25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017
Του Γιώργου Κέντα
Η αξιόπιστη διασφάλιση της εφαρμογής των προνοιών μιας συμφωνίας στο Κυπριακό είναι εξαιρετικά σημαντική. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Η ιδέα για μια Συνθήκη Εφαρμογής, η οποία θα αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος μια συνολικής συμφωνίας, είναι μια καλή ιδέα, ενόσω αυτή βασίζεται στις πραγματικές ανάγκες και ανησυχίες που προκύπτουν από το ενδεχόμενο μιας λύσης στο Κυπριακό και ενόσω αυτή υπηρετεί συγκεκριμένες αρχές.
Όσον αφορά την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης για τις προθέσεις της Τουρκίας να εφαρμόσει τα όσα συμφωνηθούν, καθώς και της πρόθεσης της να συνεχίσει να ασκεί έλεγχο και να περιορίζει την ανεξαρτησία και κυριαρχία της Κύπρου και μετά τη λύση του Κυπριακού. Από πλευράς Τουρκοκύπριων, υπάρχει η ανησυχία ότι δεν θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα σε σχέση με την κατανομή των εξουσιών, καθώς και την ενδεχόμενη επιβολή των Ελληνοκυπρίων. Ορθές ή όχι, αν δεν αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους ανησυχίες, δεν υπάρχει προοπτική για μια βιώσιμη συμφωνία.
Μια συμφωνία για την εφαρμογή των όρων της Συμφωνίας θα επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της Ελλάδας και της Τουρκίας από εγγυητές σε εταίρους εφαρμογής της συμφωνίας, όχι όμως και σε μέρη που θα έχουν εκτελεστικό ρόλο ή αρμοδιότητα στην εφαρμογή προνοιών της συμφωνίας. Η Συνθήκη Εγγυήσεως και Συμμαχίας θα καταργηθούν και τα δυο αυτά κράτη, όπως και η Βρετανία, δε θα έχουν πια κανένα ρόλο «εγγυητή», αλλά θα έχουν μόνο την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις πρόνοιες μιας συμφωνίας, κάτω από την εποπτεία του Συμβουλίου Ασφαλείας και στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Κύπρου. Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη θα δεσμευτούν ότι σε περίπτωση μη τήρησης οποιασδήποτε πρόνοια της συμφωνίας, τότε η διαφωνία θα παραπέντε αυτομάτων για τελεσίδικη απόφαση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Θα επικρατεί η αρχή της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, ενός κράτους διαδόχου και συνεχιστή της Κυπριακής Δημοκρατίας, με όλα τα δικαιώματα των πολιτών και των κοινοτήτων απόλυτα διασφαλισμένα στο πλαίσιο της Συμφωνίας και κάτω από την πολιτειακή διάρθρωση που θα συμφωνηθεί.
Με την εφαρμογή της συμφωνίας ή καλύτερα ένα δευτερόλεπτο πριν την εφαρμογή της συμφωνίας οι ιστορικές εγγυήτριες δυνάμεις θα πρέπει να απεμπολήσουν τελεσίδικα οποιοδήποτε δικαίωμα επέμβασης στα εσωτερικά της Κύπρου, κάτω από οποιαδήποτε περίπτωση.
Ιδανικά για την Ελληνοκυπριακή πλευρά όλα τα ξένα στρατεύματα θα πρέπει να αποχωρήσουν πριν από την ενεργοποίηση της συμφωνίας. Ενδεχομένως να συμφωνηθεί χρονοδιάγραμμα αποχώρησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Συνθήκης Εφαρμογής θα προβλέπει τα στάδια αποχώρησης, χωρίς κανένα δικαίωμα από πλευράς των τέως εγγυητριών δυνάμεων, οι οποίες θα έχουν απωλέσει ήδη τα δικαιώματα των ιστορικών συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και με βάση δεσμευτική ρήτρα συμμόρφωσης με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο θα είναι μια μεγάλη υποχώρηση των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι θα εμπιστευτούν τη διεθνή νομιμότητα, το ρόλο επιτηρητή του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις δυνατότητες του κράτους να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που θα αναδυθούν. Όπως επίσης θα είναι και μια υποχώρηση των Τουρκοκύπριων, οι οποίοι θα απεμπολήσουν τις εγγυήσεις της Τουρκίας και θα εμπιστευτούν την εφαρμογή των προνοιών της συμφωνίας στα θεσμικά όργανα του κράτους και την διεθνή νομιμότητα.
Πέραν από τις απολύτως δεσμευτικές ρήτρες σε σχέση με τις τέως εγγυήτριες δυνάμεις, δεσμεύσεις και αυστηρές υποχρεώσεις θα πρέπει να αναλάβουν και αλλά συμβαλλόμενά μέρη σε μια Συνθήκη Εφαρμογής, η οποία θα είναι προσάρτημα της συνολικής Συμφωνίας. Αναλόγως με το πολιτικό πλαίσιο που θα συμφωνηθεί, το κυπριακό κράτος, οι δυο κοινότητες, η ΕΕ, ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφάλειας, καθώς και τα αλλά μέρη μιας διεθνούς υβριδικής δύναμης θα αναλάβουν υποχρεώσεις.
Τελικός κριτής όλων αυτών θα πρέπει να είναι αποκλειστικά το Διεθνές Δικαστήριο την Χάγης, όπως επίσης η μόνη αδιάσειστη σταθερά παράμετρος μιας Συμφωνίας Εφαρμογής θα πρέπει να είναι το κράτος της Κύπρου, στο πλαίσιο των προνοιών της Συμφωνίας, του Συντάγματος και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του κράτους μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ.
Οποιαδήποτε προσπάθεια για μια Συμφωνία Εφαρμογής θα πρέπει να υπηρετεί τις πιο πάνω αρχές. Αυτό θα δώσει τα απαραίτητα εχέγγυα για εμπιστοσύνη στην αξιόπιστη προοπτική εφαρμογής μια συμφωνίας.
*Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Διακυβέρνησης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
https://www.apopseis.com/o-epanaprosdiorismos-ton-rolon-tis-elladas-ke-tis-tourkias-apo-engyites-se-eterous-efarmogis-tis-symfonias/