27 Ιουνίου 2017
του Άριστου Μιχαηλίδη
Μετά τις χθεσινές τοποθετήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου για το έγγραφο του Έσπεν Μπαρθ Άιντε, έχουν πολλαπλασιαστεί τα ερωτήματα για τον ρόλο που παίζουν σε αυτή τη διαδικασία διάφοροι πολιτικοί της εσωτερικής κατανάλωσης, κυρίως, όμως, αυτοί που εμφανίζονται ως εκφραστές και υποστηρικτές της πολιτικής Νίκου Αναστασιάδη, και κατηγορούν όλους τους άλλους ως αντίπαλους του και εχθρούς της λύσης. Η ρητορική τους, κάθε φορά που σημειώνεται μια σοβαρή εξέλιξη στη διαδικασία, δεν συμβαδίζει με την πολιτική του Προέδρου, ούτε και της Ελλάδας (κι ας δηλώνουν ελληνόφρονες),Πολιτικές επιπολαιότητες με το μέλλον μας αλλά μόνο με τις προσωπικές τους ατζέντες και κυρίως, με τις ψευδαισθήσεις, που καλλιεργούν ανοήτως.
Είναι οι ίδιοι, που την περασμένη βδομάδα κατηγορούσαν τον Φιλελεύθερο για αρνητισμό, αλλά χθες δεν τόλμησαν να ανοίξουν το στόμα τους όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, με γραπτή δήλωση έβγαλε το έγγραφο Άιντε νοκ άουτ. Είπε ότι «δεν ανταποκρίνεται στα όσα έχουν συμφωνηθεί στη Νέα Υόρκη» ότι «η όποια επίκληση ή αναφορά στο εν λόγω έγγραφο δεν είναι αποδεκτή» και ότι τόσο οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς όσο και οι θέσεις της ελλαδικής πλευράς «δεν αποπνέουν αρνητισμό, αλλά αντιθέτως αποτελούν αξίωση για αμερόληπτη παρουσίαση των θέσεων των εμπλεκομένων μερών». Στο ίδιο πνεύμα ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Νίκος Χριστοδουλίδης, δήλωνε ότι το έγγραφο «περιέχει ιδέες και απόψεις, κάποιες από τις οποίες δεν ακούστηκαν καθόλου στο παρελθόν» και «δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ή οδηγό για συζήτηση του κεφαλαίου για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις». Όμως, την περασμένη βδομάδα η ηγεσία του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ προσπαθούσαν να ξεπλύνουν αυτό το έγγραφο, παρουσιάζοντάς το ως ένα απλό οδηγό, που θα διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντάνα. Το ΑΚΕΛ έλεγε ότι είναι ένα έγγραφο-οδηγός και όχι «έγγραφο-πρόταση επί της ουσίας του θέματος της ασφάλειας και των εγγυήσεων». Και ο ΔΗΣΥ, κάπως παρομοίως. Μάλιστα, ο αντιπρόεδρος του, Νίκος Τορναρίτης, χαρούμενος όπως πάντα, δήλωνε ότι «γενικά κρίνουμε ότι το έγγραφο αυτό κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Παραμένει από εκεί και πέρα ένα έγγραφο εργασίας» (22/06/2017).
Συνάδουν καθόλου αυτά με τις χθεσινές τοποθετήσεις της κυβέρνησης; Πώς μπορεί να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αυτοπροσώπως, δηλώνει ότι «η όποια επίκληση ή αναφορά στο το εν λόγω έγγραφο δεν είναι αποδεκτή» και ότι «θα έπρεπε να αντανακλά τις θέσεις του συνόλου των μερών και να μην παραγνωρίζει θέματα ουσιώδους σημασίας για την ελληνοκυπριακή κοινότητα»; Δηλαδή, παραγνωρίζει θέματα ουσιώδους σημασίας για την ελληνοκυπριακή κοινότητα, αλλά η ηγεσία του ΔΗΣΥ κρίνει ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Και η ηγεσία του ΑΚΕΛ, αξιολογώντας το έγγραφο, μας διαβεβαίωνε ότι «θα συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε σοβαρά και υπεύθυνα, μακριά από αντιπαραθέσεις και καλλιέργεια φοβικών συνδρόμων» (23/06/2017). Κι αυτά, την ώρα που ο Άιντε, με το έγγραφο του και τις νέες ιδέες που έβαλε σε αυτό σε συνεννόηση με την Άγκυρα και τη Βρετανία, ίσως και με Ελληνοκύπριους πολιτικούς, επιχείρησε να δημιουργήσει τη βάση της διαπραγμάτευσης στην Ελβετία για να παγιδεύσει τον Πρόεδρο. Μια βάση, που η κυπριακή και η ελληνική κυβέρνηση κρίνουν απαράδεκτη και την καταγγέλλουν. Φαίνεται, λοιπόν, ότι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί (και δημοσιογράφοι, βεβαίως), αποφάσισαν να ταυτιστούν με τον Άιντε, τον λομπίστα της Τουρκίας, και τους πρόθυμους να «βοηθήσουν» πρεσβευτές, και αδυνατούν πλέον να ξεχωρίσουν την αλήθεια, που είναι μπροστά τους, από το παραμύθι, που τους πλασάρουν. Τόσο βαθιά επιπολαιότητα είναι ύποπτη και επικίνδυνη. Κι αυτό δεν είναι αρνητισμός, είναι αξίωση να σοβαρευτούν επιτέλους, έστω και την υστάτη και να σταματήσουν να ωραιοποιούν την ασφάλεια και τις τουρκικές εγγυήσεις…