τις αμυντικές της ανάγκες και, αφού κάμει εισηγήσεις, να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Στρατηγός έφτασε στην Κύπρο στις 12.6.1964 και αποφάσισε να παραμείνει και να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα της. Δεν μεταπείστηκε, ακόμα και όταν του ζήτησαν να επιστρέψει πρώτα ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Σταύρος Κωστόπουλος, ύστερα ο πρέσβης Ανδρέας Παπάς, που κόμισε προσωπικό μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου και τέλος ο ίδιος ο υπουργός Εθνικής Αμύνης Πέτρος Γαρουφαλιάς11.

Τελικά η Κυπριακή Κυβέρνηση ανακοίνωσε την παρουσία του στην Κύπρο και ο ίδιος μίλησε σε συλλαλητήριο, στο οποίο παρευρέθηκε και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Δημιουργήθηκε τότε η Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκησις Αμύνης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ) και διορίστηκε αρχηγός της ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας (3.7.1964). Σε περίπτωση πολέμου ο Γρίβας θα γινόταν αρχηγός όλων των ένοπλων σωμάτων (Εθνικής Φρουράς, Ελληνικής Μεραρχίας και ΕΛΔΥΚ)12. Υπό την άγρυπνη εποπτεία και καθοδήγηση του στρατηγού Γρίβα, με την ενθουσιώδη εργασία των αξιωματικών αλλά και εθελοντών και με την αμέριστη συμπαράσταση του Μακαρίου και της Κυβέρνησής του, έγιναν οχυρωματικά έργα σε όλες τις ακτές της Κύπρου και η Εθνική Φρουρά εξοπλίστηκε και εκπαιδεύτηκε ικανοποιητικά, ώστε πολύ σύντομα να γίνει ένα πειθαρχημένο και αξιόμαχο σώμα. Η δράση των καπετανάτων τερματίστηκε ή περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό, το ίδιο και οι ανεύθυνες πράξεις ενόπλων που ζήμιωναν την υπόθεση της Κύπρου.

Για την άμυνα της Κύπρου η Ελλάδα διέθεσε δωρεάν τον ελαφρύ οπλισμό για τους άνδρες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ-Μ, πυροβόλα (ξηράς και επάκτια), αντιαεροπορικά, ελαφρά άρματα μάχης, ραντάρ, πυρομαχικά κ.ά13. Οι μάχες όμως της Τηλλυρίας (6-10 Αυγούστου 1964) κατέδειξαν ότι οι ανάγκες της Κύπρου σε βαρύ οπλισμό ήταν πολύ μεγαλύτερες. Η Ελληνική Μεραρχία ήταν βέβαια επαρκέστερα εξοπλισμένη από την Εθνική Φρουρά, αλλά η εμπλοκή τμημάτων της σε πολεμικά επεισόδια έπρεπε να έχει την έγκριση των ελληνικών κυβερνήσεων. Αυτές όμως ήταν πάρα πολύ επιφυλακτικές, επειδή δεν ήθελαν να δοθεί αφορμή για μια ευρύτερη ελληνοτουρκική σύρραξη14.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις πιεζόμενες από το ΝΑΤΟ και για να αποφύγουν επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δίσταζαν να προμηθεύουν οι ίδιες την Κύπρο με βαρύ οπλισμό δυτικής προέλευσης, υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις που απεθάρρυναν και την Κυπριακή Κυβέρνηση να βελτιώσει τους εξοπλισμούς της ή τη συμβούλευαν να το πράττει με μυστικότητα15. Εφόσον οι αγορές της Δύσης ήταν κλειστές, δεν απέμενε άλλο για την Κύπρο παρά να στραφεί προς τις χώρες του ανατολικού συνασπισμού και ιδιαίτερα προς την ΕΣΣΔ16.

Οι ανηλεείς βομβαρδισμοί της τουρκικής αεροπορίας στην Τηλλυρία, κατά τους οποίους η ελληνική αεροπορία δεν επενέβη, όπως ανέμενε ο Κυπριακός Λαός, ώθησαν την Κυπριακή Κυβέρνηση να ζητήσει στρατιωτική υποστήριξη και από την Σοβιετική Ένωση. Στις 9.8.1964 ο Μακάριος μέσω του σοβιετικού πρέσβη Πάβελ Γερμόσιν παρακάλεσε τον πρωθυπουργό Νικίτα Χρούστσοφ να στείλει αεροπλάνα για υπεράσπιση της Κύπρου, αν συνεχίζονταν οι τουρκικές αεροπορικές επιθέσεις. Αυθημερόν ο Χρούστσοφ με μήνυμά του στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού τον κάλεσε να σταματήσει τους βομβαρδισμούς και τον προειδοποίησε ότι σε αντίθετη περίπτωση υπήρχε κίνδυνος επέκτασης των συγκρούσεων17. Στις 15.8.1964 η Σοβιετική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η ΕΣΣΔ «ανταποκρινόμενη σε έκκληση της Κυπριακής Κυβέρνησης και του προέδρου Μακαρίου προσωπικά θα παράσχει βοήθεια στην Κυπριακή Δημοκρατία για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της από μια ξένη επέμβαση και είναι έτοιμη να αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις γιαυτό το θέμα». Στις 16.8.1964, πάλι, ο Χρούστσοφ σε δημόσια ομιλία του προειδοποιούσε την Τουρκία ότι τα αεροπλάνα της δεν μπορούσαν να βομβαρδίζουν ατιμωρητί την Κύπρο και να σκοτώνουν γέρους και παιδιά18.

Η Ελληνική Κυβέρνηση, έχοντας υπόψη την έντονη αντίθεση του ΝΑΤΟ στην αύξηση της σοβιετικής επιρροής στην Κύπρο, προσπάθησε να αποτρέψει την εισαγωγή σοβιετικών όπλων στο νησί. Για τους ίδιους λόγους ήταν στην αρχή αντίθετος και ο στρατηγός Γρίβας. Όμως το λαϊκό αίσθημα εκδηλώθηκε έντονα υπέρ της αποδοχής της σοβιετικής προσφοράς19. Η Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, όταν διαπίστωσε την αποφασιστικότητα της Κυπριακής Κυβέρνησης, συμβούλευσε να δοθεί εμπορικός χαρακτήρας στην προμήθεια των όπλων. Γι’ αυτό στις 11.9.1964 στάλθηκε στην Μόσχα ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας Ανδρέας Αραούζος, που έκαμε τις σχετικές διαπραγματεύσεις. Με τη συμφωνία, που υπογράφηκε τελικά στις 30.9.1964 από τον υπουργό Εξωτερικών Σπύρο Κυπριανού, η Κύπρος απέκτησε 5 τορπιλακάτους, 200 αντιαεροπορικά, 20 μεγάλου βεληνεκούς πυροβόλα, 35 βαριά άρματα μάχης, 32 τεθωρακισμένα, 100 αυτοκίνητα των τριών τόνων κ.ά20. Η συμφωνία προέβλεπε και την εγκατάσταση αντιαεροπορικών πυραύλων στην Κύπρο. Πράγματι οι πύραυλοι έφτασαν στην Αίγυπτο, η οποία ύστερα από συμφωνία του Μακαρίου με τον πρόεδρο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ υπήρξε διαμετακομιστικός σταθμός για όλα τα σοβιετικά όπλα. Τελικά όμως στην Κύπρο μεταφέρθηκαν μόνο οι μηχανοκίνητες ερπυστριοφόρες εξέδρες τους, ενώ οι ίδιοι οι πύραυλοι παρέμειναν στην χερσόνησο του Σινά και έπεσαν στα χέρια των Ισραηλινών κατά τον πόλεμο του 1967. Η ματαίωση του εξοπλισμού της Κύπρου με αντιαεροπορικούς πυραύλους (Μάρτιος 1965), για τους οποίους η Κυπριακή Κυβέρνηση ξόδεψε 3 εκατομμύρια λίρες, οφείλεται στις καταθλιπτικές πιέσεις της Αμερικανικής πάνω στην Ελληνική Κυβέρνηση21, η οποία με την σειρά της απαγόρεψε στο ελληνικό πλοίο που θα μετέφερε τους πυραύλους να εκτελέσει την αποστολή του, πράγμα που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην Κύπρο22. Την πρώτη αποστολή σοβιετικών όπλων θα ακολουθούσαν και άλλες, όμως στο μεταξύ αμβλύνθηκαν οι διαθέσεις τόσο της Κυπριακής όσο και της Σοβιετικής Κυβέρνησης, της πρώτης εξαιτίας της αποθάρρυνσής της από την Ελλάδα και τις Δυτικές χώρες και της δεύτερης ένεκα της βελτίωσης των τουρκοσοβιετικών σχέσεων, που συνέβη μετά την πτώση του Νικίτα Χρούστσοφ.

Η αναζήτηση στήριξης στη Σοβιετική Ένωση και ιδιαίτερα η αγορά σοβιετικού οπλισμού επέσυρε πολλές επικρίσεις. Έλληνες διπλωμάτες και πολιτικοί επισημαίνουν ότι η Σοβιετική Ένωση αντιστρατευόταν την πολιτική της Ένωσης, που ως το 1967 επιδίωκαν οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου και συνεπώς δεν έπρεπε να επιδιωχθεί η ανάμειξή της στο Κυπριακό. Χώρια που η ανάμειξη αυτή δυσκόλευε τις ελληνικές κυβερνήσεις να χειριστούν το θέμα μέσα στο πλαίσιο των συμμαχιών της Ελλάδας23. Άλλοι κινούμενοι από στείρο αντικομμουνισμό προσπάθησαν να εμφανίσουν τα σοβιετικά όπλα σχεδόν ως άχρηστα24. Στις πιο πάνω επικρίσεις μπορούν να αντιταχθούν τα εξής: Μετά την αποχώρηση από την Κύπρο της Ελληνικής Μεραρχίας με τον οπλισμό της, τα περισσότερα βαριά όπλα που απέμειναν στο νησί ήταν τα σοβιετικά25.

Παρ’ όλα τα προβλήματα μερικών από αυτά, αν αξιοποιούνταν σωστά από τους πραξικοπηματίες κατά την τουρκική εισβολή το 1974 και αν εφαρμόζονταν τα σχέδια για την άμυνα της Κύπρου, υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες η εισβολή να αποτύχει. Ούτε υπάρχει λογική στις επικρίσεις για την καταφυγή στη Σοβιετική Ένωση για την προμήθεια όπλων. Ένας λαός που διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο δεν βλέπει από πού προέρχονται τα όπλα που χρειάζεται για την άμυνά του26. Ακόμη και ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος, αν και πολέμιος του εξοπλισμού της Κύπρου με σοβιετικά όπλα, δικαιολόγησε ως εξής σε δημοσιογράφο ξένης εφημερίδας την ενέργεια της Κυπριακής Κυβέρνησης: «Η Κύπρος εζήτησε βοήθειαν από όλα τα κράτη, η δε Ρωσσία την παρέσχε. Διατί να την αρνηθή;27» Ας σημειωθεί ότι ούτε οι Ρώσοι ζήτησαν ούτε η Κύπρος προσέφερε οποιαδήποτε πολιτικά ή στρατηγικά ανταλλάγματα. Αυτό είχε την ευκαιρία να τονίσει ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού στον Αμερικανό ομόλογό του Ντιν Ρασκ, προτού μεταβεί στη Μόσχα για την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας. Πρότεινε μάλιστα να ικανοποιήσουν οι ΗΠΑ τις ανάγκες της Κύπρου, οπότε θα αναστέλλονταν οι συνεννοήσεις με τους Σοβιετικούς. Ο Ρασκ απέρριψε την πρόταση και ούτε δέχτηκε να προσφέρει οποιαδήποτε εγγύηση για την ασφάλεια της Κύπρου, προκειμένου να ματαιωθεί η αγορά σοβιετικών όπλων28. Ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας Πέτρος Γαρουφαλιάς έδωσε τις εξής εξηγήσεις για την ανάγκη αγοράς σοβιετικών όπλων:

«Όλο το πολεμικό υλικό με το οποίο εξοπλίστηκε η Κυπριακή Εθνική Φρουρά και οι ελληνικές δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ-Μ ήταν αγγλικής κατασκευής, της περιόδου του Β ́ Παγκόσμιου Πολέμου, που βρισκόταν στις αποθήκες μας αχρησιμοποίητο από τις Ένοπλες Δυνάμεις μας. Κανένα όπλο αμερικανικής προελεύσεως ή προελεύσεως ΝΑΤΟ δεν απεστάλη στην Κύπρο και καμιά μείωση σε πολεμικό υλικό δεν υπέστη ο Ελληνικός Στρατός. Αυτός ακριβώς υπήρξε ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε αναγκαία η αγορά από την Ρωσσία πολεμικού υλικού για την συμπλήρωση του σταλέντος από την Ελλάδα, όπως ορισμένου αριθμού αντιαρματικών και αντιαεροπορικών πυροβόλων, ορισμένου αριθμού αρμάτων, τορπιλακάτων και πυραύλων. Πρέπει να σημειωθεί πως η απόφαση όπως η Κυπριακή Κυβέρνηση προμηθευθεί πολεμικό υλικό από χώρες ανατολικές λήφθηκε σε σύσκεψη υπό την προεδρία του πρωθυπουργού, που έγινε στο Καστρί την 11ην Αυγούστου 1964 με πρακτικογράφο τον ταγματάρχη κ. Α. Γ. Μπάλλα29».

ΠΗΓΗ: Περιοδικό «ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ» Τεύχος 37/2016

Υποσημειώσεις

1. Μπήτος Ιωάννης, Από την Πράσινη γραμμή στους Δύο Αττίλες, σ.80-81,90.

2. Ball George, The Past Has Another Pattern. O Ball, p.350, χαρακτήρισε την επιστολή ως «το πιο βάναυσο διπλωματικό έγγραφο που έχω δει ποτέ».
3. Ο Κίσινγκερ θεωρώντας ότι το κύριο σημείο της επιστολής Τζόνσον ήταν η επίσειση της σοβιετικής απειλής παρατηρεί: «Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει, για να προστατέψει τους ομοεθνείς της. Συγκρατήθηκε μόνο, όταν ένα γράμμα του προέδρου Λίντον Τζόνσον προειδοποίησε ότι, εάν αντιδρούσε η Σοβιετική Ένωση, οι σύμμαχοι της Τουρκίας δεν θα αναγνώριζαν “οποιαδήποτε υποχρέωση να προστατέψουν την Τουρκία από την Σοβιετική Ένωση …”. Με άλλα λόγια, το ΝΑΤΟ δεν θα εμπλεκόταν και η Τουρκία θα αφηνόταν στο έλεος της Σοβιετικής Ένωσης». Βλέπε: Henry Kissinger, Years of Renewal, p.200.

4 Βλέπε ολόκληρη την επιστολή στα: Κρανιδιώτης Νίκος, Ανοχύρωτη Πολιτεία, τ.1, σ.191-196, Κληρίδης Γλαύκος, Η Κατάθεσή μου, τ.2, σ.118-121, Ιστορική Εγκυκλοπαιδεία της Κύπρου, τ.13, σ.104-106, Λεωνίδας Γ. Παπαδόπουλος, Το Κυπριακό Ζήτημα: Κείμενα 1959-1974, σ.155-157, Monteagle Stearns, Περίπλοκες Συμμαχίες, σ.182-185, Δημήτρης Μπίτσιος, Πέρα από τα Σύνορα, στις σ.247-252 το αγγλικό πρωτότυπο της επιστολής Τζόνσον προς Ινονού.

5. Πέτρος Γαρουφαλιάς, Ελλάς και Κύπρος, σ.94-113, Σπύρος Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, τ.2, σ.18-43, Κρανιδιώτης, τ.1, σ.176-180, Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967), τ.1, σ.172, 188, 197-199, Γεώργιος Π. Σέργης, Η Μάχη της Κύπρου, σ.81-82.
Σύμφωνα με τον ταξίαρχο Γ. Σέργη «η εκτίμηση ότι η μεραρχία είχε ισχύ πυρός σώματος στρατού υπερβάλλει την πραγματικότητα, διότι δεν διέθετε ούτε τα άρματα ούτε τα πολυβόλα ενός σώματος στρατού. Πλέον τούτου οι αντιαεροπορικές της δυνατότητες ήταν πολύ περιορισμένες. Ήτο απλώς μια ενισχυμένη μεραρχία πεζικού».

6. Βλέπε τηλεγράφημα του Έλληνα πρέσβη στην Αμερική Αλέξανδρου Μάτσα, 15.3.1965. Στα Κρίσιμα Ντοκουμέντα του Κυπριακού, τ.3, σ.67.

7. Purcell H, D., Cyprus, p.348, Βλάχος Άγγελος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, σ.293. Ο Βλάχος υποστηρίζει ότι κύριο κίνητρο της Ελληνικής Κυβέρνησης για την αποστολή της μεραρχίας «ήταν ο φόβος τον οποίο είχε προκαλέσει η προς Ανατολάς στροφή του Αρχιεπισκόπου, η οποία ήταν μοιραίο να επηρεάσει ευνοϊκά την ανάπτυξη του ΑΚΕΛ», Κληρίδης, τ.2, σ.115, Νιχάτ Ερίμ, Πολιτικό ημερολόγιο, στα Κρίσιμα Ντοκουμέντα…, τ.2, σ.271,273, Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Η Πορεία μιας Εποχής, σ.425, Μπήτος, σ.134.

Ο Τζέιμς Μίλλερ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς στην Ουάσιγκτον, στον οποίο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει αναθέσει να ξεχωρίσει τα σημαντικά απόρρητα έγγραφα των ετών 1964-1968, τα οποία θα μπορούσαν να αποδεσμευτούν και να δημοσιευτούν, σε συνέντευξή του στον Α. Χατζηκυριάκο (εφημ. Ο Φιλελεύθερος, 21.12.1997) ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πιστεύω ότι τελικά τα ελληνικά στρατεύματα ήταν εδώ [στην Κύπρο] για να διευθετήσουν την αντικατάσταση του Μακαρίου». Αυτό το συμπέρασμα βγάζει από τις εξηγήσεις που ο Γεώργιος Παπανδρέου έδινε στους Αμερικανούς για την σκοπιμότητα της παρουσίας της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο.

8. Νιχάτ Ερίμ, Ημερολόγιο, εγγραφή 18.7.1964, στου Παπαγεωργίου, τ.2, σ.76.

9. Χαράλαμπος Χαραλαμπόπουλος (στρατηγός), Περιμένοντας τον Αττίλα, Εστία, Αθήνα 1992, σ.39,46,49.
10. Τα πρώτα στελέχη των εθελοντικών σωμάτων και της Εθνικής Φρουράς ήταν Ελληνοκύπριοι αξιωματικοί του Κυπριακού Στρατού (πρόκειται για τον στρατό, την δημιουργία του οποίου προνοούσαν οι Συμφωνίες της Ζυρίχης, και που η σύνθεσή του δεν ολοκληρώθηκε ένεκα της απαίτησης των Τουρκοκυπρίων για δημιουργία ξεχωριστού τουρκοκυπριακού και ελληνοκυπριακού τμήματός του) καθώς και Ελληνοκύπριοι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού που είχαν αποχωρήσει από αυτόν, για να καταταγούν στις ελληνοκυπριακές δυνάμεις.

  1. Γαρουφαλιάς, σ.105-106, 109-114, Παπαγεωργίου, τ.2, σ.13. 
  2. 12. Γαρουφαλιάς, σ.117-120.

13. Γαρουφαλιάς, σ.129-133, 139.
14. Στις μάχες της Τηλλυρίας η Εθνική Φρουρά διέθετε όλα κι όλα 4 αντιαεροπορικά, που τάχθηκαν να προστα- τεύουν τις πυροβολαρχίες. Τάγμα της Ελληνικής Μεραρχίας εφοδιασμένο με όλα τα όπλα, που είχε μετακινηθεί κοντά στο πεδίο των μαχών και βρισκόταν σε επιφυλακή, δεν πήρε διαταγή να συμμετάσχει στις μάχες. (Συνέντευξη στον γράφοντα του υποστράτηγου εν αποστρατεία Κωνσταντίνου Αχιλλείδη, 23.6.1997. Βλέπε επίσης: Μπήτος, σ.118.) Μετά τις μάχες στην Τηλλυρία η Ελλάδα εφοδίασε την Κύπρο με γαλλικά τετράδυμα αντιαεροπορικά.

15. Χαραλαμπόπουλος, σ.51-52, 91-92, Κληρίδης, τ.2, σ.359-361, Ο πρώτος αρχηγός της Εθνικής Φρουράς στρατηγός Γ. Καραγιάννης στις 16.6.1965 έγραψε στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ ότι ίσως η Ελληνική Κυβέρνηση «δεν ήθελε την Κύπρον αυτάρκη εις αμυντικήν ισχύν, ίνα είναι εξηρτημένη εξ αυτής… Και, όταν, διά της ατυχούς μάχης της Μανσούρας η Κύπρος ησθάνθη την ανάγκην ισχυρού συμμάχου και προστάτου, εστράφη αύτη προς την Σοβιετικήν Ένωσιν». Βλέπε και: Δαμωνίδης (Χρηστίδης Χριστόφορος), Άκρως απόρρητον, σ.17.

16. «Η προς Ρωσσίαν αίτησις διά την διάθεσιν τορπιλλακάτων οφείλεται εις το γεγονός ότι αι δυτικαί χώραι επέδειξαν απροθυμίαν εις την πώλησιν αναλόγων σκαφών». Έκθεση πλοιάρχου Πέτρου Αραπάκη μετά τα γεγονότα της Τηλλυρίας. Στα Κρίσιμα Ντοκουμέντα, τ.3, σ.17. Ο Αραπάκης ισχυρίζεται ότι ο ίδιος προέτρεψε τον Μακάριο να ζητήσει τορπιλλακάτους από την ΕΣΣΔ. Βλέπε το βιβλίο του Το Τέλος της Σιωπής, σ.50-55.

17. Μ. Χριστοδούλου, σ.436, Παπαγεωργίου, τ.2, σ.216-217, Άριστος Κάτσης, Από την ανεξαρτησία στην τουρκική εισβολή, Λεμεσός 1977, σ.57-58.
18. Μ. Χριστοδούλου, σ.437, Παπαγεωργίου, τ.2, σ.210, Κρανιδιώτης, τ.1, σ.223, 229-231.
19. Χαρακτηριστική είναι ανοιχτή επιστολή προς τον στρατηγό Γρίβα, δημοσιευμένη στις 2.10.1964 στην εφημερίδα Μάχη, που εξέδιδε ο αντικομμουνιστής Νίκος Σαμψών. Σ’ αυτήν επικρίνεται ο στρατηγός για την αντίθεσή του στην αγορά των σοβιετικών όπλων, στου Παπαγεωργίου, τ.2, σ.228

20. Παπαγεωργίου, τ.2, σ.216-217, Γαρουφαλιάς, σ.137,139, Σέργης, σ.103-104, Σύμφωνα με τον Αραπάκη (σ.52- 55) τελικά η Κύπρος απέκτησε 6 τορπιλακάτους.
21. Βλέπε τηλεγραφήματα του Έλληνα πρέσβη στην Αμερική Αλέξανδρου Μάτσα προς μέλη της Ελληνικής Κυβέρνησης. Στα Κρίσιμα Ντοκουμέντα, τ.3, σ.62-64, 66-70 και 72-78. Επίσης ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των υπουργών Άμυνας ΗΠΑ και Ελλάδας Μακναμάρα και Γαρουφαλιά. Στο ίδιο βιβλίο, σ.162-163.

22. Γαρουφαλιάς, σ.133-138, Παπαγεωργίου, τ.2, σ.212-214. Γενικότερα για το θέμα των σοβιετικών όπλων, σ.209- 220, Μ. Χριστοδούλου, σ.452, Ιστορική Εγκυκλοπαιδεία…, τ.13, σ.156-157, Παπαχελάς Aλέξης, Ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, σ.163-164.

23. Βλάχος, σ.285, 308-309, Παπαγεωργίου, τ.2, σ.214-215, Γαρουφαλιάς, σ.216-222, δ)Μπήτος, σ.50,96.
24. Χαρακτηριστική είναι η σχετική αγόρευση στην Βουλή του βουλευτή Κώστα Χριστοδουλίδη στις 27.6.1967. Στα Κρίσιμα Ντοκουμέντα, τ.3, σ.358-360.
25. Βλέπε τι διέθετε η Κύπρος σε βαρύ οπλισμό τις παραμονές της τουρκικής εισβολής στο μνημονευθέν βιβλίο του ταξίαρχου ε.α. Γ. Σέργη, σ.261-262. Για τα βαριά σοβιετικά άρματα Τ-35 ο ταξίαρχος Σέργης παρατηρεί ότι ήταν από τους καλύτερους τύπους αρμάτων κατά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τους ακινητοποιήθηκε κατά την τουρκική εισβολή, κατά τον Σέργη οφείλεται όχι τόσο στην παλαιότητά τους όσο στην κακή τους συντήρηση κατά τα χρόνια που διέρρευσαν μετά την αγορά τους (σ.367-368). Ο Σέργης παρατηρεί ότι κατά το 1964 θα μπορούσαν να αγοραστούν τελειότερα όπλα, όμως δεν λαμβάνει υπόψη ότι οι αγορές έγιναν με υπόδειξη των στρατιωτικών του ΓΕΕΦ, που γνωμάτευσαν ότι τα όπλα εξυπηρετούσαν την άμυνα της Κύπρου και ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν δυνατόν να πωλήσει νεότερου τύπου όπλα σε ένα στρατό που τον διοικούσαν αξιωματικοί που προηγουμένως υπηρετούσαν στο ΝΑΤΟ.
26. Ακόμη και ο στρατηγός Γρίβας, ενώ στην αρχή είδε με πάρα πολύ σκεπτικισμό την αγορά σοβιετικού οπλισμού (βλέπε επιστολή του προς Γαρουφαλιά, 28.9.1964, στα Κρίσιμα Ντοκουμέντα, τ.2, σ.348-349), αργότερα ζήτησε από τον Μακάριο να αγοράσει από τη Ρωσία επιπρόσθετον οπλισμό. Βλέπε Τα Κρίσιμα Ντοκουμέντα, τ.3, σ.159, σημείο 2β και 200, σημείο 4β, Παπαγεωργίου, τ.2, σ.340.
27. Παπαγεωργίου, τ.2, σ.209.

28. Ιστορική Εγκυκλοπαιδεία…, τ.13, σ.154. 29. Γαρουφαλιάς, σ.130.

Βιβλιογραφία:

Αραπάκης Πέτρος, Το Τέλος της Σιωπής, Νέα Σύνορα-Α. Λιβάνης, Αθήνα 2000. Βλάχος Άγγελος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, Εστία, Αθήνα 1980.

Γαρουφαλιάς Πέτρος, Ελλάς και Κύπρος. Τραγικά Σφάλματα-Ευκαιρίες που Χάθηκαν (1964- 1965), Μπεργαδής, Αθήνα 1982.

Δαμωνίδης (Χρηστίδης Χριστόφορος), «Άκρως Απόρρητον!»-Το Πρωτόκολλο της 17ης Δεκεμβρίου 1966, Αθήνα 1973.

Ιστορική Εγκυκλοπαιδεία της Κύπρου, τ. 13. Κ. Επιφανίου, Λευκωσία 19972. Κάτσης Άριστος, Από την Ανεξαρτησία στην Τουρκική Εισβολή, Λεμεσός 1977. Κληρίδης Γλαύκος, Η Κατάθεσή μου, τ. 2. Αλήθεια, Λευκωσία 1989. Κρανιδιώτης Νίκος, Ανοχύρωτη Πολιτεία, τ. 1, 2. Εστία, Αθήνα 1985.

Μπήτος Ιωάννης Γ., Από την Πράσινη Γραμμή στους Δύο Αττίλες, Αθήνα 1997.

Μπίτσιος Δημήτρης, Πέρα από τα Σύνορα, Εστία, Αθήνα 1983.

Παπαγεωργίου Σπύρος, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, τ. 2,3. Λαδιάς, Αθήνα 1980.

Γ. Λαδιάς, Τα Κρίσιμα Ντοκουμέντα του Κυπριακού (1959-1967), τ. 2, 3,Αθήνα 1983.

Παπαδόπουλος Λεωνίδας Γ., Το Κυπριακό Ζήτημα-Κείμενα 1959-1974, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.

Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Η Ταραγμένη Εξαετία 1961-1967, τ. 1, 2. Προσκήνιο, Αθήνα 1997-1998.

Παπαχελάς Αλέξης, Ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, Εστία, Αθήνα 19972. Σέργης Γεώργιος Π., Η Μάχη της Κύπρου, Αδελφοί Βλάσση, Αθήνα 1996. Χαραλαμπόπουλος Χαράλαμπος, Περιμένοντας τον Αττίλα, Εστία, Αθήνα 1992. Χριστοδούλου Μιλτιάδης, Η Πορεία Μιας Εποχής, Ι. Φλώρος, Αθήνα 1987.

Ball George W., The Past Has Another Pattern, W.W. Norton and Company, New York- London 1982.

Kissinger Henry, Years of Renewal,. Weidenfeld and Nicolson, London 1999. Purcell H.D., Cyprus, Ernest Benn Ltd, London 1969.

Stearns Monteagle, (Μετάφραση: Γιώργος Κουσουνέλος), Περίπλοκες Συμμαχίες, Το Ποντίκι, Αθήνα 1992.

3 σχόλια σχετικά με το “Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΤΟ 1964 ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ. Η ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΜΕ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΛΙΝΤΟΝ ΤΖΟΝΣΟΝ”

  1. Ναι…..εκεινη ομως την φωτο, με τον ουλαμο πολυβολητων σε παρελαση, αφηστε την, γιατι δεν ειναι Ελληνες….ΤΟΥΡΚΟΙ ΗΤΑΝΕ! Καντε επιτελους, σωστη ιστορικη ερευνα, πριν ανβεσατε οτι σας κατεβασει η γκλαβα σας! Αντε!…Ή τουαχιστον ρωτατε τους ειδικους πρωτα!

  2. Έλληνες είναι ρε οι πολυβολητές. Ελδυκάριοι από παρέλαση για τον εορτασμό της 25ής Μαρτίου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.