22/12/2019
Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Ο Αμερικανός διπλωμάτης, Ουίλλιαμ Κρόφορντ (William Crawford), διετέλεσε πρέσβης στην Κύπρο από το 1974 μέχρι το 1978. Ανέλαβε κατ’ επειγόντως καθήκοντα με εντολή του προϊσταμένου του Χένρυ Κίσινγκερ την εβδομάδα μετά τη δολοφονία του πρέσβη Ρότζερ Ντέιβις στην αμερικανική πρεσβεία στις 19 Δεκεμβρίου 1974. Εκλήθη προφανώς λόγω της προηγούμενης του υπηρεσίας ως επιτετραμμένου στη Λευκωσία από το 1968 μέχρι το 1972. Είχε δηλαδή και εμπειρία και γνώσεις για την Κύπρο και τα ελληνοτουρκικά.
Σας παραθέτω σε δική μου ελεύθερη μετάφραση την εκτίμησή του: α) γιατί δεν βρέθηκε λύση την περίοδο της θητείας του (1974-78) και β) την αντίληψή του για τον επεκτατισμό της Άγκυρας κατά Κύπρου και Ελλάδας, όπως του την περιέγραψε με κυνική ειλικρίνεια ο Τούρκος πρέσβης στην Κύπρο λίγο μετά την εισβολή.
Κατά τον Κρόφορντ, που καταγράφει τις αναμνήσεις του σε μακροσκελή συνέντευξη τον Οκτώβριο του 1988 για το αρχείο του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών (Oral History): «Στα τέσσερα χρόνια της παραμονής μου εκεί, (στην Κύπρο) προσπαθήσαμε με αμέτρητους τρόπους να αντιμετωπίσουμε τη δισεπίλυτη αυτή κατάσταση, δισεπίλυτη διότι η Τουρκία πέτυχε, το 1974, αυτό που για πολύ καιρό επιθυμούσε, ήταν να μεταφέρει την Κύπρο εκτός του ομιχλώδους πεδίου της ελληνοτουρκικής επιρροής, σε μια αμετάκλητη ζώνη τουρκικής στρατιωτικής ηγεμονίας. Στους Τούρκους δεν άρεσε η ιδέα πως ένα νησί τριάντα μίλια από τις ακτές της θα μπορούσε ξαφνικά να γίνει εχθρικό και να τους αποκόψει στον νότο και τη δύση».
Προς επίρρωση της εκτίμησής του, ο Κρόφορντ παραπέμπει αυτολεξεί πως αυτός που του εξέφρασε την τουρκική αυτή αντίληψη είναι ο Τούρκος πρέσβης. Και η αντίληψη αυτή αφορούσε τουρκικό επεκτατισμό πρώτα κατά της Κύπρου και μετά κατά της Ελλάδας. Και όλα αυτά πολύ πριν υπάρξει καν θέμα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, που αίολα προβάλλουν όσοι σε Ελλάδα και Κύπρο έχουν «ελληνοποιήσει» την τουρκική προπαγάνδα. Επί λέξει ο Τούρκος είπε στον Κρόφορντ το 1974: «Η Τουρκία είναι μια αυτοκρατορική και ηπειρωτική δύναμη. Επειδή παρεμποδιζόμαστε αφύσικα να αναπνέουμε στα βόρεια και στα ανατολικά λόγω της παρουσίας της Σοβιετικής Ένωσης, είναι επιτακτικό να μπορούμε να αναπνέουμε στον νότο και στη δύση. Το 1974 έλυσε τη νότια διάσταση. Παραμένει να λυθεί η δυτική διάσταση.»
Η τοποθέτηση αυτή δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη Ναζιστική θεώρηση περί «ζωτικού χώρου»- «lebensraum». Πριν τον Β´Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία ήταν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δύναμη, σε όγκο και πληθυσμό. Όμως δεν μπορούσαν να «αναπνεύσουν» οι ναζιστές του Χίτλερ. Για να «αναπνεύσουν» λοιπόν ενσωμάτωσαν πρώτα την Αυστρία, διαμέλισαν μετά την Τσεχοσλοβακία –στο Μόναχο το 1938– και επέδραμαν στην Πολωνία το 1939. Μετά από τις συνεχιζόμενες επιδρομικές τους ενέργειες, έγινε πλέον ξεκάθαρο πως το ναζιστικό θηρίο ήταν αδηφάγο. Και με τη καθυστερημένη αυτή διαπίστωση ακολούθησε, νομοτελειακά, ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος διότι η πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ κατέρρευσε παταγωδώς. Κύριος αρχιτέκτονας της πολιτικής αυτής ήταν ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Νέβιλ Τσάμπερλεϊν, που θεωρούσε πως το ξεπούλημα της ελευθερίας μια μακρινής και μικρής χώρας –της Τσεχοσλοβακίας– ήταν αρκετό για να εξημερωθεί το ναζιστικό θηρίο. Και μαζί με τη Γαλλία, πρέπει να λεχθεί, παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στις βουλιμίες των ναζιστικών ορδών. Μετά που άρχισε ο πόλεμος, ο Τσώρτσιλ είπε για τον Τσάμπερλεϊν: «Είχε την επιλογή μεταξύ πολέμου και ταπείνωσης, επέλεξε την ταπείνωση, αλλά εισέπραξε και τον πόλεμο».
- Σε ζητήματα ειρήνης και πολέμου υπάρχει άμεση συνάφεια ανάμεσα στην αποτροπή και την αξιοπιστία. Η αποτροπή παραπέμπει στην ικανότητα –στα μέσα, δηλαδή στα όπλα– και η αξιοπιστία στη βούληση να τα χρησιμοποιήσεις. Συνυπάρχουν. Η αναμεταξύ τους συνέργεια αποτρέπει τον κάθε φιλόδοξο επιδρομέα.
Δυστυχώς, η αξιοπιστία του ελληνικού κράτους –έναντι της Τουρκίας και όχι μόνο– υπέστη τραυματικό πλήγμα λόγω της χουντικής επταετίας. Και ουσιαστικά ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Διότι εν τω μεταξύ κυριάρχησε το σύνδρομο του φόβου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των ελληνικών κυβερνήσεων. Μέχρι τότε η αντίληψη των Τούρκων ήταν για μια Ελλάδα που πολέμησε ηρωικά κατά του Μουσολίνι και του Χίτλερ, ανέπτυξε αντάρτικο για πέντε χρόνια, πολέμησε σχεδόν άλλα τόσα για να κατισχύσει τους κομμουνιστές στον εμφύλιο πόλεμο και ήταν αποφασισμένη να τους αντιμετωπίσει στην Κύπρο.
Για τους Τούρκους –που ποτέ δεν αποδέχθηκαν διεθνείς θεσμούς και αντιλήψεις για διαπραγματεύσεις και επίλυση διακρατικών διαφορών– το μέτρο παραμένει πάντοτε η ισχύς και η άσκησή της. Την αδυναμία την χλευάζουν. Αυτή υπήρξε η κρίση και συμβουλή Ισραηλινού, που υπηρετούσε στην Τουρκία μεταπολεμικά, προς τους προϊσταμένους του στο Τελ Αβίβ: «Πάνω απ’ όλα, αυτοί (οι Τούρκοι) σέβονται τη δύναμη και όσο πιο απροκάλυπτα αυτή εκδηλώνεται, τόσο περισσότερο τους αρέσει, την εκτιμούν και την κατανοούν».
Η επταετία κατέδειξε στους Τούρκους πως την ηγεσία του ελληνικού στρατού αποτελούσαν γαλονάδες της σειράς και όχι «μιμητές» των δικών τους κεμαλιστών στρατιωτικών. Τους «διάβασαν» απόλυτα με το φιάσκο της συνάντησης στον Εύρο (Κενάν-Αλεξανδρούπολη) τον Σεπτέμβριο του 1967. Τότε, ο ισχυρός ανήρ της χούντας Παπαδόπουλος προσπάθησε με εξυπνακισμούς να πείσει τον πρωθυπουργό Ντεμιρέλ πως είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας να αποδεχθεί την «ένωση» με αντάλλαγμα τουρκική βάση στην Κύπρο. Η Τουρκία είχε απορρίψει μετά βδελυγμίας τέτοια πρόταση τον Αύγουστο του 1964 (επιστολή Ερκίν προς Άτσεσον 28/8/1964). Ο Ντεμιρέλ έκοψε τη φόρα του Παπαδόπουλου λέγοντάς του πως το συμφέρον της Τουρκίας καθορίζεται από την Τουρκία και όχι από την Ελλάδα. Και επιστρέφοντας έδωσε το πράσινο φως να ασκηθεί πίεση εναντίον της χούντας με την πρώτη ευκαιρία.
Αυτό συνέβη με την κρίση του Νοεμβρίου του 1967 όταν η χούντα απέσυρε τη μεραρχία από την Κύπρο, με την απειλή πολέμου από την Τουρκία. Απεδείχθη τότε πως έγνοια της χούντας τότε, μέχρι και την κατάρρευσή της το 1974, ήταν η επιβίωσή της και μόνο. Τίποτα άλλο. Και αυτό το διάβασαν οι πάτρωνες της χούντας, οι Αμερικανοί, αλλά πρωτίστως οι Τούρκοι. Που την εκβίαζαν συστηματικά όλη την επταετία, αρχικά στην Κύπρο και από το 1973 στο Αιγαίο.
Η ειρωνεία είναι πως ο ίδιος ο Ντεμιρέλ παραδέχεται πως το 1967 η Τουρκία δεν είχε τη στρατιωτική ικανότητα να εισβάλει στην Κύπρο. Αυτό το γράφει ξεκάθαρα ο Υπουργός Εξωτερικών, Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ, 1965-71, στα απομνημονεύματά του («Οι Αναμνήσεις μου», Εκδόσεις Ποταμός, 2001). Την ικανότητα εισβολής απέκτησε τα επόμενα επτά χρόνια. Όταν δε η χούντα του Ιωαννίδη και τα παλικάρια της φακής στην Κύπρο έδωσαν την αφορμή με το προδοτικό πραξικόπημα του 1974, οι Τούρκοι επέδραμαν. Και έτσι αφού «έλυσαν τη νότια διάσταση», άνοιξαν μέτωπο στο Αιγαίο ώστε να λύσουν και «τη δυτική διάσταση».
Η απόσυρση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ
Δυστυχώς στο άνοιγμα του Αιγαίου συνέβαλε και η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή με την επιπόλαιη απόφασή της να αποσυρθεί από τη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τότε το ελληνικό Υπουργείο Άμυνας και ο Υπουργός Ευάγγελος, Αβέρωφ εξέφρασαν, την αντίθεσή τους. Θέση τους ήταν όχι απόσυρση αλλά αποχή από τις εργασίες της πτέρυγας, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση της Ατλαντικής συμμαχίας. Γνώριζαν πως από το 1964 η Τουρκία απαιτούσε επίμονα την αλλαγή του νατοϊκού καθεστώτος άμυνας στο Αιγαίο το οποίο ήταν κατοχυρωμένο υπέρ της Ελλάδας. Όμως ο διπλωματικός σύμβουλος του Καραμανλή, διπλωμάτης Άγγελος Βλάχος, επέμενε ουρλιάζοντας στους διαδρόμους –κυριολεκτικά– πως η Ελλάδα έπρεπε να αποχωρήσει, διότι αυτό απαιτούσε η τιμή της, μια τιμή που για επτά χρόνια δεν την σκέφτηκε όταν ευλαβικά υπηρετούσε τη χούντα. Έγινε έτσι το δικό του και για το οποίο ανόητα περηφανεύεται στο βιβλίο του, «Αποφοίτηση 1974» (Ωκεανίδα, 2001).
Το τίμημα άρσης του τουρκικού βέτο για την επιστροφή της Ελλάδας στη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ στις αρχές του 1980 ήταν το άνοιγμα του Αιγαίου. Η Τουρκία πήρε με ελληνική συναίνεση «άδεια» να μπαινοβγαίνει στο Αιγαίο και να τρομοκρατεί τους κατοίκους του –αλλά και την εκάστοτε κυβέρνηση στην Αθήνα– με υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά και με θανάτους Ελλήνων αεροπόρων. Σήμερα τα πράγματα έχουν κυριολεκτικά ξεφύγει.
Μια ακόμη καταστροφική συνέπεια της χουντικής επταετίας ήταν η απαξίωση των Ελλήνων αξιωματικών. Η απαξίωση αυτή κορυφώθηκε τη νύχτα των Ιμίων όταν ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης αρνήθηκε να μεταβεί στο ΥΠΑΜ, ως όφειλε, με αποτέλεσμα να τον ψάχνει ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων με το τηλέφωνο στο χέρι…
Σήμερα η Τουρκία οδηγεί τα πράγματα σε μια μετωπική σύγκρουση. Η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει την επιλογή μεταξύ ταπείνωσης ή πολέμου. Διαθέτει ικανότατους αξιωματικούς και ένοπλες δυνάμεις. Μαζί με την απαιτούμενη πολιτική βούληση η επιθετικότητα της Άγκυρας μπορεί να ελεγχθεί. Εφόσον όμως η Ελλάδα αναγκαστεί να επιλέξει, θα πρέπει στην Αθήνα να γνωρίζουν πως η Τουρκία διαθέτει την ικανότητα να την επιβαρύνει ακόμη και με την αφορμή του πολέμου.
ΠΗΓΗ:ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 22/12/2019