του Ανδρέας Σ. Αγγελίδης
31 Δεκ 2016
Αναμφίβολα οι «εγγυήσεις» τρίτης χώρας, μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σχέση προς κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί κατάσταση αναχρονιστική, παρωχημένων εποχών. Το ίδιο αναχρονιστική ήταν και η άλλη πρόβλεψη του δοτού Συντάγματος του 1960, δυνάμει της οποίας κάποια Άρθρα -τα καλούμενα θεμελιώδη- παραμένουν αμετάβλητα. Κατάσταση η οποία στερούσε διαρκώς το δικαίωμα του λαού να αποφασίζει κυριαρχικά, για όσες απαιτούντο προς εκσυγχρονισμό αναγκαίες τροποποιήσεις, κατάσταση που οδήγησε στο παράλογο αποτέλεσμα ώστε το ίδιο το Σύνταγμα να συντελούσε στην ανατροπή της έννομης τάξης, χάριν της υποχρέωσης για την αναλλοίωτη αυστηρή μορφή του.
Το Σύνταγμα πρέπει να τροποποιείται δύσκολα μεν, όχι όμως ανελαστικά. Τούτο γιατί διαχρονικά πρέπει να ανταποκρίνεται στο παρόν και στο μέλλον και να επιτρέπει προσαρμοστικότητα και ευελιξία με την ενσωμάτωση αλλαγών που δυνατόν να επιβάλλουν οι καιροί και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Βέβαια το Σύνταγμα του 1960 δεν προέκυψε από άσκηση πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας του λαού, η δε γένεση της Κυπριακής Δημοκρατίας προήλθε από μια τετραμερή «συμφωνία ή σύμβαση» (Ζυρίχη-Λονδίνου), χωρίς ποτέ να κληθεί ο λαός να το επικυρώσει διά δημοψηφίσματος.
Αποτελούν οι εγγυήσεις και το άκαμπτο Σύνταγμα ένα εσφαλμένο προηγούμενο που πρέπει να αποφευχθεί, γι’ αυτό και επιβάλλεται να τεθεί προς δημοψήφισμα το τροποποιημένο Σύνταγμα και όχι μια οποιαδήποτε ασαφής ή επιδεχόμενη πολλών ερμηνειών συμφωνία λύσης.
Η εξαιρετικά σημαντική σπουδαιότητα που έχουν τα πιο πάνω ζητήματα, εντούτοις δεν υπερέχουν σε σημασία από την ανάγκη για ένα βιώσιμο περιεχόμενο της λύσης. Ας μη διαφεύγει της προσοχής ότι η προς ολοκλήρωση, ενδεχομένως στις 12/1/2017, νέα «συμφωνία» της Γενεύης, με τα όσα προδιαγράφονται για την εσωτερική λειτουργία αλλά και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νέου κρατικού μορφώματος έναντι του κοινοτικού δικαίου, εμφανίζουν στοιχεία και προβλήματα έλλειψης εκσυγχρονισμού και δημοκρατικής λειτουργίας. Πρόσθετα περιέχουν τέτοιες προβλέψεις που προεξοφλούν αδυναμία λειτουργίας και ένα πολιτικό μέλλον που προδιαγράφεται ως μη βιώσιμο.
Οπότε και το κύριο ερώτημα: αφού το Σύνταγμα του 1960 είχε προβλέψεις που προδιέγραφαν αδυναμίες στην ομαλή λειτουργία του Κράτους, γιατί γίνεται απόπειρα λύσης με βάση την υπό εκκόλαψη λύση, η οποία παρά τις φραστικές εξαγγελίες ότι θα επιφέρει βελτίωση το Σχέδιο Ανάν και ακόμη του Συντάγματος του 1960, συγκριτικά εμφανίζει πιο έντονες αγκυλώσεις, οι οποίες με βεβαιότητα θα οδηγήσουν σε αδυναμία λειτουργίας του.
Ας μην εθελοτυφλούμε, το ενδεχόμενο να είναι η λύση μη βιώσιμη, δεν θα εξαρτηθεί από τις εγγυήσεις ή την παραμονή στρατού κατοχής στην Κύπρο. Δηλαδή εάν τελικά η Τουρκία αποδεχθεί κατάργηση των εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων και αποσύρει το στρατό της, το μείζον θέμα είναι και ήταν πάντοτε η συμφωνία λύσης, να οδηγεί σε ένα Σύνταγμα πραγματικά λειτουργικό που θα επιτρέψει η εφαρμογή του, την επιβίωση της κρατικής υπόστασης του νέου κρατικού μορφώματος. Προφανώς τότε μόνο θα δεχθεί κατάργηση εγγυήσεων η Τουρκία εάν διαπιστώσει ότι η συμφωνία για τα υπόλοιπα κεφάλαια, την ευνοούν με μια μη λειτουργική λύση.
Η ιδέα της διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων για 42 τώρα χρόνια, ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία της Τουρκίας μετά το πραξικόπημα και τη στρατιωτική εισβολή και κατοχή. Η καθιέρωσης της άποψης για μια ενδοκυπριακή ιδιοκτησίας λύση, της επέτρεψε αφ’ ενός να βρεθεί η ίδια στο απυρόβλητο και αφ’ ετέρου να πιέζει έκτοτε συνεχώς τη δική μας αδύνατη πλευρά σε υποχωρήσεις.
Τώρα πιθανόν η Τουρκία να κρίνει ότι οι υποχωρήσεις που έγιναν συγκλήσεις, είναι αρκετές για να επιτύχει με την πρώτη σοβαρή αδυναμία λειτουργίας του Κράτους, τη δική της επί κυριαρχία σ’ ολόκληρη την Κύπρο ως ένα προτεκτοράτο. Τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι από την 1/5/2004, η Κυπριακή Δημοκρατία, ως ένα κράτος-μέλος του ΟΗΕ, εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έκτοτε θα έπρεπε να είχε μετακινηθεί το βάρος της πίεσης και να μεταφερθεί στον εισβολέα που αντίθετα στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο κατέχει παράνομα στρατιωτικά και προωθεί εποικισμό εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν το πετύχαμε, γιατί δεν ζητήσαμε από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση να απαιτήσει λύση που να διατηρεί υπέρ κάθε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, την υπεροχή του κοινοτικού κεκτημένου και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, σε σχέση με την όποια τελική μορφή διακυβέρνησης, ως ομόσπονδο αντί του ενιαίου κράτους.
Έστω και τώρα, ας διαφυλάξουμε την ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι βέβαια με το να επικαλούμαστε φραστικά την ιδιότητα αυτή, αλλά με το να ζητήσουμε κατά τρόπο ρητό, τη βοήθεια των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απαιτήσει, ως έχουσα η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση το πρόβλημα στρατιωτικής κατοχής εδάφους της, να εξευρεθεί λύση, που να διαφυλάσσει πραγματικά τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορεί να είναι απλός παρατηρητής η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε πρέπει απλώς να συμβάλει ή να αποδεχθεί να καταλήξουμε σε λύση αντιδημοκρατική και συγκρουόμενη με το κοινοτικό κεκτημένο, το οποίο θα θεωρηθεί ως πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η όποια συνταγματική διαφοροποίηση από ενιαίο σε ομόσπονδο Κράτος, δεν αρκεί προς προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη και για την επιβίωση του νέου κρατικού μορφώματος, εάν τα όσα θα διαλαμβάνει η λύση δεν την καθιστούν βιώσιμη, αλλά εξυπηρετούσα μόνο τη στρατηγική της Τουρκίας.
*Δικηγόρος.