19/5/2025
Γράφει η εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κρινιώ Καλογερίδου
Από το 1916 αγρίεψαν περισσότερο τα πράγματα για τους Έλληνες του Πόντου (η κακή αρχή είχε γίνει το 1914), γιατί μπήκε στο παιχνίδι της εξόντωσής τους ένα ακόμα αιμοσταγές πρόσωπο, ο Εμβέρ πασάς (ηγετικό στέλεχος των Νεότουρκων εθνικιστών), με διαταγή του οποίου πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν δεκάδες χωριά.
Για τα τότε γεγονότα έγραφε στην παρισινή ”Journal” ο Ανρί Μπαρμπίς ότι οι τσέτες (μουσουλμάνοι κατάδικοι, ληστές) έκαναν επιδρομές στις ελληνικές περιοχές και άρπαζαν νεαρά κορίτσια, για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα που είχαν ιδρύσει στις μεγάλες πόλεις οι Τούρκοι.
Αυτό το επιβεβαίωσε και ο Γάλλος συγγραφέας Πιερ Αλλώ, γράφοντας πως οι Ελληνίδες σύρονταν στα σκλαβοπάζαρα του Ικονίου και του Μπαλίκεσιρ και στα χαμαιτυπεία της πόλης του Γενί Σεχίρ, όπου μεθυσμένοι Τούρκοι στρατιώτες τις βίαζαν…
Τότε ήταν που πολλοί κάτοικοι της Σαμψούντας κατέφυγαν μες στην απελπισίας τους, στον μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό Καραβαγγέλη και του ζήτησαν τη μεσολάβησή του. Σαν απάντηση, ωστόσο, στις παρακλήσεις του, εκτελέστηκαν απ’ τους Τούρκους 47 νέοι που κρατούνταν στις φυλακές της Σαμψούντας, ενώ – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του επισκόπου Τραπεζούντας – τα θύματα εκείνης της περιόδου ανήλθαν σε 100.000…
Από το φθινόπωρο, εντωμεταξύ, της χρονιάς αυτής πολλαπλασιάστηκαν τα θύματα απ’ τις ”πορείες θανάτου” προς τα τάγματα εργασίας, στα οποία οδηγούνταν τώρα όλοι οι Πόντιοι ανεξαιρέτως. Στο τέλος του χρόνου το κακό είχε γενικευθεί με απανωτές πυρπολήσεις χωριών, εκτελέσεις ανδρών, βιαιοπραγίες και εξισλαμισμούς ή κατάληξη για πολλές από τις γυναίκες στα τουρκικά χαρέμια.
Την επόμενη χρονιά, με αφορμή αποδράσεις Ποντίων από τα Τάγματα Εργασίας, οι διώξεις εναντίον τους εντάθηκαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν 88 χωριά και να εξοντωθεί απροσδιόριστος αριθμός ανδρικού πληθυσμού τους, ενώ οδηγήθηκαν σε θανατική καταδίκη – δια της μεθόδου των μαζικών εκτοπίσεων στα βάθη της Ανατολίας – αμέτρητα γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι…
Το 1917, επίσης, οι Τούρκοι κατέστρεψαν την ανθηρή κωμόπολη Τσαρσαμπά (αρχαία Θυμίσκυρα) σβήνοντάς την κυριολεκτικά απ’ τον χάρτη. Την ίδια περίοδο ξέσπασαν σε ωμότητες στα χωριά της επαρχίας Κολωνείας και σ’ εκείνα που βρίσκονταν γύρω από τη Σαμψούντα, οδηγώντας σε εξορία όλο τον πληθυσμό του Καντί Κιόϊ, με αποτέλεσμα την εξόντωση των περισσότερων από το δριμύ ψύχος κατά την πεζοπορία τους ως το Τσόρουμ και τα εκεί υπάρχοντα Τάγματα Εργασίας.
Η γενοκτονία των Ποντίων συνεχίστηκε το 1918-19, με κλιμακούμενη την εξέλιξή της. Οι σφαγές τους αποτελούσαν πλέον καθημερινότητα και για τον λόγο αυτό χιλιάδες άμαχοι κατέφευγαν στα όρη, όπου είτε τους έβρισκαν και τους εξόντωναν οι εχθροί είτε πέθαιναν απ’ το κρύο και την πείνα.
Στο τέλος του 1918 άρχισαν να ακούγονται κάποιες μεμονωμένες φωνές που κατήγγειλαν τη γενοκτονία, ανάμεσα στις οποίες ήταν κι αυτή του Εντίπ Χάνεμ που έγραφε με τύψεις: ”… ξεριζώνουμε τους Έλληνες, όπως ακριβώς κάναμε τρία χρόνια πριν με τους Αρμενίους. Γι’ αυτόν το σκοπό, φθάσαμε να χρησιμοποιούμε μεθόδους ίδιες με εκείνες του Μεσαίωνα…”
Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, εντωμεταξύ, η τουρκική προπαγάνδα σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου έδινε κι έπαιρνε επαυξάνοντας τον φανατισμό των εθνικιστικών οργανώσεων (με πιο σκληρή την ”Μενζέλ” (”Βεληνεκές”), που άρχισαν γενικευμένες σφαγές με σκοπό να εξαλειφθεί οριστικά το ελληνικό στοιχείο του Πόντου. Μόνο απ’ την επαρχία Αμάσειας τότε μετατοπίσθηκαν ή εξορίστηκαν 72.375 απ’ τον ολικό πληθυσμό της απ’ τους οποίους μόνο το τριάντα τις εκατό επέζησε. Οι υπόλοιποι πέθαναν στην εξορία ή εξοντώθηκαν απ’ τους Τούρκους.
Τον επόμενο χρόνο, παραμονές της ελληνικής εκστρατείας για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας, η κατάσταση στον Πόντο έγινε τρισχειρότερη με τις επιδρομές των τσετών (Τούρκων ατάκτων) στα ελληνικά χωριά, που λεηλατούσαν και σκότωναν τους ανυπεράσπιστους Έλληνες.
Όσο περνούσε μάλιστα ο καιρός κορυφωνόταν η εθνοκάθαρση σε βάρος των αμάχων Ποντίων, για το λόγο ότι η προέλαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη είχε γεμίσει τους Τούρκους με φανατισμό τους τον οποίο εκτόνωσαν τελικά πάνω τους.
Εκείνο το καλοκαίρι του ’19 η τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε όριο και η πόλη-θύμα αυτή τη φορά ήταν η Σαμψούντα. Μετά το εκτοπισμό των κατοίκων της, πήραν σειρά τα 394 ελληνικά χωριά της, που δέχτηκαν τις βάρβαρες επιθέσεις των τσετών κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη ερήμωσαν. Μαρτυρίες Τούρκων προκρίτων ανέφεραν χαρακτηριστικά πως ”έβαζαν τους Ρωμιούς που αντιστέκονταν σε τσουβάλια κι αφού έδεναν τα στόμιά τους, τους πετούσαν στο βυθό της θάλασσας…
Στο τέλος του ’19, μετά από συμφωνία των Κεμαλικών με Ρώσους μπολσεβίκους, οι πρώτοι ενισχύθηκαν οπλικά με πολεμικό υλικό που χρησιμοποίησαν κατά των ανυπεράσπιστων Ποντίων. Οι πλατείες των ελληνικών χωριών μετατράπηκαν σε λίμνες αίματος απ’ τις μαζικές εκτελέσεις τους με ρωσικά πολυβόλα.
Η κορύφωση του ποντιακού δράματος ήρθε το 1920-21, όταν η όλη επιχείρηση εθνοκάθαρσης πήρε πλέον τη μορφή πλήρους γενοκτονίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες από έκθεση του Βρετανού πλοιάρχου Πέρρινγκ, η κατάσταση στην Τραπεζούντα ήταν εφιαλτική λόγω των καταδρομικών επιδρομών του αρχιλήσταρχου Αλή Ριζά, που πρωτοστατούσε στις σφαγές των κατοίκων της πόλης και των γύρω χωριών.
Οι βιασμοί σε βάρος των Ελληνίδων στο Κιόσελι δεν είχαν προηγούμενο, ενώ ήταν χωρίς προηγούμενο και η καταλήστευση των κατοίκων, κάποιοι από τους οποίους – 300 στον αριθμό – κάηκαν ζωντανοί με πρωτοβουλία του λήσταρχου Καραμιστίχ. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν στην πόλη της Μερζιφούντας και στις άλλες ποντιακές πόλεις ( τους Ορθούς, την Οινόη, την Πάφρα, την Κερασούντα κλπ).
Το 1921 άρχισαν μαζικές εκκαθαρίσεις των Τούρκων σε βάρος των πληθυσμών της Σαμψούντας και της Αμάσειας, όπου οι Κεμαλικοί σκότωναν Έλληνες αδιακρίτως. Στους Ανδριάντες, το ελληνικό κεφαλοχώρι, ο ελληνικός πληθυσμός διασκορπίστηκε στα πυκνά δάση της ευρύτερης περιοχής, αλλά κι εκεί τον βρήκαν οι Τούρκοι και εκτέλεσαν τους περισσότερους…
Στο χωριό Καβάκογλου Τεπέ σκότωσαν 500 κατοίκους, ενώ στο σχολείο του Ογούζ Αλάν έκαψαν ζωντανά 500 γυναικόπαιδα. Στο Κιοβντσέζου, πάλι, έσφαξαν 570 άντρες μέσα σε εκκλησία. Τα ίδια έκαναν οι Τούρκοι και σ’ άλλα χωριά, όπως στο Σελαμελίκ, όπου – με τη συμμετοχή πολυμελών συμμοριών – τουφέκισαν 520 άντρες, ενώ στα χωριά της Πάφρας έκαψαν μαζεμένους 570 Πόντιους μέσα σε εκκλησία…
Μέχρι το τέλος του 1921 εκτελέστηκαν, σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι της Σαμψούντας, της Αμάσειας, της Πάφρας και των γύρω χωριών. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πέθαναν από κακουχίες – μετά από πολύμηνη πεζοπορία – άλλοι τόσοι, ενώ οι πομπές του θανάτου συνεχίστηκαν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη των ελληνικών περιοχών του Πόντου, με αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των περισσότερων.
Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού είχε συντελεστεί μέχρι το 1922, το έτος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι επιζήσαντες Έλληνες Πόντιοι της γενέθλιας γης τους πήραν το δρόμο της προσφυγιάς στην μητέρα πατρίδα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) αφήνοντας πίσω τους το βαρύ τίμημα της μοίρας: πόλεις και χωριά που κάηκαν, φίλοι και συγγενείς που σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν και χάθηκαν κάπου στα δάση και τα βουνά της Μικράς Ασίας…
Εκατό δύο χρόνια μετά απ’ την τελική φάση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, τον αποχαιρετούμε σήμερα συγκινημένοι με τους στίχους του Θωμά Ακριτίδη, που μιλούν για την ομορφιά της χαμένης, αλλά ποτέ ξεχασμένης πατρίδας μας…
Πόντε μου, άστρο φωτεινό
κι ελληνική Πατρίδα,
τις δόξες και τα κάλλη σου που εζήλεψεν η χώρα,
η λύρα μου τραγούδησε και χάρηκ’ η καρδιά μου!..
ΠΗΓΗ:https://geopolitico.gr/2025/05/genoktonia-1914-1923-to-vary-timima-tis-moiras-tou-pontiakou-ellinismou/