28 Φεβρουαρίου 2017
Χρήστος Ιακώβου
Η λέξη τσογλάνι αποτελεί στη νεοελληνική γλωσσικό δάνειο από την τουρκική, κατάλοιπο της εποχής της οθωμανοκρατίας. Είναι μία από τις κακέμφατες λέξεις οι οποίες παρέμειναν στο ελληνικό λεξιλόγιο μετά τις ξένες κατακτήσεις που υπέστη ο ελληνισμός, ως επί παραδείγματι, ρουφιάνος, σπιούνος, χαφιές κά.
Οι λέξεις αυτές στην ουσία δήλωναν μία αρνητική και συνεπώς μία μη-επιθυμητή, εκ των πολλών, σχέση υποδούλων Ελλήνων με τους κατακτητές. Γι’ αυτό και η λέξη τσογλάνι, με το πέρασμα του χρόνου, έγινε αντωνυμικώς και κατ’ ευφημισμόν προσδιοριστική του ελευθέρου Έλληνα, αυτού που παρέμεινε πιστός στις παραδοσιακές αξίες του γένους, αυτού που απετέλεσε το υποκείμενο υλοποίησης των μετέπειτα απελευθερωτικών αγώνων του έθνους.
Η λέξη ενεφανίσθη στο ελληνικό λεξιλόγιο τον 15ο αιώνα, ως άμεσα συνυφασμένη με τον τραγικό για τους υποδούλους Έλληνες θεσμό του παιδομαζώματος. Ο θεσμός αυτός απετέλεσε το φόρο αίματος των μη μουσουλμάνων υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέσω της βίαιης, ως επί το πλείστον, στρατολόγησης παιδιών, ως δικαίωμα που είχε ο σουλτάνος επ’ αυτών και γινόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, αναλόγως προς τις πολεμικές ανάγκες της αυτοκρατορίας. Η στρατολογία παιδιών προωρίζετο για δύο θεσμούς: η πρώτη ομάδα, οι επίλεκτοι άνω των 14 ετών, για το σώμα των γενιτσάρων, γνωστή ως ατζέμ ογλάν (απροπαίδευτα παιδιά), η δεύτερη, μεταξύ 6 και δέκα ετών, για εσωτερική υπηρεσία στη σουλτανική αυλή και, αργότερα, στα ανώτατα αξιώματα, γνωστή ως ιτς ογλάν (εσωτερικά παιδιά), από την οποία προέρχεται ελληνιστί η λέξη «τσογλάνι».
Τα ιτς ογλάν τά μάντρωναν στα σουλτανικά σεράγια, για περίοδο μεταξύ 6 έως 20 ετών, απαγορεύοντάς τους την επαφή με τον έξω κόσμο. Αφού τα περιέτεμναν, προσηλυτίζοντάς τα στον μωαμεθανισμό, τά δίδασκαν αρχικώς ανάγνωση και γραφή της τουρκικής γλώσσας καθώς και το μουσουλμανικό νόμο. Σε κατοπινό στάδιο τούς δίδασκαν και πολεμικά στοιχεία. Οι σουλτάνοι και οι αξιωματούχοι τά χρησιμοποιούσαν ενίοτε και ως σεξουαλικά αντικείμενα, παραλλήλως προς το χαρέμι. Ο βασικός σκοπός της εκπαίδευσης ήταν να γίνουν πιστοί δούλοι του σουλτάνου ή υπάκουοι αξιωματούχοι του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού, ικανοί να εκτελούν κάθε είδους διαταγή χωρίς να αποτελούν απειλή για την Υψηλή Πύλη.
Σήμερα η λέξη τσογλάνι έχει υποστεί τις μεταβολές του ιστορικού χρόνου για να καταλήξει σε χρήση με διαφορετική κοινωνική σημασία, στην πραγματικότητα όμως η πολιτική μας κουλτούρα ενσωμάτωσε τη λέξη αυτή, ως όρο πλέον, που υπομιμνήσκει την αλληλουχία με τους ιστορικοπολιτικούς και ψυχολογικούς λόγους της αφετηρίας της λέξης.
Ποια είναι τα σημερινά τσογλάνια; Είναι οι δόκιμοι πολιτικοί που στρατολογούνται εντρυφώντας ηρωικώς, εξ απαλών ονύχων, στις υπηρεσίες των κομμάτων, ήτοι στην τέχνη του εκτσογλανισμού. Είναι εκείνη η ομάδα, η οποία εκπαιδεύεται να φθάσει στα υψηλά αξιώματα αυτού που αποτελεί το άωτον της εθνικής μας μιζέριας, της κομματοκρατίας. Όλοι εκείνοι οι δανδήδες και οι τσαπερδονοσφυρίχτρες που φιλοδοξούν να αποτελέσουν το υπόστρωμα του εκχυδαϊσμού και του εκμαυλισμού της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, δικαίως απεδόθη εις αυτούς σκωπτικώς το παρωνύμιο «τσογλάνια», όπερ και οι υπόλοιποι τούς το αναγνωρίζουν ως πολιτικό και κοινωνικό πλέον επώνυμο.
Αν κατά κανόνα, το παιδομάζωμα στην εποχή της τουρκοκρατίας γινόταν βιαίως, σήμερα ο εκσογλανισμός, εκ νεαράς ηλικίας στα κομματικά παλάτια γίνεται εθελουσίως και με παρότρυνση των συγγενών, αφού εξασφαλίζει τον «απόλυτο» σκοπό που είναι η καριέρα ενός επιτυχημένου πολίτη-καταναλωτή, δηλαδή γρήγορο πλουτισμό και εφήμερη δόξα. Έτσι, τα τσογλάνια αποτελούν σήμερα ένα εκ των πυλώνων του πολιτικού βίου ο οποίος στηρίζεται όχι σε αξίες αλλά κατήντησε προσφιλές lifestyle τυχοδιωκτισμού και μινιμαλισμού.
Μυούνται με θεατρινίστικα τελετουργικά στην απόλυτη ιδεολογία και συνάμα αυτοσκοπό, που είναι πρωτίστως η επιτυχία του κόμματός τους και αποτελεί τον ιδανικό πολιτικό ναρκισσισμό για το υπόλοιπο της ζωής τους. Διδάσκονται να εκλαμβάνουν τις κομματικές εντολές ως θέσφατες. Κάθε πολιτική διακήρυξη και πράξη αποκτούν το νόημα που επιθυμεί μόνο το κόμμα να τους αποδώσει, ήτοι η μόνη αυθεντία. Τόση πρέπει να είναι η αφοσίωσή τους στο κόμμα που, υποδεικνυομένου αυτού άνωθεν, είναι ικανοί να γελούν ακόμη και σε κηδεία. Μπορεί στη ζωή μας να αποκτούμε γνώση και να ασκούμε την αρετή με ζήλο αλλά μπορεί και με τον ίδιο ζήλο να τις χάσουμε.
Αρχικώς εκπαιδεύονται να είναι πρόμαχοι ασπιδοφόροι και πολιτικών αλείπτες, εξαιρετικώς ανθεκτικοί στην ευκαμψία, με ικανότητα στο δυσφημείν για όποιον το κόμμα θεωρήσει επικίνδυνο. Παρουσιάζονται μεν ευσταλείς φρουροί του κόμματος στην πραγματικότητα δε υβοί έναντι της πολιτικής ηθικής. Μονίμως αγρεύσιμοι για τις «υψηλές» υπηρεσίες ευσχημόνων και αβελτεροκοκκύγων πολιτικών. Τελικώς, άσματα για τους πολιτικούς μιάσματα για μια κοινωνία που οραματίζεται την δημοκρατία.
Ερανίζονται και αποφθέγγονται φράσεις από τους πολιτικούς στους οποίους διατελούν περιδινούμενοι για να γαρνίρουν τον ούτως ή άλλως κλισόπληκτο λόγο τους, τον οποίο μάλιστα θεωρούν ναρκισσιστικώς ως προϊόν αγχίνοιας. Όταν τύχει να συζητήσουν με τρίτους μπορείς εύκολα να διακρίνεις τον εθισμό στην ξύλινη γλώσσα και στην τυποποιημένη ορολογία, που σχηματοποιούν κάθε πολιτικό θέμα και οδηγούν στις προβλεπτές απαντήσεις.
Το παρελθόν τους είναι ο πρόλογος της ζωής τους. Όσο και αν προσπαθούν να δημιουργήσουν το μέλλον δεν μπορούν ποτέ να λυτρωθούν από το παρελθόν τους, εκτός και αν σε κάποια φάση της ζωής τους κάνουν την δική τους επανάσταση. Εν τέλει η ανάμειξή τους στην πολιτική γίνεται το πεδίο και ο σκοπός της επίλυσης των υπαρξιακών τους προβλημάτων, η εντελέχεια της ζωής τους. Πιστεύουν δηλαδή ότι εκεί αυτοπραγματώνεται ο σκοπός ζωής, ό,τι δηλαδή είναι για τους ελευθέρους ανθρώπους η πηγή του πνευματικού και πολιτικού θανάτου.
Κάποτε, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, με πλησίασε ψηφοθηρικώς περιχαρές ένα τσογλάνι σε πολυσύχναστο δρόμο, ως η εκδιδομένη επί χρήμασι γυνή στο σιδηρούν κιγκλίδωμα προς άγρα πελατών. Τον γνώριζα παιδιόθεν και με εντυπωσίασε η υπερβολική αυτοπεποίθηση της προδιάθεσης για «πολιτικό διάλογο», έστω και με την πόζα της θεατρινίστικης εκτσογλανισμένης προσωπιδοφορίας. Αφού άφησα την καλπάζουσα λογόρροιά του να εξαντληθεί, λίαν συντόμως τον παρέσυρα σε μία στιγμιαία εκφραστική αμφισβήτηση της «επίσημης γραμμής».
Εν τη υποδείξει διακριτικώς της εκκλίνουσας προς το κόμμα θέσεως, αυθωρεί και παραχρήμα κατησχυμένος, άρχισε υφολογικώς να χωλαίνει και διψυχήσας αβούλως με κοίταξε για λίγο αδρανής στα μάτια. Τότε είδα μέσα στο βλέμμα του την διανοητική αναπηρία, αυτή δηλαδή που δεν του επέτρεπε να κάνει την υπέρβασή του. Προσδοκούσε εις μάτην από μένα να καταλάβω στη συζήτηση τις θέσεις του, στην πραγματικότητα όμως απαιτούσε με επιτευδευμένη και καιροσκοπική ευγένεια να συμμεριστώ την αυτοκατανόησή του. Ξέρω ότι τα τσογλάνια μισούν ό,τι σπάζει τα όρια του συμβατικού κομματικού καθωσπρεπισμού τους.
Μέχρι τότε πίστευα ότι η ζωή μας δεν σταματάει ποτέ στο σήμερα και δεν αγκιστρώνεται ποτέ στο χθες, αλλά προϊόντος του χρόνου όλοι αναγεννώμεθα. Αντελήφθηκα όμως, ως στιγμιαία έλλαμψη, ότι υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αφού έμαθαν να κάνουν αυτό που έκαναν πάντα θα είναι αυτό που ήταν πάντα, δηλαδή τσογλάνια που αργοπεθαίνουν γιατί δεν μπορούν να παλέψουν για κανένα εθνικό όραμα, γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η πολιτική είναι ένα ταξίδι υπηρεσίας προς επίτευξη συλλογικών στόχων και όχι ένας ατομικός προορισμός.
Η τραγωδία τους είναι ότι νομίζουν ότι ξεπερνούν εσαεί εαυτούς λόγω της θέλησής τους για δύναμη και τυφλωμένοι από τη λάμψη της εφήμερης περιωπής, που τούς παρέχει το πολιτικό θέατρο και τα ευάγωγα οχήματα της κομματοκρατίας, προχωρούν ακαθέκτως και θρασυτάτως στην αναπόφευκτη πτώση τους, αλλά μαζί τους πέφτει και η κοινωνία μας, αφού όλα αυτά τα τσογλάνια, όπως τα ιτς-ογλάν της Τουρκοκρατίας, κάποτε τελεολογικώς θα βρεθούν σε θέσεις που καθορίζουν δυστυχώς το μέλλον μας.