16 ΙΟΥΛΊΟΥ 2017
ΤΟΥ Ανδρέα Πενταρά*
Μετά το απογοητευτικό αποτέλεσμα των συνομιλιών στο Κρανς Μοντανά, εξ αιτίας της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας, είναι αναγκαίο Κύπρος και Ελλάδα να αποφασίσουν τα επόμενα βήματα πλεύσης αναφορικά με τη διαχείριση του Κυπριακού. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν, όπως και να τις ονομάσουμε, θα αποτελούν μια νέα στρατηγική. Θα πρέπει να έχουμε
υπόψη μας, όμως, ότι στη στρατηγική που εφαρμόζουν τα κράτη για την επίτευξη των εθνικών τους στόχων, ισχύουν κάποιες βασικές αρχές, οι οποίες βγήκαν μέσα από τη διαδρομή της ιστορίας εδώ και τριάντα αιώνες.
Μια από τις αρχές αυτές, είναι η ύπαρξη αρμονίας μεταξύ των στόχων που τίθενται από τα κράτη και των διατιθεμένων μέσων για την επίτευξη των στόχων αυτών. Εφόσον η αρμονία αυτή δεν υπάρχει, εάν, δηλαδή, οι στόχοι που τίθενται, δεν μπορούν να επιτευχθούν με τα διατιθέμενα μέσα (στρατιωτικά, διπλωματικά, οικονομικά), τότε θα επέλθει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, με οδυνηρές συνέπειες για τη χώρα.
Στην παγκόσμια ιστορία, υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων από κράτη, ακόμα και αυτοκρατορίες, οι ηγεσίες των οποίων, παρά τις αγαθές προθέσεις και τα πατριωτικά κίνητρα που είχαν, οδήγησαν τις χώρες τους στην καταστροφή, επειδή ακριβώς παρέβλεψαν την πιο πάνω αρχή. Πρόσφατα παραδείγματα από τη νεότερη Ελληνική και Κυπριακή Ιστορία είναι ο ‘‘Ατυχής Πόλεμος’’ του 1897, όπου οι Τούρκοι παραλίγο να κατακτήσουν ξανά την Ελλάδα, η Μικρασιατική Εκστρατεία που κα-
τέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή και τα 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος που πρότεινε ο Μακάριος το 1963.
Στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, η ε/κ πλευρά, μετά την καταστροφή του 1974, έκαμε τον οδυνηρό συμβιβασμό να αποδεχθεί ως μορφή λύσης τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία,
το περιεχόμενο της οποίας, βέβαια, θα ήταν αποδεκτό από τον Κυπριακό Ελληνισμό. Αυτό το περιεχόμενο όμως (κατάργηση εγγυήσεων, αποχώρηση κατοχικών στρατευμάτων, επιστροφή εδαφών, απομάκρυνση εποίκων, επιστροφή προσφύγων κ.λπ.), ως η ύστατη υποχώρηση της ε/κ πλευράς, προσέκρουε στα πάγια συμφέροντα της Τουρκίας για στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
Στα 40 χρόνια που πέρασαν συνομιλώντας με την άλλη πλευρά, με αποκορύφωμα το Κρανς Μοντανά, αποδείχθηκε ότι τα μέσα που έχει στη διάθεσή της η Κυπριακή Δημοκρατία δεν
είναι ικανά να κάμψουν την αδιαλλαξία της Τουρκίας. Κατά συνέπεια, οι επιλογές που
απομένουν είναι δύο: Είτε χαμηλώνουμε τον πήχη των επιδιώξεών μας, είτε μεγεθύνουμε τα διατιθέμενα μέσα. Το πρώτο αποκλείεται. Παραμένει το δεύτερο, που είναι η ενίσχυση των
συντελεστών ισχύος και ιδιαίτερα της άμυνας.
Κτίσιμο αποτροπής
Η ενίσχυση της άμυνας θα έχει ως αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία εκείνου του επιπέδου αποτροπής, που να υποχρεώσει τη Τουρκία, εκτιμώντας ότι το κόστος από τη μη λύση είναι μεγαλύτερο του οφέλους, να προβεί στις αναγκαίες υποχωρήσεις και να συναινέσει σε μια συμβιβαστική λύση.
Το κτίσιμο αυτού του επιπέδου αποτροπής, θα πρέπει να αποβλέπει στην αμφισβήτηση της στρατηγικής της Τουρκίας αναφορικά με την Κύπρο, που είναι πρώτιστα η ασφάλεια του μαλακού της υπογαστρίου (νότια και νοτιοανατολική Τουρκία) και, δευτερευόντως, η απρόσκοπτη παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο, αμφισβητώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ.
Για να καταστεί δυνατή η επίτευξη του σκοπού αυτού, θα πρέπει κατά προτεραιότητα να ενεργοποιηθούν η αεροπορική και ναυτική βάση με την παρουσία αεροπορικών και ναυτικών μονάδων της Κύπρου, της Ελλάδας και ενδεχομένως άλλων φιλικών χωρών.
Με λίγα λόγια, απαιτείται ενεργοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου -Ελλάδας, διάθεση των αναγκαίων κονδυλίων για συντήρηση των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων
και μέσων, αλλά και προμήθεια νέων, αμυντικές συμμαχίες με γειτονικά κράτη και εκσυγχρονισμό της ΕΦ στη βάση των νέων δεδομένων και απαιτήσεων.
Ας κατανοήσουν όλοι ότι η Τουρκία θα προβεί στις αναγκαίες παραχωρήσεις στο Κυπριακό, μόνον αν εκτιμήσει ότι – σε περίπτωση πολέμου – τα στρατηγικά της κεφάλαια στη νότια και νοτιοανατολική Τουρκία, καθώς και οι θαλάσσιες και αεροπορικές συγκοινωνίες προς και από την περιοχή αυτή, τεθούν κάτω από την απειλή των αεροναυτικών δυνάμεων της Κύπρου, της Ελλάδας και ενδεχομένως άλλων φιλικών χωρών.
Προστασία της ΑΟΖ
Η επιδίωξη αυτή δεν είναι καθόλου ουτοπική. Υλοποιήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία στη δεκαετία του ‘90 αρχές 2000, όταν η Κύπρος κατέστη υποψήφια για ένταξη χώρα στην Ε.Ε. Τότε η Τουρκία απειλούσε με αντίδραση άνευ ορίων, στην περίπτωση που η Κύπρος γινόταν αποδεκτή από την Ε.Ε.
Το Δόγμα του ΕΑΧ, η προμήθεια σημαντικών οπλικών συστημάτων, οι διακλαδικές ασκήσεις με την Ελλάδα και η συνεχής παρουσία της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας και του πολεμικού ναυτικού στην Κύπρο, δημιούργησαν εκείνο το επίπεδο αποτροπής, που υποχρέωσε την Τουρκία να ανακρούσει πρύμναν και την Κύπρο να ενταχθεί στην Ε.Ε. χωρίς να ανοίξει μύτη.
Αν, λοιπόν, δεν θέλουμε να συμβιβαστούμε με τη διαιώνιση της κατοχής και την ταϊβανοποίηση του ψευδοκράτους, που είναι το σχέδιο Β της Τουρκίας, αυτός είναι, κατά την άποψή μας, ο τρόπος, παράλληλα με τη διπλωματία, για να υποχρεωθεί η Τουρκία σ’ έναν ειρηνικό συμβιβασμό. Και ας μην ξεχνάμε ότι μπροστά μας έχουμε και ακόμα έναν άλλο, σημαντικό εθνικό στόχο. Την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου. Ας αναρωτηθούμε, αν έχουμε τα μέσα να υπερασπισθούμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και να εκμεταλλευθούμε τον φυσικό μας πλούτο. Η Τουρκία θα είναι εκεί, ιταμή και ανυποχώρητη, όσο η ισορροπία ισχύος διατηρείται στα σημερινά επίπεδα.
Αυτή είναι, κατά την άποψή μας, η νέα στρατηγική που θα πρέπει σύσσωμο το πολιτικό σύστημα να υιοθετήσει. Μια στρατηγική που θα αποβλέπει στην ενίσχυση των συντελεστών ισχύος, ώστε να υπάρχει αρμονία στόχου και μέσων στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Αλλιώς, αν συνεχίσουμε να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι οι ‘‘φίλοι’’ μας στην Ευρώπη και στη Δύση θα υποχρεώσουν τη Τουρκία σε υποχωρήσεις, φοβάμαι ότι θα περιμένουμε όχι άλλα 43 χρόνια, αλλά πολύ περισσότερα.
*Αντιστράτηγος ε.α.
ΠΗΓΗ:ΣΗΜΕΡΙΝΗ