Γιατί η Τουρκία επιδιώκει θαλασσία ισχύ;

7 ΜΑΙ 2017

Χρήστος Ιακώβου

Παρατηρούμε ότι η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει την ένταση σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της στους θαλασσίους χώρους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορεύεται από τη στρατηγική προτεραιότητα της Τουρκίας να αυξήσει τη θαλασσία της ισχύ, κάτι που θα της επιτρέψει να διευρύνει ακόμη περισσότερο την θεμελιακή έννοια για την εξωτερική της πολιτική, αυτή δηλαδή του στρατηγικού βάθους.

Το ερώτημα γεωστρατηγικής που εγείρεται από τις διεκδικήσεις της Άγκυρας στο δεδομένο θέμα είναι: γιατί η Τουρκία επιδεικνύει τόση ευαισθησία για το θαλάσσιο χώρο της Ελλάδος και της Κύπρου, την οποία συνοδεύει μάλιστα και με ανοικτές απειλές;

Η πολυσύνθετη έννοια της θαλασσίας ισχύος αναλύθηκε για πρώτη φορά από τον κορυφαίο θεωρητικό της γεωπολιτικής του θαλασσίου χώρου, τον αμερικανό Άλφρεντ Μάχαν (1840-1914), από τον οποίο επηρεάστηκε και ο Νταβούτογλου και ο οποίος προσδιορίζει τη θαλασσία ισχύ ως τη δυνατότητα ελέγχου των θαλασσίων οδών καθώς επίσης και της νομής και κατοχής των θαλασσίων πόρων, οι οποίοι προσδίδουν πολιτική δύναμη και οικονομική ευρωστία στα κράτη. Ο Μάχαν, αφού αφιέρωσε χρόνια μελέτης στην ιστορία της ανόδου της Μεγάλης Βρετανίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θαλασσία ισχύς μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή ενός κράτους σε ισχυρό, αν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

Αν διαθέτει κατάλληλη γεωγραφική θέση, όπως για παράδειγμα να γειτνιάζει με σημαντικές θαλάσσιες διόδους. Αν η φυσική διαμόρφωση των ακτογραμμών του τού παρέχει πρόσθετα πλεονεκτήματα όπως νησιά και φυσικά λιμάνια. Αν διαθέτει μεγάλη έκταση ακτογραμμής σε σχέση με τον πληθυσμό του. Αν έχει ψηλό ποσοστό πληθυσμού το οποίο στρέφεται προς τη θάλασσα (αλιεία, εμπορικό ναυτικό, ισχυρό πολεμικό ναυτικό). Αν η πολιτική της κυβέρνησης παρέχει συστηματική και ευφυή καθοδήγηση με στόχο την ανάπτυξη της θαλασσίας ισχύος.

Αυτό που σήμερα περιορίζει την ανάπτυξη της τουρκικής θαλασσίας ισχύος, σε σχέση με τις πέντε προαναφερθείσες προϋποθέσεις, είναι το μειονέκτημα που προσδιορίζεται από την ανισορροπία που προκαλείται από την ύπαρξη σε μεγάλη έκταση ακτογραμμής της χώρας χωρίς όμως να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε ανοικτή θάλασσα, τόσο στο Αιγαίο, λόγω του ελλαδικού πλεονεκτήματος, όσο στην Α. Μεσόγειο, λόγω της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή η πραγματικότητα επιβάλει στην Τουρκία το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών», τη μειονεκτική γεωπολιτική θέση δηλαδή ότι είναι εγκλωβισμένη στα δικά της χωρικά ύδατα λόγω του ότι τρία βασικά της λιμάνια (Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Μερσίνας) είναι από θαλάσσης αποκλεισμένα καθώς επίσης παραμένει χωρίς πρόσβαση στις ναυτικές οδούς που εξασφαλίζουν διασύνδεση της Τουρκίας με το δυτικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου η Τουρκία παραμένει κράτος ξηράς, όπως επέβαλαν οι δυτικές δυνάμεις με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.

Με το στρατηγικό σχεδιασμό των ισλαμιστών, σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία θα πρέπει να αναδυθεί, μέχρι τα μέσα του τρέχοντος αιώνος, με πλανητικούς όρους, σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας, το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών» περιορίζει την Τουρκία από το ζωτικό χώρο της εγγύς θαλασσίας λεκάνης (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειο, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος), ο οποίος είναι κομβικής σημασίας για τα μακροχρόνια σχέδια της χώρας.

Επιπλέον παράγοντες οι οποίοι αναγκάζουν την Τουρκία να κινηθεί προς την κατεύθυνση απόκτησης θαλασσίας ισχύος είναι:

α) Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, η οποία αυξάνει τις προϋποθέσεις του διεθνούς εμπορίου, και μάλιστα διά θαλάσσης,

β) Η ραγδαία αύξηση των παγκοσμίων ενεργειακών αναγκών γεγονός που καθιστά τόσο τις υποθαλάσσιες ενεργειακές πηγές όσο και τις θαλάσσιες ενεργειακές οδούς του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου σε μείζονος σημασίας γεωστρατηγικά εργαλεία, ιδιαίτερα αν δει κάποιος αυτό τον παράγοντα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές προσπάθειες απεξάρτησης της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.

Αξίζει να σημειωθεί πως αν η Ελλάδα προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών της υδάτων από 6, όπως είναι σήμερα, σε 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει η συνθήκη του Montego Bay του 1982, την οποία η Ελλάδα επεκύρωσε το 1995 αλλά η Τουρκία δεν υπέγραψε, εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχει υφαλοκρηπίδα προς διευθέτηση, διότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα είτε θα καλύψουν λόγω επέκτασης τους μεγάλο μέρος των διεθνών υδάτων ο βυθός των οποίων είναι η υφαλοκρηπίδα, είτε θα «εγκλωβίσουν» ένα άλλο μέρος των διεθνών υδάτων. Αυτό το πλεονέκτημα προκύπτει από τη γεωγραφική διάταξη των νησιών που σχηματίζουν ένα κλοιό απέναντι στα τουρκικά παράλια. Το Αιγαίο αποτελεί σύμπλεγμα 2.463 διεσπαρμένων από τις 3.100 που είναι συνολικώς στην ελληνική επικράτεια, οι νήσοι, οι νησίδες και οι βραχονησίδες, οι περισσότερες εκ των οποίων ευρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Τουρκίας.

Η στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο, από τις αρχές του 1970 και εντεύθεν, υπήρξε σταθερή. Οι κατά καιρούς κρίσεις δεν είναι πολιτικές συμπτώσεις ή σπασμωδικές αντιδράσεις κάποιων φιλοπόλεμων κύκλων της Άγκυρας, αλλά προσχεδιασμένες και συστηματικώς μονομερείς επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος.

Πιο αναλυτικά, η Τουρκία επιδιώκει μέσα από τις περιοδικές κρίσεις να εξασφαλίσει δύο τακτικά σημεία που θα τις επιτρέψουν να προχωρήσει σε υλοποίηση του στρατηγικού της στόχου:

α) να εξασφαλίσει την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης περισσοτέρων της μίας διαφορών στο Αιγαίο,

β) την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης γκρίζων ζωνών και συγκατάθεσής της για παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο ν’ αποφανθεί για την κυριαρχία σε δεκάδες νησιά και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελλορίζου.

Επομένως, θα ήταν παιδαριώδες σφάλμα στρατηγικής προσπέλασης και ανάλυσης να μη θεωρείται ως πηγή των τουρκικών διεκδικήσεων και ηγεμονικών αξιώσεων επί του Αιγαίου και των θαλασσίων χώρων της Κύπρου ο γεωστρατηγικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας.

ΠΗΓΗ:ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ