28 Μαΐου 2017
του Άριστου Μιχαηλίδη
«Δυστυχώς έγινε αυτό που προειδοποιήσαμε ότι θα γίνει», έλεγε ο Άντρος Κυπριανού αμέσως μετά που ο Άιντα ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι τερματίζει τη διπλωματία του πήγαινε – έλα. «Και τώρα τι θα γίνει;», ρωτούσαν χτες οι αναστατωμένοι αρθρογράφοι του μετώπου της όποιας λύσης, που είδαν τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούσαν επί χρόνια να πέφτουν στα κεφάλια τους.
Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι έγινε αυτό που προειδοποιούσαμε ότι θα γίνει όσοι από καιρό υποστηρίζαμε ότι ακολουθούν λανθασμένη τακτική, που δεν έχει καμιά προοπτική εκτός κι αν καταλήξει στη νομιμοποίηση της κατοχής με μια λύση τουρκικών προδιαγραφών. Τίποτε άλλο δεν υπήρχε στον ορίζοντα όλα τα προηγούμενα χρόνια για να δικαιολογεί τη συνέχιση αυτής της διαδικασίας. Η οποία για ακόμα μια φορά εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε ως η μεγαλύτερη επιτυχία της Τουρκίας. Διότι την απάλλαξε από την όποια ευθύνη ή, πάντως, την ισοβάθμησε ως «μητέρα πατρίδα» με την Ελλάδα που δεν έχει κατοχικό στρατό στην Κύπρο και έφερε το κατοχικό καθεστώς ένα βήμα από την αναγνώρισή του ως ξεχωριστή κρατική οντότητα «ίσου καθεστώτος» με την Κυπριακή Δημοκρατία ως «ε/κ συνιστώσα πολιτεία».
Το ανησυχητικό είναι ότι δεν καταλαβαίνουν τι έκαναν. Και η αγωνία τους είναι αν θα βρεθεί τρόπος να συνεχιστούν οι συνομιλίες. Ως αυτοσκοπός. Και όχι αν θα βρεθεί τρόπος να καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία για να φτάσουμε σε λύση. Προφανώς, πιστεύουν ότι το αδιέξοδο δεν οφείλεται 100% στην τουρκική αδιαλλαξία, αλλά έχει μερίδιο ευθύνης ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και οι «απορριπτικοί» Ελληνοκύπριοι. Ευτυχώς, ακόμα δεν μας είπαν, παρότι μπορεί να το σκέφτονται, ότι έχει 100% δίκαιο ο Ακιντζί.
Είναι ευκαιρία, όμως, με το αδιέξοδο να γίνει και μια αυτοκριτική. Να μετρήσουμε τα αποτελέσματα της έως τώρα πολιτικής μας, της πολιτικής του άνευ όρων «πάρτα όλα Ακιντζί». Πόση ζημιά έγινε όταν με αυτή την πολιτική αναγάγαμε τον Ακιντζί σε συμπρόεδρο της Κύπρου; Τι όφελος υπήρξε από συγκλίσεις, που οδήγησαν στην αποδοχή του απόλυτου διαμοιρασμού του κυπριακού κράτους 50 – 50; Ποιο είναι το αποτέλεσμα από την πολιτική των οδοφραγμάτων καλής γειτονίας; Ποιον μπορεί να πείσει τώρα η ηγεσία μας ότι εδώ έχουμε κατοχή και ξένα στρατεύματα και εποικισμό και προσφυγιά κι όχι ενδοκοινοτική διαφορά ψυχολογικής υφής, όταν μόνοι μας δημιουργήσαμε συνθήκες για να κρύβονται αυτά πίσω από τις κουίντες θεατρικών παραστάσεων και κοινωνικών δεξιώσεων; Τελικά, ακολουθώντας την πολιτική εξευμενισμού του θηρίου δεν πλησιάσαμε καν στην επανένωση, που μας υποσχέθηκε αυτή η πολιτική, αντίθετα πλησιάσαμε όσο ποτέ προηγουμένως στον απόλυτο διαχωρισμού του εδάφους, του λαού και του κράτους.
«Χωρίς διαπραγματεύσεις δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχει προοπτική για λύση», έλεγε χτες στο ΡΙΚ ο Στέφανος Στεφάνου εκ μέρους του ΑΚΕΛ. Κακώς δεν ξέρουμε. Διότι γίνονται διαπραγματεύσεις στην ίδια γραμμή και με το ίδιο περιεχόμενο οκτώ γεμάτα χρόνια. Και μπορούμε να μετρήσουμε τα αποτελέσματα. Ξέρουμε και τις θέσεις του Ακιντζί και του Τσαβούσογλου και του Ερντογάν. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πια και όχι μόνο από δημόσιες δηλώσεις. Ξέρουμε ότι μέσω των διαπραγματεύσεων επιδιώκουν τον τουρκικό έλεγχο όλης της Κύπρου εσαεί, την αρπαγή των φυσικών της πόρων και, αν είναι δυνατό, και την εξαφάνιση των Ελληνοκυπρίων από τη γη τους. Τι άλλο θέλουμε να ξέρουμε για να διαπιστώσουμε ότι αν συνεχίσουμε σε αυτό τον δρόμο, δεν πρόκειται να ξεφύγουμε από τον αυτοεγκλωβισμό;
Υ.Γ. «Παγίδα θα ήταν να εμπλακούμε σε ένα διάλογο εν γνώσει μας ότι βασικές αρχές λύσης του Κυπριακού δεν γίνονται αποδεκτές», διακήρυττε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, στις 10/11/2013. Ωστόσο, μπήκε στο διάλογο λίγους μήνες μετά υπό την πίεση των Αμερικάνων, τους οποίους αργότερα κατάγγελλε ότι τον θεωρούσαν δεδομένο λόγω Ανάν και τον εξαπάτησαν (Mega, 15/1/2015). Η ιστορία θα επαναληφθεί;