Ο Τάσος Μάρκου, η προδοσία και το φτερούγισμα του αετού

Print Friendly, PDF & Email

14/8/2019

του   Γιώργου Καλλινίκου

Την παραμονή της καταραμένης 14ης Αυγούστου, χρόνια τώρα, ο κύριος Λευτέρης ακολουθεί ένα σκληρό οδοιπορικό. Σχεδόν μαζοχιστικό. Εξίσου λυτρωτικό όμως. Από την μια λειτουργεί σαν μαχαίρι. Που στριφογυρίζει σε ανοικτή πληγή. Από την άλλη, σαν οξυγόνο ζωής. Σαν καθαρτήριο. Καθαρίζει μυαλό, καρδιά και ψυχή από την συσσωρευμένη απαισιοδοξία, που προκαλούν οι ηγετίσκοι. Και όσοι εγκαταλείπουν τον αγώνα για λύτρωση αυτού του τόπου.

Πηγαίνει στα κατεχόμενα (τι όρος κι αυτός, τείνει να εκλείψει, τείνουμε να τον διαγράψουμε από τα λεξικά μας). Πορεύεται σε περιοχές τις οποίες βίωσε το 1974. Τότε που ήταν στρατιώτης. Όταν βρέθηκε στον ανθό της νιότης του να παλεύει με τη φωτιά και το σίδηρο. Με λύκους εξ ανατολών. Και ύαινες του εσωτερικού. Βίωσε την κόλαση του πολέμου. Και μια χειρότερη από αυτήν. Την κόλαση της προδοσίας. Όχι, ο κύριος Λευτέρης δεν ξέχασε όσα βίωσε. Τον ρώτησα πολλές φορές γιατί το κάνει. «Αναζητώ την χαμένη αξιοπρέπεια», μου απάντησε. Όχι την δική του προσωπική. Αν και βγήκε στη σύνταξη πια, ο ίδιος παραμένει άνθρωπος αρχών. Και επιμένων στον αγώνα για δικαίωση. Την άλλη αξιοπρέπεια αναζητεί. Την γενικότερη. Του συνόλου. Την οποία με μεγάλη απογοήτευση παρακολουθεί χρόνο με τον χρόνο να εξανεμίζεται. Θυμάμαι πέρσι με την υπόθεση του κατάπτυστου γλωσσαρίου, δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Έβγαζε φωτιές από τα μάτια εξαιτίας της οργής του. Και της ντροπής που αισθάνθηκε…

Φέτος, λοιπόν, του ζήτησα να με πάρει μαζί του. «Θα αντέξεις», με ρώτησε; «Γιατί να μην αντέξω; Έχω καλή φυσική κατάσταση. Αντέχω στο περπάτημα», του απάντησα. «Αν θα αντέξεις την οσμή του αίματος εννοώ», είπε. «Δηλαδή;», ρώτησα διότι συνέχισα να μην καταλαβαίνω. «Θα περπατήσουμε στη ράχη του παλληκαρόβουνου», αποκρίθηκε. Και συμπλήρωσε: «Χύθηκε αίμα πολλών αγωνιστών. Το παλληκαρόβουνο το ρούφηξε. Το φυλάει στη ράχη του. Τέτοιες μέρες αφήνει λίγο να τρέξει. Για να θυμίζει το χρέος μας. Για να οσφραινόμαστε τιμή και αξιοπρέπεια». Δεν του απάντησα, αλλά τον ακολούθησα, δείχνοντάς του ότι ήμουν αποφασισμένος να τον συνοδεύσω.

Ξεκινήσαμε το οδοιπορικό στην περιοχή του Δικώμου. Περπατήσαμε προς Κουτσοβέντη. Καθώς προχωρούσαμε, πάνω από τα κεφάλιά μας πέρασε ένας αετός. Γυρόφερε αρκετές φορές. Λες και μας συνόδευε. Ο κύριος Λευτέρης είχε ήδη αρχίσει να εξιστορεί τις μάχες που συνέβησαν σε εκείνην την περιοχή. Πώς μια χούφτα άνθρωποι πάλεψαν με νύχια και με δόντια για να σταματήσουν την τουρκική προέλαση. Όμως, τα τουρκικά άρματα ήταν ασταμάτητα. Τους υποχρέωσαν σε οπισθοχώρηση. Όλους εκτός από έναν. Εκείνον που έγινε θρύλος…

Ψελλίζοντας το όνομά του ήρωα, «Τάσος Μάρκου», πρόσεξα το πρόσωπο του κύριου Λευτέρη ότι είχε φωτιστεί. Η φωνή του έγινε πιο στιβαρή. «Ως σύγχρονος Λεωνίδας, έδωσε σκληρή μάχη με τους στρατιώτες του. Τους κράτησε, αν και ήταν πολλαπλάσια η δύναμη των Τούρκων. Ήξερε πως αν έσπαζε εκείνη η γραμμή άμυνας, τίποτα δεν θα σταματούσε πλέον τον εχθρό. Μάταια ζήτησε πολλές φορές από το ΓΕΕΦ να σταλούν ενισχύσεις με πυροβολικό που δρούσε στην περιοχή. Δεν έφτασαν ποτέ. Τότε ο ταγματάρχης Μάρκου, έδιωξε τους στρατιώτες κι έμεινε ο ίδιος εκεί με ένα πολυβόλο για να καθυστερήσει τους Τούρκους που προέλαυναν. Ήταν απόγευμα Δεκαπενταύγουστου. Δεν τον ξαναείδε κανείς», αφηγήθηκε δακρύζοντας ο κύριος Λευτέρης.

«Γιατί δεν έστειλαν ποτέ ενισχύσεις», ρώτησα με δόση αφέλειας. «Προδοσία», απάντησε μονολεκτικά. Στο άκουσμα της λέξης, ο αετός, που μέχρι εκείνη την στιγμή μας συνόδευε, άνοιξε τα πελώρια φτερά του και πέταξε ψηλά. Χάθηκε στον γαλανό ουρανό. Δεν άντεξε, προφανώς, την απέχθεια που προκαλεί το βάρος της ντροπιαστικής αυτής έννοιας.

Συνεχίσαμε το οδοιπορικό μας. Φτάσαμε μέχρι την Κυθρέα και από εκεί κατηφορίσαμε προς Μια Μηλιά. Ακολουθώντας τα βήματα του ηρωισμού. Είχα καταλάβει πως το οδοιπορικό του κύριου Λευτέρη είχε σχεδιαστεί ακριβώς για να βαδίσει στα βήματα του γενναίου πατριώτη. Έτσι θα έπαιρνε φέτος τόνους λεβεντιάς. Τόνους αξιοπρέπειας. Τόνους παλληκαριάς.

Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για την επιστροφή, στο μυαλό άρχισαν να γυροφέρνουν σκέψεις. Πέρασαν 45 χρόνια. Ένα ταξίδι φορτωμένο υποχωρήσεις, που τις βαφτίζουμε συμβιβασμούς για να κρύβουμε την ατιμωτική έννοια του όρου. Φορτωμένο στόχους που εγκαταλείφθηκαν. Η δήθεν δίκαιη λύση ξεθώριασε σταδιακά. Μετατράπηκε σε λειτουργική. Κατέληξε σε υποφερτή. Αμφιλεγόμενοι ρεαλισμοί ηγετίσκων διέγραψαν τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του Τάσου Μάρκου. Στο κάδρο αναρτήθηκαν η ντροπή και ο εξευτελισμός. Έως και εξευτελιστικά γλωσσάρια γεννιούνται, για να διαγράψουν τις ωμές πραγματικότητες που συνεχίζουν να βασανίζουν αυτό τον δύσμοιρο τόπο. Κατοχή, εισβολή, κατακτητές διαγράφονται. Εκείνος ο αετός ακούγοντας τα, σίγουρα κάθε φορά θα πετάει όλο και πιο μακριά. Πώς να αντέξει το βάρος τόσης ασυνειδησίας;

Από το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου κατευθυνθήκαμε προς την Μακεδονίτισσα. Στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη ο κύριος Λευτέρης σταμάτησε. Πάμε να «προσκυνήσουμε», είπε. Πλησίασε τον ανδριάντα του Τάσου Μάρκου και άρχισε να απαγγέλλει τους στίχους του αλεξανδρινού ποιητή: Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των/ ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες./ Ποτέ από το χρέος μη κινούντες, δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία, ενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε/ πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους./ Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει/ όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)/ πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,/ κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε”.

Δάκρυσε. Όμως, φεύγοντας το πρόσωπο ήταν φωτεινό. Είχε πάρει το οξυγόνο που χρειαζόταν… Εγώ κράτησα περισσότερο το φτερούγισμα του αετού, στο άκουσμα της λέξης «προδοσία»!

   

ΠΗΓΗ:http://www.philenews.com/f-me-apopsi/arthra-apo-f/article/761301/o-tasos-markoy-i-prodosia-kai-to-fteroygsma-toy-aetoy