10.6.2018
του Χρήστου Ιακώβου
Ήδη πέρασαν τρία χρόνια από τότε που ο Μουσταφά Ακιντζί αναδείχθηκε επικεφαλής της πολιτικής πτέρυγας του κατοχικού καθεστώτος και οι μεγάλες προσδοκίες που δημιούργησε σε μερικούς για ταχεία λύση φρόντισε επ’ εσχάτων να τους αποδείξει, και μάλιστα με έναν εξευτελιστικό τρόπο, ότι επρόκειτο για φρούδες ελπίδες.
Στα 44 χρόνια που έχουν περάσει από την εισβολή κατεγράφησαν πολλοί κύκλοι δικοινοτικών συνομιλιών, αφού η ελληνική πλευρά δεν επεδίωξε από την αρχή να απαιτήσει συνομιλίες με την πηγή της ανωμαλίας που ήταν η Τουρκία. Σήμερα ουδείς πλέον αμφιβάλλει ότι η προοπτική επίλυσης του προβλήματος, όση μπορεί να υπάρξει, απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων όπως η ελληνική πλευρά τους διεμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή, οι οποίοι συνεπυκντούντο στο αίτημα προοπτική «απελευθέρωση – επιστροφή». Ελάχιστοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος βαθμιαίως και σταθερώς έχουν διολισθήσει προς τις σταθερές και άκαμπτες τουρκικές θέσεις.
Τα 44 χρόνια των δικοινοτικών συνομιλιών μάς προσφέρουν ένα συσσωρευμένο προηγούμενο για να αποτιμήσουμε αναλυτικώς την αξιοπιστία και αποδοτικότητα αυτής της πολιτικοδιπλωματικής τακτικής. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η επιλογή αυτή είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να προσδώσει στην Τουρκία το πλεονέκτημα τακτικής που από την αρχή επεδίωξε, δηλαδή την αλλαγή του νομικού πλαισίου του προβλήματος όπως αυτό διεμορφώθη το 1974 με την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Με άλλα λόγια η Τουρκία καταφέρνοντας να παρουσιάσει το πρόβλημα ως δικοινοτικό και όχι ως πρόβλημα εισβολής – κατοχής πέτυχε σταδιακώς και μακροπροθέσμως τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου που στην περίπτωση αυτή σαφώς ευνοούσαν την ελληνική πλευρά.
Μετά τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου τα κριτήρια λύσης κατέστησαν κατ’ ανάγκην εμπειρικά, πολιτικά, περιστασιακά και μη υποκείμενα σε προδιαγεγραμμένους κανόνες ευθυδικίας. Μέσα στο ασαφές αυτό πλαίσιο των δικοινοτικών διαπραγματεύσεων, έξω από τη διεθνή νομική δημοσιότητα, και με την ελληνική πλευρά να μην έχει συγκεκριμένη στρατηγική, το δίκαιο του ισχυροτέρου (βλ. Τουρκία) που στηρίζεται στη λογική του στρατηγικού καταναγκασμού, μέσω εκβιασμών και τετελεσμένων γεγονότων, απέκτησε μοιραίως και αναποφεύκτως τον πρωταρχικό ρόλο.
Στις διεθνείς σχέσεις, η διαπραγμάτευση επί σοβαρά αντιτιθέμενων απόψεων, αν το επιδιώξει ο ισχυρός, έχει ως αποτέλεσμα την παράταση σε χρονικό μάκρος των συνομιλιών, την πρόκληση ηθικής και πολιτικής κόπωσης στο αντίπαλο μέρος, τη δημιουργία του αισθήματος του αδιεξόδου, τις σταδιακές υποχωρήσεις της αδύνατης πλευράς, εκείνης που κύρια ενδιαφέρεται και επείγεται για λύση του προβλήματος και, τελικώς, την αποφυγή συστηματικών διεθνών καταδικών και πιέσεων που απορρέουν από την παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Αυτό ακριβώς επεδίωξε από την αρχή η Τουρκία. Από το συνομιλίες της Γενεύης του 1974 και εντεύθεν, η Άγκυρα πίστευε και συνεχίζει να πιστεύει ότι η αποτελμάτωση –ταυτοχρόνως μέσο και σκοπός– την ευνοεί να ξεφύγει από τα νομικά αδιέξοδα που της δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή εδάφους ξένου κράτους. Από την πρώτη ημέρα της εισβολής, η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε να εξαγοράσει χρόνο. Ο χρόνος, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι το καλύτερο εργαλείο τακτικής, διότι εργάζεται υπέρ εκείνου που δημιούργησε την ανώμαλη κατάσταση και αποτρέπει τη μεταβολή της επί τα βελτίω για τον αδύνατο. Με στόχο τη διαιώνιση των διαπραγματεύσεων, και ακολουθώντας την τακτική των κατά στάδια τετελεσμένων γεγονότων (εποικισμός, ανακήρυξη ψευδοκράτους, αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας), αποβλέπει στην αποτελμάτωση, στη διεθνή υποβάθμιση του προβλήματος και τέλος στην εξαφάνιση των νομικών σημείων που θα έπρεπε να επικαλείται η ελληνική πλευρά απαιτώντας αποκατάσταση της τάξεως, είτε μέσα στο πολιτικό και νομικό πλαίσιο του ΟΗΕ είτε μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Το αποτέλεσμα της τακτικής αυτή τραγικώς το βιώνει η ελληνική πλευρά σήμερα και αποκρυσταλλώνεται στο σημερινό πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος που χαρακτηρίζεται ως μία προσπάθεια ελαφράς βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης με κάποιες «συνοριακές διευθετήσεις» και με κάποιες πολιτειακές ρυθμίσεις. Παράλληλα, η αδυναμία της ελληνικής πλευράς με το πέρασμα του χρόνου γίνεται διαρκώς ευδιάκριτη και στρέφεται ως μπούμερανγκ εναντίον της, αφού δημιουργεί διαρκώς κίνητρα στην Τουρκία και στους διεθνείς διαμεσολαβητές πως η υποχωρητικότητά της είναι άνευ ορίων, λόγω κόπωσης και λόγω της πίεσης του χρόνου, ο οποίος εργάζεται σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
Εδώ και 44 χρόνια ακούμε τις πολιτικές ηγεσίες να επαναλαμβάνουν φορτικώς την τραγική ψευδαίσθηση ότι οι δικοινοτικές συνομιλίες είναι μονόδρομος για τη λύση του προβλήματος μας και να την εκλαμβάνουν ως πανάκεια στην πολιτική τους μυθολογία. Τα 44 χρόνια τακτικής αποτελούν επαρκές πλαίσιο επανεκτίμησης της πεμπτουσίας της στρατηγικής σκέψης και πρακτικής. Στο πλαίσιο των δικοινοτικών συνομιλιών αυτή η θεωρητική διατύπωση αποτυπώνεται στο ερώτημα: «Τι πετύχαμε στα 44 χρόνια δικοινοτικών συνομιλιών;». Το μόνο που πετύχαμε είναι να γίνουμε οι σύγχρονοι εκφραστές του μύθου του Σισύφου. Γιατί ποια αποτυχία μπορεί να είναι χειρότερη για μία πολιτική ηγεσία όταν αυτοπαγιδεύθηκε να επιτελεί εσαεί ένα τόσο ανέλπιδο και μάταιο έργο και να πιστεύει ταυτοχρόνως ότι βρίσκεται στη σωστή τροχιά και ότι κάποια μέρα θα υλοποιήσει τους στόχους της; Συνεπώς, γιατί να μη μας δουλεύει και ο εγκάθετος της Τουρκίας, Μουσταφά Ακιντζί;
ΠΗΓΗ:http://www.philenews.com/f-me-apopsi/paremvaseis-ston-f/article/537601/gati-mas-doylevei-o-akintzi